Ήταν
η δεκαετία του ’70, τότε που το χωριό ακόμα ανέπνεε μέσα στη δική του γλύκα,
χωρίς τηλεφωνήματα, χωρίς ραντεβού, χωρίς τεχνολογία. Ο ήχος της ζωής ξεκινούσε
κάθε απόγευμα από τον κεντρικό δρόμο, εκεί που οι δύο ταβέρνες-ψησταριές έβαζαν
τις ψησταριές τους μπρος και τα τζουκ μπόξ άνοιγαν τις καρδιές.
Με
μια δραχμή διάλεγες το τραγούδι σου, πατούσες δυο κουμπιά και το μαγικό
μηχάνημα έφερνε μπροστά σου μια μελωδία που γινόταν η ψυχή του χωριού για λίγα
λεπτά. Η βελόνα ακουμπούσε τον μικρό δίσκο και η φωνή του Μητροπάνου ή της
Βάνου πλημμύριζε τον δρόμο. Μυρωδιές από κεμπάπ, κοντοσούβλι και πατάτες
τηγανητές ανακατεύονταν με τα πρώτα λόγια του «Κλαίει απόψε η γειτονιά» κι εγώ,
μικρό κορίτσι τότε, στεκόμουν έξω από το σπίτι της Γιάννας και τα ρουφούσα όλα.
Ήταν η πρώτη μου επαφή με τη μουσική — αληθινή, λαϊκή, πονεμένη — και την κουβαλάω
ακόμα μέσα μου.
Κυριακή
μεσημέρι, η αγαπημένη ώρα της εβδομάδας. Οι φίλες μου — η Γιάννα, η Αγγέλα, η
Νίκη και οι υπόλοιπες της παρέας — μαζευόμασταν στα σπίτια τους και βλέπαμε
τηλεόραση. Ασπρόμαυρες ταινίες με τη Βουγιουκλάκη, τον Παπαμιχαήλ, τη Λαμπέτη.
Ρομαντικές, αθώες. Ένα φιλί μόνο, κι αυτό τόσο τρυφερό που μας έκανε να
κοκκινίζουμε αν τύχαινε να είναι οι γονείς στο δωμάτιο. Τότε η αγάπη ήταν
ντροπαλή, καθαρή, χωρίς επιτήδευση.
Η
Νίκη πάντα έκλαιγε. «Τέτοια αγάπη θέλω κι εγώ», έλεγε με το που έπεφταν οι
τίτλοι τέλους. Κι εμείς την πειράζαμε. «Ε, μόνο εσύ; Όλες έτσι θέλουμε!»
Ονειρευόμασταν τους έρωτές μας, τους φτιάχναμε στο μυαλό μας πιο τέλειους κι
από τις ταινίες. Αλλά στην πραγματικότητα, άλλος παντρεύτηκε με προξενιό, άλλος
από τύχη. Η ζωή είχε άλλους κανόνες.
Όταν
ο καιρός ήταν καλός, βγαίναμε με τα ποδήλατά μας. Τις Κυριακές το βράδυ κάναμε
τη βόλτα στη δημοσιά, από την πλατεία μέχρι το σπίτι της Γιάννας. Δρόμος
γεμάτος με κόσμο, φωνές, γέλια, βλέμματα που συναντιόνταν για λίγο και χανόντουσαν.
Τα αγόρια από τα γύρω χωριά έρχονταν επί τούτου, περπατούσαν παράλληλα και μας
κοιτούσαν — ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο, κι αυτό ήταν αρκετό για να ζήσεις με αυτό
τη βδομάδα.
Βέβαια,
τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν. Η μικρή κοινωνία είχε μεγάλα αυτιά. Μας
έπαιρνε η μπάλα, συχνά άδικα. Μια ματιά αρκούσε για να γεννηθεί ιστορία
ολόκληρη. Πονέσαμε κάποιες φορές, μα ποτέ δεν χάσαμε το κέφι μας.
Όταν
έβρεχε, μαζευόμασταν στην καφετέρια. Εκεί είχαμε το δικό μας στέκι. Εκεί
ξεδιπλωνόταν η άλλη μας πλευρά: χορός, τραγούδι, γέλια. Τα αγόρια του χωριού
μάς φώναζαν «Η θρυλική επτάδα». Είχαμε μείνει εφτά — η Γιάννα είχε παντρευτεί —
και κάναμε χαμό. Όποιος δεν ήξερε χορό, μάθαινε. Εμείς ήμασταν οι δασκάλες.
Ακούγαμε
ξένη μουσική, είχαμε γίνει σαν τις χορεύτριες του Grease. Μαθαίναμε
τις κινήσεις απ’ την τηλεόραση και τις εφαρμόζαμε με πάθος. Ο καθρέφτης του
σαλονιού της Αγγέλας είχε φθαρεί από τις πρόβες μας.
Δεν
υπήρχαν τηλέφωνα, ούτε ραντεβού. Πήγαινες στο σπίτι της φίλης σου χωρίς να
χρειάζεται προειδοποίηση. Χτυπούσες το παντζούρι ή απλώς φώναζες «Δέσποινααα»
και σε λίγο άνοιγε η πόρτα με ένα χαμόγελο. Αυτή ήταν η επικοινωνία μας.
Αυθόρμητη. Ζωντανή.
Η
κάθε μία από εμάς είχε τη δική της προσωπικότητα. Η Αγγέλα ήταν η ήρεμη δύναμη,
η Νίκη η ρομαντική, η Λουκία γελούσε για το παραμικρό. Η Μαρίνα έκανε πάντα
αστεία, η Στεριανή ήταν πρόθυμη και καλόβουλη, Η Δέσποινα ήταν η σοβαρή, εγώ
ήμουν η ζωηρή. Ήμασταν διαφορετικές, αλλά δεμένες. Μια γροθιά. Καμιά δεν
πλήγωσε ποτέ την άλλη.
Η
φιλία μας ήταν από τις αληθινές. Τις νιώθεις μία φορά στη ζωή και σου μένουν για
πάντα.
Τώρα
που μεγάλωσα και όλα άλλαξαν — οι δρόμοι άδειοι, τα παιδιά με τα κινητά, οι
άνθρωποι κλεισμένοι — η καρδιά μου επιστρέφει εκεί. Στην εποχή που με μια
δραχμή έβαζες τραγούδι κι έδινες χαρά σε μια ολόκληρη γειτονιά. Στην εποχή που
μια αγκαλιά φίλων είχε περισσότερη αξία από χίλια likes. Στην εποχή που ήμασταν
απλές, ξυπόλητες, με τα μαλλιά μας λυμένα, αλλά γεμάτες όνειρα, ελευθερία και
αληθινή ζωή.
Αν
μπορούσα να γύριζα τον χρόνο πίσω, δεν θα άλλαζα τίποτα. Θα ζούσα ακριβώς τα
ίδια. Με τα κορίτσια μου. Τη Θρυλική Επτάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου