Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

Νύχτα στη Γελαδαριά. (Διήγημα του Δημήτρη Τσιγάρα)

 

Ο αέρας μύριζε χώμα και ιδρώτα. Το σκοτάδι έπεφτε νωρίς τον Οκτώβρη, κι οι σκιές ανέβαιναν σαν φίδια στους τοίχους των σπιτιών στο Βαλτινό. Μια ομάδα αντάρτες, γύρω στα είκοσι άτομα, πάνω στα άλογά τους, περνούσαν το γεφύρι του χωριού, κρατώντας τα όπλα κολλημένα στο στήθος, με μάτια κόκκινα από την άγρυπνη πορεία και το φόβο.

Ο καπετάνιος τους, ένας άντρας γεροδεμένος με μάτια που έλαμπαν στο φως της λάμπας, τους κοίταξε πριν μπουν στο χωριό.

«Σήμερα, συντρόφοι, θα γίνει αυτό που πρέπει. Αντίποινα για τον πόνο του λαού. Μη φοβηθείτε, μη λυπηθείτε, θα γίνει γρήγορα. Κανένας μας δεν θέλει αίμα, αλλά το αίμα ζητά δικαιοσύνη.»

Έκανε το σταυρό του χωρίς να τον βλέπουν, κι ύστερα τους έδειξε με το χέρι:

«Οι μισοί στο σπίτι του Κωσταρέλου, οι άλλοι στο σπίτι του Κουφοχρήστου. Όταν τελειώσετε, όλοι στη Γελαδαριά.»

***

Το σπίτι του Γιάννη Κουφοχρήστου ήταν σιωπηλό. Η Αγορίτσα ετοίμαζε λίγο γάλα για το γιο τους, τον Γιώργο, που είχε γυρίσει κουρασμένος από το χωράφι. Ο Γιάννης κάθισε κοντά στο τζάκι, με το πρόσωπό του κουρασμένο από τα χρόνια και τους καημούς.

Το χτύπημα στην πόρτα ήρθε απότομα.

Ο Γιώργος πετάχτηκε.

«Ποιος είναι τέτοια ώρα;»

Δεν πρόλαβε να πλησιάσει, όταν η πόρτα άνοιξε με δύναμη, κι οι αντάρτες μπήκαν μέσα.

«Γιάννη, θα ‘ρθεις μαζί μας. Και το παιδί.»

Η Αγορίτσα έπεσε στα πόδια τους.

«Μην τον πάρετε, για το Θεό! Είναι παιδί ακόμα!»

Ο Γιάννης σηκώθηκε με δυσκολία. «Αν είναι να πάω, θα πάω εγώ. Το παιδί, αφήστε το.»

Ο αντάρτης με το τουφέκι δεν μίλησε. Έβγαλε ένα σκοινί και έδεσε τα χέρια τους πίσω.

«Είναι διαταγή. Πάμε.»

Ο Γιώργος κοίταξε τη μάνα του.

«Μάνα, μη φοβάσαι… Θα γυρίσουμε.»

Η Αγορίτσα έβγαλε μια κραυγή που σκέπασε τον αέρα της νύχτας:

«Μη μου τον πάρετε! Μη μου τον πάρετε!»

***

Στο άλλο άκρο, το μικρό πλίθινο σπίτι του Ευάγγελου Κωσταρέλου, κοντά στη Γελαδαριά, φωτιζόταν από το καντήλι της Παναγιάς. Ο Ευάγγελος, ένας άντρας με σκαμμένα χέρια, έτρωγε το λιγοστό ψωμί, ενώ ο Κώστας, το 22χρονο παλικάρι του, βοηθούσε να ποτίσουν τα ζώα.

Το χτύπημα ακούστηκε ξαφνικά. Τρεις αντάρτες μπήκαν με την κάννη ψηλά.

«Ευάγγελε, μαζί μας. Και το παλικάρι.»

Η γυναίκα του Ευάγγελου, Θεοδώρα, με τα μάτια της κατακόκκινα από την αγρύπνια, έπεσε πάνω τους.

«Παιδιά μου, μη… Παιδιά μου, τι σας έφταιξε το παιδί;»

Ο Ευάγγελος την αγκάλιασε για λίγο.

«Γυναίκα, θα γυρίσουμε. Κοίτα τα παιδιά.»

Τα μικρά έκλαιγαν στη γωνιά.

Οι αντάρτες έδεσαν τους δυο άντρες και τους έσπρωξαν στο σκοτάδι.

***

Στη διαδρομή προς τη Γελαδαριά, ο Γιάννης Κουφοχρήστος παραπατούσε. Το φως από τον φακό χτυπούσε στα ματωμένα του ρούχα, καθώς το αίμα κυλούσε από την πληγή που είχε ανοίξει στην κοιλιά του όταν προσπάθησε να ξεφύγει.

Ο Γιώργος τον κρατούσε.

«Πατέρα, κράτα λίγο ακόμα…»

«Παιδί μου… συγχώρεσέ με…» ψιθύρισε ο Γιάννης, κι έπειτα σώπασε.

***

Στη Γελαδαριά, οι τέσσερις άντρες στάθηκαν σε σειρά. Οι αντάρτες, άλλοι με περηφάνια, άλλοι με σκυμμένο κεφάλι, στάθηκαν απέναντί τους. Κάποιοι έκλαιγαν σιωπηλά, γιατί ήξεραν τι σήμαινε εκείνη η νύχτα.

Ο καπετάνιος βγήκε μπροστά.

«Για τα καμένα σπίτια των φτωχών, για τα ορφανά που αφήσατε, για τον φόβο που σπείρατε. Να ξέρει ο λαός πως δεν θα ξεχάσει.»

Ο Ευάγγελος σήκωσε το κεφάλι του.

«Ο Θεός να σας λυπηθεί.»

Κι ο Κώστας, με δάκρυα στα μάτια, ψιθύρισε: «Μάνα…»

Οι σφαίρες ήρθαν σαν κεραυνός. Τα σώματα λύγισαν, έπεσαν στη γη με έναν βαρύ ήχο. Μια στιγμή σιωπής ακολούθησε. Μετά, οι θρήνοι των γυναικών που έτρεξαν, το ουρλιαχτό της Αγορίτσας που κρατούσε τον Γιώργο στην αγκαλιά της.

***

Η ομάδα έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Στη Φωτάδα, βρήκαν τον Νίκο Νικολάου και τον Σπύρο Φλεστάρα. Μπήκαν στο σπίτι τους αθόρυβα. Οι γυναίκες τους κατάλαβαν τι γινόταν και έπεσαν στα γόνατα, φιλώντας τα χέρια των ανταρτών.

«Λυπηθείτε τους, Χριστιανοί είστε…»

Μα δεν υπήρχε επιστροφή.

Στην άκρη του χωριού, δύο πυροβολισμοί έσκισαν τη νύχτα.

***

Στο Δενδροχώρι, έπιασαν τον αγροφύλακα Δημήτρη Φέκα. Τον έδεσαν και τον πήραν μαζί τους, με το βλέμμα του να καρφώνεται πίσω στο χωριό που απομακρυνόταν.

Η γυναίκα του έτρεξε πίσω τους.

«Δημήτρη! Δημήτρηηηη!»

Μα οι αντάρτες χάθηκαν μέσα στα σκοτάδια των βουνών, και το χωριό έμεινε βουβό, με το ερώτημα να αιωρείται στον αέρα:

«Τι απέγινε ο Φέκας;»

***

Στον Πρίνο, ξημέρωνε όταν η ομάδα πλησίασε. Έκαναν έρευνα, έψαξαν τα σπίτια, κι ένας άντρας ακόμα πλήρωσε με αίμα. Οι αντάρτες έφυγαν γρήγορα, με το βήμα τους βαρύ, αφήνοντας πίσω τον θρήνο και την οσμή του μπαρουτιού.

***

Ο Οκτώβρης του 1946 έκλεισε με αίμα τον μήνα του. Τα χωριά της Θεσσαλίας έμειναν μουδιασμένα, με τους ανθρώπους να περπατούν σκυφτοί, να κοιτούν ο ένας τον άλλον με καχυποψία, να φοβούνται να μιλήσουν δυνατά.

Τα παιδιά που έπαιζαν στα σοκάκια ρωτούσαν τις μανάδες τους:

«Μάνα, γιατί τους σκότωσαν;»

Και οι γυναίκες, με τα μαύρα μαντίλια τους, έκαναν τον σταυρό τους:

«Ήταν ο πόλεμος, παιδί μου… Ο πόλεμος που μας έφαγε…»

Και όταν έπεφτε το βράδυ, οι γυναίκες έσβηναν το λυχνάρι, έκαναν προσευχή για εκείνους που χάθηκαν και για εκείνους που έμειναν, προσευχόμενες να ξημερώσει μια μέρα που η Γελαδαριά δεν θα έχει σφαίρες, αλλά τα γέλια των παιδιών να την γεμίζουν ξανά.

Ήταν μια νύχτα που πότισε τον τόπο με αίμα, και το Βαλτινό, η Φωτάδα, το Δενδροχώρι, ο Πρίνος, κουβάλησαν για πάντα το βάρος του διχασμού.

Κι εκεί, στο χώμα της Γελαδαριάς, όπου έπεσαν τέσσερα κορμιά εκείνη τη νύχτα, στέκονται ακόμα οι σκιές τους, ζητώντας μια συγχώρεση που δεν ήρθε ποτέ.

 

ΑΝΑΛΥΣΗ 

Ανάλυση του διηγήματος «Νύχτα στη Γελαδαριά» ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προσωπική εμβάθυνση:

1. Θέμα – Περίληψη

Το διήγημα αφηγείται μια νύχτα αντίποινων ανταρτών τον Οκτώβριο του 1946 στα χωριά της Θεσσαλίας (Βαλτινό, Φωτάδα, Δενδροχώρι, Πρίνος). Οι αντάρτες εκτελούν κατοίκους, τους οποίους θεωρούν υπεύθυνους για συνεργασία με τους χωροφύλακες ή για πράξεις κατά του λαού, επικαλούμενοι την «δικαιοσύνη». Στο κέντρο του διηγήματος βρίσκεται η εκτέλεση τεσσάρων ανδρών στη Γελαδαριά, η οδύνη των οικογενειών τους και η σιωπή που αφήνει πίσω της η βία.

2. Χώρος – Χρόνος

Χώρος: Θεσσαλικά χωριά (Βαλτινό, Γελαδαριά, Φωτάδα, Δενδροχώρι, Πρίνος). Το διήγημα ζωντανεύει τα σοκάκια, τα φτωχικά σπίτια, τη σκοτεινή ύπαιθρο και το σημείο της εκτέλεσης, δίνοντας αίσθηση εγκλωβισμού.

Χρόνος: Οκτώβριος 1946, εμφυλιακή περίοδος, όταν ο φόβος, οι εκτελέσεις και τα αντίποινα καθόριζαν τη ζωή στα χωριά.

Η νύχτα λειτουργεί συμβολικά ως σκιά του εμφυλίου και της βίας που καλύπτει τα πάντα.

3. Αφηγηματική τεχνική – Δομή

-Ρεαλιστική, γραμμική αφήγηση με μικρά σκηνικά σε κάθε σπίτι, δίνοντας ένταση και ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα.

-Αφηγητής τριτοπρόσωπος, παντογνώστης, εστιάζει στον φόβο, στις εκκλήσεις των μανάδων, στον δισταγμό κάποιων ανταρτών.

-Χρήση διαλόγων που προσδίδουν αμεσότητα.

-Κατακερματισμός σκηνών (διαδοχικά σπίτια → διαδρομή προς Γελαδαριά → εκτέλεση → αναχώρηση → επόμενα χωριά), δίνοντας ρυθμό και αγωνία.

4. Χαρακτήρες

Αντάρτες:

Ο καπετάνιος: Συγκρατημένος, θεωρεί τη βία μέσο «δικαιοσύνης», σταυροκοπιέται κρυφά πριν τις εκτελέσεις (ένδειξη εσωτερικής σύγκρουσης).

Μέλη ομάδας: Άλλοι περήφανοι, άλλοι φοβισμένοι, άλλοι κλαίνε σιωπηλά, δείχνοντας την ανθρώπινη διάσταση ακόμη και στους εκτελεστές.

Θύματα και οικογένειες:

Γιάννης Κουφοχρήστος και γιος (Γιώργος): Η απόγνωση του πατέρα να προστατέψει το παιδί, η σκηνή του θανάτου του καθοριστική για το συναίσθημα.

Ευάγγελος και Κώστας Κωσταρέλος: Πατέρας και γιος, δεμένοι με το σπίτι, την οικογένεια και την αγωνία τους για τα μικρά παιδιά που μένουν πίσω.

Αγορίτσα και Θεοδώρα: Οι μανάδες/σύζυγοι, με θρήνους που σκίζουν τη νύχτα, προσωποποιούν τον πόνο των γυναικών στον εμφύλιο.

Άλλα θύματα (Νίκος Νικολάου, Σπύρος Φλεστάρας, Δημήτρης Φέκας): Δείχνουν τη γενίκευση της βίας στα χωριά, με γυναίκες που ικετεύουν και παιδιά που δεν καταλαβαίνουν το «γιατί».

5. Θέματα – Σύμβολα

Θέματα:

-Ο εμφύλιος διχασμός και τα αντίποινα.

-Η σύγκρουση δικαιοσύνης και εκδίκησης.

-Η απώλεια της αθωότητας, με τα παιδιά να ρωτούν γιατί σκότωσαν τους πατεράδες τους.

-Η μητρότητα και το πένθος.

-Το βάρος της βίας στην κοινότητα.

Σύμβολα:

Η νύχτα: Σκοτάδι συνείδησης, φόβος, αναπόφευκτο αίμα.

Η Γελαδαριά: Σημείο εκτέλεσης και αιώνιας μνήμης.

Η προσευχή του καπετάνιου: Ανθρωπιά μέσα στην αναγκαστική αγριότητα.

Η κραυγή της μάνας: Συμβολίζει τον πόνο που δεν σβήνει.

6. Γλώσσα – Ύφος

Απλή, περιγραφική γλώσσα με έντονα αισθητηριακά στοιχεία:

«Ο αέρας μύριζε χώμα και ιδρώτα…»

«Οι σκιές ανέβαιναν σαν φίδια…»

Λιτοί διάλογοι, φορτισμένοι συναισθηματικά, χωρίς περιττές εξηγήσεις.

Το ύφος συνδυάζει ρεαλισμό με λυρισμό, ιδίως στις τελευταίες σκηνές:

«Ήταν μια νύχτα που πότισε τον τόπο με αίμα…»

7. Ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο

Το διήγημα αντικατοπτρίζει πραγματικές σκηνές από την εμφύλια Ελλάδα, με αντάρτικες ομάδες που εκτελούσαν όσους θεωρούσαν συνεργάτες της αντίπαλης πλευράς. Ο φόβος, η καχυποψία, η εκδίκηση και η απονέκρωση των κοινωνικών δεσμών γίνονται αισθητά.

Το Βαλτινό και τα χωριά γύρω από τα Τρίκαλα γίνονται σκηνή του διχασμού, ενώ το τέλος με τις γυναίκες να προσεύχονται υπογραμμίζει τη σιωπηρή αποδοχή του πόνου από όσους μένουν πίσω.

8. Μηνύματα

Το διήγημα δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά κάποιας πλευράς, αλλά φωτίζει:

-Το βάρος των πράξεων βίας, ακόμη κι αν αυτές γίνονται στο όνομα της «δικαιοσύνης».

-Το ανθρώπινο κόστος του εμφυλίου, που αφήνει πίσω του ορφανά, μανάδες που θρηνούν, χωριά βουβά.

-Την ανάγκη για συγχώρεση και ειρήνη που δεν έρχεται ποτέ, με τις σκιές να μένουν στο σημείο της εκτέλεσης ζητώντας κάτι που δεν τους δόθηκε.

9. Συμπέρασμα

Το «Νύχτα στη Γελαδαριά» είναι ένα ισχυρό, ρεαλιστικό διήγημα εμφυλιακού βάρους, που συνδυάζει:
-Ανθρωποκεντρική ματιά,
-Ιστορική ακρίβεια,
-Συναισθηματική δύναμη,
-Αφηγηματική λιτότητα.

Αναδεικνύει την τραγωδία του εμφυλίου, τον κύκλο της βίας που τρέφεται από τον φόβο και τον πόνο, ενώ καταγράφει το τραύμα των τοπικών κοινωνιών, αφήνοντας στον αναγνώστη ένα άρωμα θλίψης και στοχασμού για την αξία της ειρήνης.


Η κεντρική πλατεία του Βαλτινού, γνωστή ως Γελαδαριά

 

Η πλατεία του Βαλτινού, γνωστή στους παλιούς ως Γελαδαριά, απλώνεται ήσυχα κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό, με τα λευκά σύννεφα να ταξιδεύουν αργά πάνω από τις κεραμοσκεπές και τα δέντρα που την αγκαλιάζουν. Το λιθόστρωτο φωτίζεται από το φως που παιχνιδίζει ανάμεσα στα φύλλα, και οι πράσινες νεραντζιές και οι λεύκες στέκουν σαν σιωπηλοί φρουροί γύρω από το σιντριβάνι που έχει μείνει σιωπηλό, κρατώντας μέσα του τα γέλια και τις φωνές των παιδιών που έτρεχαν κάποτε γύρω του.

Εδώ, τα καλοκαιρινά βράδια γεμίζουν με τις καρέκλες που στήνονται στη σειρά, για τις διάφορες εκδηλώσεις, για τις συζητήσεις που σβήνουν αργά μέσα στο βραδινό αεράκι, τα γελάκια των μικρών που παίζουν κυνηγητό, και τις ιστορίες των γερόντων που θυμούνται τα χρόνια που η πλατεία ήταν γεμάτη γελάδια, που ξεδίψαγαν στην ποτίστρα του κοινοτικού αρτεσιανού και ξεκινούσαν για τη βοσκή προς τα βοσκοτόπια.

Η πλατεία αυτή είναι το κέντρο της μνήμης του Βαλτινού, το σημείο που όλοι περνούν, από το παιδί που πηγαίνει για το παγωτό του μέχρι τον γεωργό που θα σταθεί για λίγο να ξαποστάσει κάτω από τον ίσκιο. Το πρωί, το φως λούζει τις πέτρες και οι γειτονιές γύρω ξυπνούν με τα βήματα όσων πηγαίνουν για τα ψώνια τους. Το μεσημέρι ησυχάζει, αφήνοντας να ακούγεται μόνο το τραγούδι των πουλιών. Το βράδυ, όταν ανάβουν τα φώτα στα σιδερένια φωτιστικά, η πλατεία γίνεται πάλι σημείο συνάντησης για τους κατοίκους που θέλουν να πουν τα νέα της ημέρας, να κουβεντιάσουν για τα χωράφια, για τα παιδιά που ζουν στην πόλη, για τις ελπίδες που πάντοτε επιστρέφουν εδώ, όπως επιστρέφουν και τα χελιδόνια κάθε άνοιξη.

Εδώ, στην πλατεία του Βαλτινού, ο χρόνος κυλά αργά, κρατώντας μέσα του την απλότητα και τη γλυκύτητα της ζωής στο χωριό, καθώς ο ήλιος δύει πίσω από τα Περτουλιώτικα βουνά και το φως χρυσίζει τα φύλλα των δέντρων. Και αν σταθείς για λίγο ήσυχος, μπορεί να ακούσεις ακόμη τους παλιούς ήχους της Γελαδαριάς, να αφουγκραστείς την ανάσα του τόπου που ακόμη επιμένει να ζει μέσα από τις μικρές του στιγμές.


Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

Οι σωσίες του Βαλτινού

Επαναφέροντας μια παλαιότερη ανάρτηση και παρατηρώντας κάποιες παλιές φωτογραφίες με πιο προσεχτική ματιά, ανακαλύψαμε κάτι που μας ξάφνιασε ευχάριστα: σε κάποιους συγχωριανούς Βαλτσινιώτες υπάρχουν έντονες ομοιότητες στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά τους με διάφορες διασημότητες του καλλιτεχνικού και πολιτικού χώρου.

Αντιπαραθέτουμε τις φωτογραφίες τους για να διαπιστώσετε του λόγου το αληθές και να χαμογελάσετε μαζί μας:

Ο Αθανάσιος Τσιατσιάβας έμοιαζε καταπληκτικά με τον ηθοποιό Νίκο Ξανθόπουλο. Το βλέμμα και το ύφος του θυμίζουν τις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες, λες και περιμένεις να τον δεις να τραγουδά «αγροτικό λαϊκό τραγούδι» με εκείνο το πηγαίο πάθος.


Ο Χρήστος Κατσιούλης θύμιζε έντονα τον συνθέτη Μάνο Χατζιδάκι. Το χαμόγελο και η γλυκιά του φυσιογνωμία, σε συνδυασμό με το βλέμμα που έμοιαζε να ταξιδεύει, φέρνουν στη μνήμη τη μορφή του μεγάλου συνθέτη που έντυσε με μελωδίες πολλές γενιές.


Ο Χρήστος Κλιάκος είχε μια εντυπωσιακή ομοιότητα με τον Τζέιμς Ντιν. Στη στάση του σώματος, στο ύφος του βλέμματος και στο χτένισμα της εποχής, θυμίζει τον θρύλο του αμερικανικού κινηματογράφου, δίνοντας μια κινηματογραφική νότα στο χωριό μας.


Ο Γεώργιος Δήμος μοιάζει με τον Αντώνη Βαρδή. Η έκφρασή του, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του φέρνουν στον νου τον σπουδαίο τραγουδοποιό που άγγιξε τόσες καρδιές με τα τραγούδια του.


