Το Βαλτινό απλώνεται δίπλα στο ποτάμι,
σαν χούφτα χώμα που ακουμπάει το νερό του Παλιοπόταμου.
Κάθε δειλινό, οι άνθρωποι μαζεύονταν στην πλατεία,
κάτω από τα γερασμένα πλατάνια.
Η γη μύριζε υγρασία,
ο αέρας κουβαλούσε τα νέα της ημέρας.
Κι εκεί, μέσα σε κουβέντες και γέλια,
γεννιόντουσαν γνώμες…
για βροχές που δεν έβρεξαν,
για σπόρους που δεν φύτεψαν,
για δρόμους που δεν διάβηκαν ποτέ.
Οι λέξεις τους… ανέβαιναν στον αέρα
σαν σμήνος πουλιών χωρίς πυξίδα.
Στην άκρη, πάντα στην άκρη,
καθόταν ένας γέροντας.
Σιωπηλός,
με τα μάτια βυθισμένα στον ποταμό.
Δεν μιλούσε πολύ… γιατί είχε περπατήσει ως τις πηγές του ποταμού.
Είχε πνιγεί δυο φορές στα νερά της βροχής.
Είχε θάψει στάχυα και θερίσει λιμούς.
Οι δικές του λέξεις έβγαιναν αργά,
όπως οι σταγόνες από πηγή
που ζει μέσα στην πέτρα.
Κάποτε ένα παιδί τον ρώτησε:
—Δάσκαλε, γιατί μιλάς τόσο λίγο;
Κι εκείνος είπε:
—Γιατί η γνώμη είναι εύκολη σαν τον άνεμο…
Όλοι μπορούν να την έχουν.
Μα η γνώση, για να ’χεις γνώμη,
θέλει αυτί που ξέρει να ακούει,
μάτι που βλέπει και πίσω από την εικόνα,
και καρδιά που αντέχει να περιμένει.
Τότε ο Παλιοπόταμος αναστέναξε,
κι ένα κύμα ήρθε ως την πλατεία,
σα να ήθελε να ξεπλύνει
όλες τις άδειες λέξεις του χωριού.
Κι έτσι έμεινε να λέγεται…
πως η γνώμη που δεν ριζώνει στη γνώση
είναι δέντρο χωρίς ρίζες.
Κι ο πρώτος άνεμος…
θα το ρίξει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου