Του Ευαγγέλου
Στάθη φιλολόγου
Εκείνα
τα χρόνια, όταν τα καλοκαίρια ήταν καυτά και ο καιρός στεγνός και άβροχος, ο
τόπος έσκαζε από την ξηρασία και τα σπαρτά κινδύνευαν να ξεραθούν. Και επειδή
δεν υπήρχαν νερά και μέσα άρδευσης, όπως σήμερα, οι άνθρωποι με μια λαϊκή
μαγικοθρησκευτική συνήθεια προσπαθούσαν να προκαλέσουν βροχή με την εξής εκδήλωση:
Έντυναν
μια κοπέλα με μακρύ φουστάνι σαν νύφη και από τη μέση και κάτω της έβαζαν
βούζια για να μην γίνεται μούσκεμα. Στο πρόσωπο έριχναν μια άσπρη μαντίλα, για
να μη γνωρίζεται, και στο κεφάλι ένα μεγάλο ταψί ανάποδα, με τα χείλια προς τα
κάτω. Έπειτα όλα τα κορίτσια γύριζαν σ’ όλο το χωριό από σπίτι σε σπίτι και
παρακαλούσαν το Θεό να βρέξει, τραγουδώντας το τραγούδι:
«Περπερίτσα περπατεί, το Θεό
παρακαλεί:
-Θέ μου, ρίξε μια βροχή, μια
βροχή θαυματουργή
να ποτίσει τα σπαρτά και τα
δεντρικά,
τα σιτάρια, τα κριθάρια του
γεωργού τα παρασπόρια.
Ρίξε, συ με το κανάτ΄ κι ο
Θεός με το καρδάρ΄.
Μπάρες μπάρες το νερό,
πλούμιες πλούμιες το κρασί.
Κι ο γεωργός με το τσαπί
φκιάν΄ αυλάκι να διαβεί
να ποτίσει το κεχρί, το
μαργαριτάρι.»
Κατά τη
διάρκεια του τραγουδιού η κοπέλα με το ταψί στο κεφάλι έφερνε γύρω γύρω και η
κάθε νοικοκυρά έριχνε με ένα γκιούμι ή με ένα κανάτι άφθονο νερό πάνω στο ταψί
και έλεγε τρεις φορές: «ρίχνω γω με το γκιούμ’ κι ό θεός με το τουλούμ’» ή
«ρίχνω γω με το κανάτ’ κι ο θεός με το καρδάρ’». Έριχναν και στα κεραμύδια νερό
και οι σταλαγματιές έπεφταν στο ταψί της περπερίτσας κι από εκεί στη γη,
δημιουργώντας έτσι μια τεχνητή βροχή Οι νοικοκυρές έδιναν διάφορα καλούδια:
τυρί, βούτυρο, αυγά, λάδι, αλεύρια και λεφτά. Μ’ αυτά έφτιαχναν τα κορίτσια
πίτες και τις έτρωγαν. Συνήθως όμως τα έδιναν στον παπά, ο οποίος έκανε μια
λειτουργία για παράκληση στην εκκλησία. Έτσι, όπως έπεφτε το νερό από το
ταψί στη γη κι όπως παρακαλούσε ο παπάς
το Θεό, έλπιζαν πως θα έπεφτε και από τον ουρανό στη γη βροχή. Το απόγευμα
συννέφιαζε και έβρεχε η, τουλάχιστον, σε λίγες μέρες έπεφτε πολλή βροχή(!!).
«Στο χωριό νια φορά είχν νια
μούτα. Κι όταν δεν έβρεχε, μαζεύονταν κανά πέντε - δέκα κορίτσια κι έλεγαν: -τι
θα γένει, τι θα γένει; Πάμε να πάρουμε τη μούτα. Παίρνανι τη μούτα τα κορίτσια
και την έβαναν ένα ταψί στο κεφάλι τ’ απίστομα. Πήγαιναν στα σπίτια και
τραγουδούσαν»:
«Βερβερίτσα περπατεί κι το
Θιό παρακαλεί.
-Θε μου, βρέξε μια βροχή μια
βροχή αγγελική,
για τα στάρια, τα κριθάρια,
του Θεού τα παρασπόρια.»
Τότε που οι άνθρωποι ένιωθαν τον Θεό μέσα από την απλότητά τους! Τώρα που αντιλαμβάνονται την αναλυτική σκέψη ως Θεό ... Όλα έχουν το τίμημα τους
ΑπάντησηΔιαγραφή