Ο Γεώργιος Πράτας είχε έντονα χαρακτηριστικά που θύμιζαν τον Ανδρέα Παπανδρέου σε νεαρή ηλικία. Το βλέμμα του και το παρουσιαστικό του έχουν κάτι από την αποφασιστικότητα και τη νεανική φλόγα του πολιτικού άνδρα που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή.

***

Μερικές φορές, οι φωτογραφίες αυτές γίνονται μια γλυκιά αφορμή να θυμηθούμε αγαπημένους ανθρώπους του χωριού, αλλά και να δούμε με χιούμορ πώς το Βαλτινό «έκρυβε και κρύβει» μικρούς σωσίες μεγάλων προσωπικοτήτων, κάνοντας την καθημερινότητα πιο όμορφη.

Προσκαλούμε όποιον έχει παρόμοιες φωτογραφίες ή παρατηρήσεις να τις στείλει, για να εμπλουτίσουμε τη συλλογή των “Σωσιών του Βαλτινού”. Μπορεί, τελικά, το μικρό μας χωριό να έχει περισσότερους «διάσημους» απ’ όσους φανταζόμασταν.


Εκλογές στον Α.Ο. Βαλτινού

 

Ο Αθλητικός Όμιλος Βαλτινού καλεί όλα τα μέλη του στην επαναληπτική Τακτική Γενική Συνέλευση, που θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 6 Ιουλίου 2025, και ώρα 6:00 έως 9:00 το απόγευμα, για την ανάδειξη νέου Διοικητικού Συμβουλίου.

Η παρουσία όλων των μελών κρίνεται απαραίτητη για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας και της συνέχειας της ομάδας.

Δικαίωμα ψήφου και υποψηφιότητας έχουν όλα τα εγγεγραμμένα μέλη.

Όποιος δεν είναι μέλος και επιθυμεί μπορεί να εγγραφεί εκείνη την στιγμή.

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο Α.Ο. Βαλτινού.

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Ο Όρκος των Ανταρτών του Άρη μετά τη Βάρκιζα (2 Ιουνίου 1945) (Ιστορικά ντοκουμέντα του Βαλτινού)

 

Η Ιστορία δεν γράφεται μόνο από τα μεγάλα γεγονότα, αλλά και από τις μικρές, αθέατες πράξεις ανθρώπων που στάθηκαν όρθιοι σε δύσκολους καιρούς. Από το βιβλίο του Γιώργου Αρ. Καραγιώργου «ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ – Ανηφορικοί δρόμοι μετά τη Βάρκιζα» σταχυολογούμε σήμερα αποσπάσματα που φωτίζουν την πορεία και τη στάση αγωνιστών του Άρη Βελουχιώτη με καταγωγή από το Βαλτινό, οι οποίοι έδωσαν το παρών στους ανηφορικούς δρόμους της Ιστορίας μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.

Στις σελίδες 242-244 του βιβλίου διαβάζουμε για τις μαζικές ορκωμοσίες που πραγματοποιήθηκαν στο Περτούλι τον Ιούνιο του 1945, σε μια εποχή όπου οι διώξεις, η αβεβαιότητα και ο φόβος συνυπήρχαν με το πάθος για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Στο αρχείο του Άρη Βελουχιώτη διασώθηκε το πρωτόκολλο της τρίτης ορκωμοσίας (2 Ιουνίου 1945), με τα ονόματα και τα ψευδώνυμα όσων έδωσαν τον όρκο εκείνη την ημέρα, παίρνοντας θέση σε μια δύσκολη στιγμή για την πατρίδα.

Ανάμεσα στους ορκισθέντες, τέσσερις Βαλτινιώτες έβαλαν την υπογραφή τους σε αυτή την ανεπίσημη αλλά ουσιαστική σελίδα της τοπικής και εθνικής μας ιστορίας:
– Γεώργιος Ζαμπακάς («Κανάρης»),
– Τρύφωνας Σταυρέκας («Σταβρέκας»),
– Αθανάσιος Κουφοχρήστος («Καραϊσκάκης»),
– Ιωάννης Απόχας («Αγραφιώτης»).

Σήμερα, παρουσιάζουμε τον όρκο και τον κατάλογο της τρίτης ορκωμοσίας, τιμώντας τη μνήμη και την επιλογή αυτών των ανθρώπων να σταθούν όρθιοι, εκεί που τους καλούσε η συνείδησή τους και η εποχή τους.

Ο Όρκος των ανταρτών του Άρη Βελουχιώτη μετά τη Βάρκιζα (Ιούνιος 1945), όπως διασώζεται σε αρχεία και βιβλιογραφία:

«Ορκίζομαι πως θα αγωνιστώ με όλες μου τις δυνάμεις, με το ντουφέκι στο χέρι, για την απελευθέρωση του λαού μας από κάθε τυραννία, για την ανεξαρτησία της πατρίδας μας, για την λευτεριά και την λαϊκή κυριαρχία.
Θα είμαι πειθαρχικός, τίμιος και ακούραστος στον αγώνα, θα προστατεύω το λαό και θα σέβομαι την περιουσία του.
Θα εκτελώ τις διαταγές των ανωτέρων μου και θα υπερασπίζω με κάθε θυσία τους συναγωνιστές μου.
Αν παραβώ τον όρκο μου, ας με τιμωρήσει ο λαός και η επανάσταση.»

Ο όρκος αυτός διαβαζόταν και επαναλαμβανόταν από τους ορκιζόμενους, ενώ στο τέλος υπέγραφαν ή έβαζαν τον σταυρό τους στο πρωτόκολλο, μαζί με το ψευδώνυμό τους.

Ας κρατήσουμε τη μνήμη ζωντανή, με σεβασμό στις επιλογές και τους δρόμους εκείνης της γενιάς.





Στις σκάλες του Γυμνασίου και Λυκείου

 

Στις σκάλες του σχολείου καθίσανε, με μπογιές στα ρούχα, στο βλέμμα ασβέστη,
γελούσαν, κουβέντιαζαν, κάνανε διάλειμμα, μες στου καλοκαιριού το φως που περίσσευε.

Ο Βάιος, ο Παναγιώτης, ο Γιώργος όρθιοι, κρατούσαν την κούπα, με τα χέρια λερωμένα μα καθαρά από τον ιδρώτα της προσφοράς, της μέρας που έβαφε το χωριό με φωνές.

Ο Χρήστος, ο Χρήστος, ο Παναγιώτης, ο Κώστας, ο Δημήτρης κι ο Στέργιος μπροστά, κι ο Βασίλης, καθίσανε εκεί που κάθονταν οι μαθητές κι είδαν πως το σχολείο μυρίζει παιδικά βήματα.

Ήταν τότε που το χωριό έσφυζε από κόσμο, με παιδιά που τρέχανε στα διαλείμματα,
με νερά στις αυλές, με φωνές στα παράθυρα, με το γέλιο που αντηχούσε ως τα πλατάνια.

Μα κάθε μπογιά που έπεφτε στον τοίχο, ήταν σπόρος που φύτρωνε στο Βαλτινό,
να μείνει το σχολείο όμορφο, γεμάτο ζωή, να θυμίζει πως εδώ η κοινότητα αντέχει.

Κι αν οι φωνές λιγόστεψαν με τα χρόνια, η φωτογραφία αυτή είναι μια απόδειξη:
ότι ο τόπος ζει όσο υπάρχουν χέρια που ξέρουν να προσφέρουν χωρίς να ζητούν.

Στις σκάλες του σχολείου καθίσανε, κι ακόμη κι αν φύγανε τα παιδιά και τα χρόνια,
εκείνοι μένουν, μια παρέα απλή, που έβαψε το Βαλτινό με φως και ανθρωπιά.


Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Από το Βαλτινό στην Κρήτη: Ο Γιώργος Ζαμπακάς κλείνει τη χρονιά με 26 μαθητές στα drums!

 

Με συγκίνηση και χαρά ολοκληρώθηκε το τελευταίο μάθημα drums για τη φετινή χρονιά με τον συντοπίτη μας, τον Γιώργο Ζαμπακά, που κατάγεται από το Βαλτινό και δραστηριοποιείται στην Κρήτη ως μουσικός και δάσκαλος μουσικής.

Ο Γιώργος, με συνέπεια, μεράκι και αγάπη για τη μουσική, κατάφερε φέτος να φέρει τη χαρά των drums σε 26 μαθητές, καθιστώντας τα ντραμς το όργανο με τους περισσότερους μαθητές του Ελληνικού Ωδείου Ρεθύμνου! Μετά το τελευταίο μάθημα ευχαρίστησε θερμά όλους τους μαθητές και τους γονείς τους για την εμπιστοσύνη και την προσπάθεια όλης της χρονιάς, ευχόμενος καλό καλοκαίρι σε όλους.

Επίσης, εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στον Christoforos Pitsidimos για την πρόταση να συνεχίσει στη θέση του, καθώς και στην κα. Μαρία Λιουδάκη, που με τη βοήθεια, τη στήριξη και την αγάπη της για τα παιδιά και τη μουσική, κατάφεραν να δημιουργήσουν αυτό το όμορφο μουσικό ταξίδι στην Κρήτη.

Η αγάπη του Γιώργου για τη μουσική, η σεμνότητά του και το ήθος που κουβαλά από τον τόπο μας, το Βαλτινό, συνεχίζουν να εμπνέουν μικρούς και μεγάλους, αποδεικνύοντας πως η μουσική μπορεί να γίνεται γέφυρα χαράς και δημιουργίας, όπου κι αν βρισκόμαστε.

Καλή ξεκούραση και όμορφο καλοκαίρι, Γιώργο, με πολλές ακόμα μουσικές στιγμές στο δρόμο που ανοίγεις με τα τύμπανά σου!


Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Ο Βίκτωρας: Μια μαρτυρία ψυχής από τον Χάρη Αγγελή


Με ιδιαίτερη χαρά παρουσιάζουμε σήμερα άλλο ένα απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Χάρη Αγγελή με τίτλο «Ο Βίκτωρας». Πρόκειται για ένα έργο βαθιά ανθρώπινο, που φωτίζει τις πιο σκιερές και εύθραυστες πτυχές της ύπαρξης, μέσα από τη μορφή ενός ήρωα που στέκει αντιμέτωπος με την ιστορία, τη μνήμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Βίκτωρας δεν είναι απλώς ένας χαρακτήρας· είναι σύμβολο επιβίωσης, αμφισβήτησης και αναζήτησης νοήματος σε έναν κόσμο γεμάτο ρωγμές.

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι ενδεικτικό της πυκνότητας του ύφους και της υπαρξιακής έντασης που διαπερνά ολόκληρο το έργο.


Στο ζευγαρολίβαδο τα χορτάρια είχαν «ξυριστεί» από τα σαγόνια των προβάτων και γέμιζε σιγά-σιγά ασπράγκαθα και γαϊδουράγκαθα. Σε μεριές-μεριές έβγαινε αγριοτρέφυλλο με άσπρα λουλουδάκια, που γέμιζαν από μέλισσες.
Οι δύο φίλοι το διέσχιζαν για να φτάσουν πέρα στη φλέβα. Στην αρχή πρόσεχαν να μην πατήσουν σε αγκάθια ή καμιά μέλισσα. Με την κουβέντα όμως και με το «κοίτα εδώ», ο ένας, «κοίτα τούτη τη γομάρα», ο άλλος, γέμιζαν οι ξυπόλητες πατούσες τους από αγκαθάκια και κεντριά από μέλισσες.

—Όταν γυρίσουμε θα φτάσουμε ξυνάδια από την κληματαριά και θα τα τρίψουμε να περάσει ο πόνος, έλεγε ο Σιούλας.
Έφτανε άγουρες πράσινες ρόγες, τις έσπαζε και τις άπλωναν στα πρησμένα πόδια.
Το τσίμπημα της μέλισσας είχε ήδη περάσει, αλλά τα αγκάθια πονούσαν μέχρι το βράδυ, που γύριζε η μάνα και τα ’βγαζε με το βελόνι.

Πρώτα μάλωνε:
—Μόνο στο σχολείο θα βάλεις μυαλό, έλεγε, γυρνάς όλη μέρα στα σοκάκια και στις φλέβες, θα σε φάνε τα σκυλιά και τα φίδια.
Ύστερα, σαν ιδανικός χειρούργος, φύσαγε το μέρος που είχε καρφωθεί το αγκάθι για να φύγει ο πόνος, το ’πιανε με το βελόνι και το ’βγαζε.

Στη φλέβα είχε έρθει μια φαγάνα από την πόλη. Ήταν ένα τεράστιο μηχάνημα με σιδερένιες μακρουλές ρόδες. Είχε ένα μεγάλο λουλά σαν σιδερένια σκάλα, κάτω από τον οποίο κρεμόταν η κοπάνα, δεμένη με χοντρά συρματόσχοινα, που ο χειριστής την πήγαινε όπου ήθελε.
Την έριχνε μέσα στη φλέβα, την τραβούσε ώσπου να γεμίσει λάσπη και μετά την σήκωνε και την άδειαζε έξω από το νερό.
Η κοίτη της φλέβας καθάριζε και φάρδυναν οι όχθες. Στο τμήμα αυτό, από τη μια άκρη του ζευγαρολίβαδου ως την άλλη, θα είχαν εύκολη πρόσβαση τα ζώα για να πίνουν νερό.

Ήταν μαζεμένα κι άλλα παιδιά και πολλοί μεγάλοι άντρες και παππούδες. Μερικοί είχαν ξαναδεί στο στρατό.

—Τι τρώει και από πού χέζει; ρωτούσε ο Βίκτωρας τον Σιούλα, αλλά ακόμα δεν ήταν έτοιμος να δώσει απάντηση γι’ αυτό το σιδερένιο θηρίο.

Έτσι συνέβη και με το γραμμόφωνο. Το είχαν φέρει σ’ έναν γάμο που γίνονταν στη γειτονιά του Πίπη. Το κούρδιζαν, έβαζαν πάνω σ’ ένα στρογγυλό ανάποδο τηγάνι που έφερνε γύρω την πλάκα, ακουμπούσαν πάνω τη βελόνα, κι απ’ το λουλά έβγαινε το τραγούδι. Έψαχναν οι μικροί εξερευνητές κάτω από το τραπέζι να ιδούν τον άνθρωπο που κρύβονταν και τραγουδούσε, αλλά δεν υπήρχε κανένας. Ούτε κλαρίνο βρήκαν, ούτε λαούτο, ούτε ακορντεόν, κι όμως ακουγόνταν πεντακάθαρα όλα τα όργανα.

Την ίδια απορία είχαν και με τον καλαντζή, που γάνωνε τα παλιά χαλκώματα. Στα χαϊάτια της εκκλησίας είχε στήσει το εργαστήρι του. Το πρωί γύριζε στους μαχαλάδες και φώναζε: «Όλα τα παλιά χαλκώματα γανώνω!»
Μάζευε σ’ ένα σακί ό,τι του δίνανε οι γυναίκες: ταψιά, νταβάδες, τεντζερέδες, κουτάλια, πιρούνια, και το μεσημέρι τα γάνωνε με το καλάι.

—Πώς το φτιάχνεις το καλάι; ρωτούσε τον καλαντζή ο Σιούλας.
—Δεν το φτιάχνω εγώ, απαντούσε αυτός ο άγιος άνθρωπος, το αγοράζω από την πόλη σε μικρές πλάκες.
Ζέσταινε μια πλάκα σ’ ένα μεταλλικό πιάτο και μετατρέπονταν σε μικρές ρευστές μπαλίτσες. Ύστερα τις άδειαζε μέσα στο ζεσταμένο ταψί και μ’ ένα πανί που κρατούσε στο χέρι τις άπλωνε με τέχνη σε όλα τα σημεία του ταψιού, το οποίο μόλις κρύωνε άστραφτε σαν καινούριο και θα έμενε έτσι ώσπου να ξαναρθεί ο καλαντζής το επόμενο καλοκαίρι να το ξαναγανώσει.

Γι’ αυτή του τη δουλειά πληρώνονταν με σιτάρι, με φασόλια, με κότες και με παράδες, αλλά τέτοιες δεν κυκλοφορούσαν πάρα πολλές στο χωριό. Γέμιζε τα σακιά του με εγχώρια προϊόντα, τα φόρτωνε στην γομάρα του κι έφευγε για το διπλανό χωριό.

—Εγώ θα γίνω καλαντζής άμα μεγαλώσω, έλεγε ο Πίπης.
Ο Σιούλας σκεφτόταν και δεν μιλούσε. Ύστερα είπε στον Βίκτωρα:
—Ο διάργυρος, άμα βγει απ’ το θερμόμετρο, γίνεται τέτοιες μπαλίτσες, αλλά δεν πιάνονται με το χέρι, γιατί γλιστρούν.

Ένα μεσημέρι έκανε πολύ ζέστη. Οι τσομπάνηδες απ’ το γιόμα είχαν κλείσει τα πρόβατα στα τσαρδάκια, κι οι γελαδάρηδες είχαν δέσει τα γελάδια στα παλούκια κάτω από τα δέντρα στις ρούγες τους.
Τα τσιόνια και οι κότες άνοιγαν τα ράμφη τους και έβγαζαν τις γλώσσες έξω, πολλές μύγες πετούσαν παντού, τα γομάρια στο λιβάδι σταματούσαν να βοσκάνε και όρθια κοίταζαν το ένα το άλλο.

Ο Κουτάκιας, φίλος του Πίπη απ’ την ευρύτερη γειτονιά, γύριζε απ’ τα πρόβατα που είχε πάει ψωμί στον αδερφό του.
—Πάμε στη φλέβα να κολυμπήσουμε; λέει στην παρέα. Εγώ έμαθα χθες να κάνω πλέγα με τα μεγάλα τα παιδιά.

Ο Βίκτωρας, ο Σιούλας και ο Πίπης κοιτάχτηκαν στα μάτια, συμφώνησαν αμέσως κι έκοψαν δρόμο πέρα απ’ τη γειτονιά, να μην τους δουν τα μικρότερα και μαρτυρήσουν στους γονείς τους.

Μόλις έφτασαν στη γέφυρα της φλέβας, ξεμπλετσώθηκαν και ρίχτηκαν μέσα στο νερό.
Ο Κουτάκιας τους έδειχνε τον τρόπο πώς να κάνουν πλέγα. Χτυπούσε χέρια και πόδια στο νερό κι έμενε στην επιφάνεια. Οι άλλοι τρεις δεν πήγαιναν στα βαθιά και προσπαθούσαν στην άκρη, στα ρηχά, να κάνουν το ίδιο. Βαρούσαν χέρια και πόδια με όση δύναμη είχαν και το νερό θόλωνε από τις λάσπες.

—Έμαθα! φώναζε ο ένας.

—Ήπια νερό από τις μύτες, ο άλλος.

Ώσπου ένας ίσκιος πάνω στην όχθη τους έκοψε τα ύπατα. Ο Τσίλιας, που ήταν τσομπάνος κι είχε το τσαρδάκι παρακάτω, άκουσε τη φασαρία κι ήρθε σ’ εκείνο το μέρος που κολυμπούσαν τα πιτσιρίκια. Μάζεψε τα ρούχα των παιδιών και τα κρατούσε στη μασχάλη του.

—Γιατί κάνετε φασαρία και δεν μπορώ να κοιμηθώ; απευθύνθηκε σε όλους.

Τα πιτσιρίκια τρόμαξαν και δεν ήξεραν τι να πουν.

—Τώρα να δούμε πώς θα πάτε ξεβράκωτα στα σπίτια σας, λέει και ξεκινάει να φύγει.

Παρόλη τη ζέστη του μεσημεριού, πάγωσαν οι ψυχούλες τους από τον φόβο και την ντροπή της γύμνιας.

—Μη, Τσίλια! φωνάζει ο Κουτάκιας, που τον ήξερε, και βάζει τα κλάματα. Θα με σκοτώσει ο πατέρας μου από το ξύλο!

Και βγήκε από το νερό τρέχοντας προς το μέρος του.

Από πίσω του βγήκαν και οι υπόλοιποι ξεβράκωτοι και μουδιασμένοι, χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν. Ευτυχώς, ο τσομπάνος παράτησε τα ρούχα στο λιβάδι κι έφυγε αμίλητος για το τσαρδάκι του. Φόρεσαν τα βρακιά τους και κίνησαν να επιστρέψουν στο χωριό. Απογοητευμένοι από την εξέλιξη της κατάστασης, περπατούσαν νωχελικά κάτω από τον τσουχτερό ήλιο στο Ζευγαρολίβαδο και διάλεγαν το μέρος που θα πατήσουν για ν’ αποφύγουν τις μέλισσες και τ’ ασπράγκαθα.


Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Ιούλιος: Ο μήνας που μυρίζει στάχυ και χώμα

 

Ο Ιούλιος μυρίζει στάχυ και χώμα, ιδρώτα που λάμπει στον ήλιο, σκονισμένα πόδια σε χωμάτινα δρομάκια, τζιτζίκια που φλέγονται στις μουριές, καρπούζι που ανοίγει με ήχο καθαρό και στάζει κόκκινο ζουμί στα χέρια.

Είναι ο μήνας που ο ήλιος κάθεται ψηλά στο μεσουράνημα, κι εμείς κρατούμε το βλέμμα χαμηλά για να μη θαμπωθούμε, μα οι ακτίνες περνούν μέσα από τις βλεφαρίδες μας και παίζουν μικρούς χορούς στα μάτια μας.

Θυμόμαστε τα βράδια που η νύχτα κατέβαινε πάνω στα καλαμπόκια, τα τριζόνια να λένε το δικό τους παραμύθι, το χωριό να ανασαίνει ήσυχα, σαν βρέφος που κοιμάται σε κούνια από στάχυα.

Τώρα, ο Ιούλιος έρχεται πάνω στο τσιμέντο, κι αν ξυπνήσουμε νωρίς, πριν ο ήλιος γίνει λεπίδα, πιάνουμε στον αέρα λίγη μυρωδιά από εκείνα τα καλοκαίρια στο χωριό.

Ο Ιούλιος μας μαθαίνει ακόμη υπομονή. Να περιμένουμε τον καρπό να γλυκάνει, να αφήσουμε τη μέρα να πυρώσει κι ύστερα να σταθούμε στη βραδινή αυλή, να κοιτάξουμε τον ουρανό και να θυμηθούμε πως κάποτε δεν βιαζόμασταν, αλλά περιμέναμε το φεγγάρι να ανέβει πάνω από τα χωράφια.

Ο Ιούλιος είναι μια γέφυρα, από τα ξυπόλητα βήματα στα καμένα χόρτα μέχρι το σήμερα, που αναζητούμε ακόμη εκείνη τη μυρωδιά του χώματος πριν τη βροχή.

Κι ίσως μια μέρα, σε έναν Ιούλιο που θα έρθει, να καθόμαστε πάλι σε μια αυλή με ένα παιδί δίπλα μας, να το μάθουμε να ακούει τα τριζόνια, να περιμένει το φεγγάρι, να κρατά τη νύχτα σαν προσευχή.

Γιατί ο Ιούλιος ανθίζει με τον ήλιο, μα ωριμάζει με το χέρι που θερίζει. Κι εμείς, κάθε Ιούλιο, νιώθουμε πως γινόμαστε γέφυρα ανάμεσα σε εκείνο το παιδί που ήμασταν, στον άνθρωπο που γίναμε, και σε όσα ακόμη μπορούμε να γίνουμε.

Καλό μήνα!





Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Ημερήσια εκδρομή του Πολιτιστικού Συλλόγου Βαλτινού στην Ιερά Μονή Κάτω Ξενιάς και στον Αλμυρό Βόλου

 

Την Κυριακή 29 Ιουνίου 2025, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Βαλτινού πραγματοποίησε ημερήσια εκδρομή στην Ιερά Μονή Κάτω Ξενιάς στον Αλμυρό Βόλου, προσφέροντας στα μέλη και τους φίλους του την ευκαιρία για μια ημέρα πνευματικής ανάτασης και όμορφων στιγμών.

Οι εκδρομείς κατά την επίσκεψή τους στην Ιερά Μονή είχαν τη δυνατότητα να γνωρίσουν την ιστορία της, να προσκυνήσουν και να απολαύσουν τη γαλήνη και τη μοναδική ομορφιά του μοναστηριακού περιβάλλοντος. Η φιλοξενία των μοναχών, η ηρεμία του χώρου και η θέα προς τον θεσσαλικό κάμπο έδωσαν την ευκαιρία σε όλους να περάσουν λίγες ώρες ξεκούρασης και περισυλλογής.

Στη συνέχεια, η εκδρομή συνεχίστηκε με μετάβαση στην πόλη του Αλμυρού, όπου υπήρχε ελεύθερος χρόνος για βόλτα στην πλατεία και τους δρόμους της πόλης, για φαγητό και καφέ. Τα μέλη του Συλλόγου είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν την όμορφη καλοκαιρινή ημέρα, να περπατήσουν, να συνομιλήσουν μεταξύ τους και να χαρούν τη συντροφιά σε χαλαρούς ρυθμούς.

Η εκδρομή ολοκληρώθηκε με επιστροφή στο Βαλτινό το απόγευμα, αφήνοντας σε όλους όμορφες εντυπώσεις και την προσμονή για την επόμενη δράση του Συλλόγου.






Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

Το Γλέντι του Αγίου Αθανασίου (Διήγημα του Δημήτρη Τσιγάρα)

 

Είχε μόλις τελειώσει η θεία λειτουργία και ο παπα-Θανάσης Βότσιος, με τη γαλήνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, βγήκε αργά από την πόρτα της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου στο Βαλτινό. Ήταν 2 Μαΐου του 1910, και το χωριό, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα, γιόρταζε με λαμπρότητα τη χάρη του Αγίου. Οι καμπάνες αντήχησαν για τελευταία φορά, καλώντας τους πιστούς να συγκεντρωθούν στον προαύλιο χώρο για να αρχίσει το γλέντι.

Ήταν πανηγύρι, και το Βαλτινό ήξερε να γλεντά. Έθιμο παλιό, που περνούσε από γενιά σε γενιά: μετά την εκκλησία, όλοι, μικροί και μεγάλοι, ξεχύνονταν στον προαύλιο χώρο για τραγούδια, χορούς και χαρές. Οι άντρες είχαν φορέσει τα καλά τους, οι γυναίκες τις πολύχρωμες ποδιές τους, κι όλα έδειχναν πως θα ήταν ένα πανηγύρι αξέχαστο.

Τα όργανα δεν άργησαν να πιάσουν δουλειά. Ένας λαουτιέρης, ένας με το κλαρίνο και ένας με το νταούλι στάθηκαν σε μια γωνιά και άρχισαν να παίζουν. Οι πρώτες νότες αντήχησαν, και σε λίγα λεπτά ο χορός είχε κιόλας στηθεί. Οι γυναίκες σχημάτισαν τον εσωτερικό κύκλο, οι άντρες τον εξωτερικό, και όλοι μαζί συγχρονίζονταν στον ρυθμό των δημοτικών τραγουδιών με μια θαυμαστή φυσικότητα. Ήταν χορός που ανάσαινε από τα σπλάχνα της Ρωμιοσύνης, βγαλμένος απ' τα βάθη του τόπου και της καρδιάς.

Ο κόσμος εναλλασσόταν στον κύκλο: άλλοι έπαιρναν τη σειρά τους να χορέψουν, άλλοι καμάρωναν, και κάποιοι χτυπούσαν παλαμάκια, ενθαρρύνοντας τους χορευτές. Οι πιο μερακλήδες, όταν τους έπιανε το κέφι, έριχναν ένα δίφραγκο, ένα κέρμα, ένα κατοστάρικο – τη λεγόμενη «χαρτούρα» – στα όργανα, για να συνεχίσουν απτόητα το παίξιμο. Το γλέντι βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, και όλα έδειχναν πως η μέρα θα τελείωνε με τραγούδια και ευφροσύνη.

Κάπου εκεί, μπήκε στο χορό κι ο Χρήστος Μπαντόλιας. Φτωχός όσο δεν πάει, σχεδόν παρίας, αλλά μερακλής και χορευταράς όσο λίγοι. Οι συγχωριανοί τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά «Φτώχια Καταραμένη», όχι πως οι υπόλοιποι κολυμπούσαν στα πλούτη – αλλά τουλάχιστον τα κουτσοβόλευαν. Ο Χρήστος, όμως, μόλις που τα έφερνε βόλτα.

Έβγαλε το σακάκι του, το δίπλωσε προσεκτικά και το άφησε πάνω σε μια πέτρα. Έκανε το σταυρό του, χαμογέλασε κι άρχισε να χορεύει λεβέντικα ένα υπέροχο τσάμικο. Ήταν περήφανος και αρχοντικός στο χορό του, με κάθε του βήμα να αφηγείται τη ζωή του, τον αγώνα, τη φτώχεια, αλλά και την αξιοπρέπεια. Οι παρευρισκόμενοι σταμάτησαν για λίγο να μιλούν και να γελούν. Τον παρακολουθούσαν με θαυμασμό. Ο Χρήστος είχε αυτό το σπάνιο χάρισμα: έδινε ψυχή στον χορό.

Όμως κάτι πήγε στραβά. Δεν είχε να ρίξει ούτε μια δεκάρα στα όργανα. Και οι μουσικοί, αν και αρχικά έπαιζαν με ενθουσιασμό, σταμάτησαν απότομα, κόβοντας το τραγούδι στη μέση. Ο Χρήστος ζήτησε δεύτερο τραγούδι. Ήθελε να συνεχίσει το χορό του, να ξεδώσει, να εκφράσει ό,τι τον έπνιγε. Τα όργανα κοίταξαν για λίγο ο ένας τον άλλο διστακτικά – και τελικά άρχισαν να παίζουν ξανά. Μα το παίξιμο ήταν άτονο, σχεδόν αγγαρεία. Ο ρυθμός χλιαρός, το πάθος απόν.

Ο Χρήστος το κατάλαβε αμέσως. Έκανε νόημα στους μουσικούς με το χέρι, να δυναμώσουν, να παίξουν όπως έπρεπε. Εκείνοι, τίποτα. Δεύτερη φορά το ίδιο. Η αδιαφορία τους χτύπησε τον Χρήστο σαν σφαλιάρα. Ένιωσε την προσβολή να φουντώνει μέσα του. Δεν ήταν το παίξιμο που τον πλήγωνε τόσο, όσο η περιφρόνηση. Εκείνη η αδιόρατη αλλά ξεκάθαρη απόρριψη που του έλεγε: «Δεν είσαι σαν εμάς».

Η οργή τον πλημμύρισε. Με μια ξαφνική παρόρμηση, πλησίασε τα όργανα, πήρε φόρα κάνοντας μια χορευτική φιγούρα – λες και ήθελε να ξεγελάσει ακόμα και τον εαυτό του – και με μια δυνατή κλωτσιά χτύπησε το νταούλι. Το νταούλι πέταξε απ’ τα χέρια του νταουλιέρη, χτύπησε στο έδαφος και έσπασε. Ένα μουδιασμένο «ωχ!» ακούστηκε από το πλήθος. Τα όργανα σταμάτησαν να παίζουν. Για μια στιγμή πάγωσαν όλοι.

Η ένταση φούντωσε. Κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν, άλλοι πήγαν να επέμβουν. Η φασαρία δεν άργησε να ξεσπάσει, αλλά οι ψυχραιμότεροι παρενέβησαν και κατάφεραν να ηρεμήσουν τα πνεύματα πριν ξεφύγει η κατάσταση. Το γλέντι, ωστόσο, είχε τελειώσει. Η μαγεία είχε σπάσει σαν το νταούλι.

Ο κόσμος άρχισε σιγά-σιγά να διαλύεται. Άλλοι κοιτούσαν απορημένοι, άλλοι με κατανόηση, και κάποιοι με οίκτο. Ο Χρήστος, σκυθρωπός πια, πήρε το σακάκι του, το φόρεσε αργά, λες και βάραινε χίλια κιλά. Κοίταξε για μια στιγμή προς την εκκλησία – όχι με θυμό, αλλά με μια παράξενη συστολή. Έκανε το σταυρό του. Ίσως ζητούσε συγχώρεση, ίσως έδινε μια σιωπηλή εξήγηση στον Άγιο Αθανάσιο για το ξέσπασμά του.

Κι έπειτα έφυγε, μόνος του, με βήμα αργό αλλά αξιοπρεπές. Το χωριό τον παρακολουθούσε να χάνεται στον χωματόδρομο, κάτω απ’ το φως του απογευματινού ήλιου. Έφυγε όπως χόρεψε: με πάθος, με περηφάνια, και με μια πληγή που δεν χωρούσε λόγια.


ΑΝΑΛΥΣΗ

Ακολουθεί ανάλυση του διηγήματος «Το Γλέντι του Αγίου Αθανασίου», ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προσωπική εμβάθυνση:

Η Ψυχολογική Κατάσταση του Χρήστου Μπαντόλια

Ο Χρήστος Μπαντόλιας δεν ήταν απλώς ένας φτωχός χωρικός που ήθελε να χορέψει. Ήταν ένας άνθρωπος με βαθιά ριζωμένη ανάγκη να αναγνωριστεί, να εκφραστεί και να ανήκει. Η φτώχεια του δεν ήταν απλώς υλική· ήταν και κοινωνική, ήταν ένας αόρατος μανδύας που τον τύλιγε καθημερινά και τον κρατούσε στο περιθώριο της κοινότητας. Είχε μάθει να ζει με λίγα, αλλά εκείνη την ημέρα –τη μέρα του πανηγυριού, της χαράς και της συλλογικής εξύψωσης– θέλησε να σταθεί ισότιμα δίπλα στους συγχωριανούς του. Να πει, με το σώμα του και τον χορό του: «Είμαι κι εγώ εδώ, αξίζω κι εγώ μια θέση στον κύκλο».

Η είσοδός του στον χορό δεν ήταν μόνο σωματική· ήταν συμβολική. Ήταν ένα είδος δήλωσης, μια βουβή κραυγή: «Δείτε με!». Και πράγματι, για λίγο, κατάφερε να τραβήξει τα βλέμματα, να μαγέψει το πλήθος. Για εκείνα τα λίγα λεπτά, ο Χρήστος ένιωσε ελεύθερος. Σαν να χόρευε όχι μόνο με τα πόδια, αλλά με την ψυχή του ολόκληρη. Το σώμα του μετέφερε όσα δεν μπορούσαν να ειπωθούν με λόγια: την καταπίεση, τον καθημερινό μόχθο, τη μοναξιά, την ανάγκη για αγάπη και αποδοχή.

Όμως, εκεί που το όνειρο άρχιζε να χτίζεται, ήρθε η πρώτη ρωγμή: η διακοπή του τραγουδιού λόγω έλλειψης "κεράσματος". Ο Χρήστος δεν είχε χρήματα για να ρίξει χαρτούρα στα όργανα, και αυτό –σε ένα γλέντι όπου το κέρασμα ήταν ένδειξη τιμής, χαράς και συμμετοχής– σήμαινε για τους μουσικούς πως δεν άξιζε τον κόπο να παίζουν για εκείνον. Ήταν ένα κοινωνικό «όχι», ψυχρό και βουβό. Δεν του το είπαν κατάμουτρα – ήταν χειρότερο: του το έδειξαν.

Από εκείνο το σημείο, ο Χρήστος αρχίζει να φλέγεται από μέσα. Ο ενθουσιασμός μετατρέπεται σταδιακά σε ντροπή, και η ντροπή αυτή σε ταπείνωση. Αισθάνεται πως εκτίθεται δημόσια, πως όλο το χωριό βλέπει πως είναι φτωχός – κι αυτό, σε μια κοινωνία όπου η αξιοπρέπεια χτίζεται γύρω από το «φαίνεσθαι», είναι μαχαιριά. Η προσβολή που νιώθει δεν είναι απλώς εγωιστική, αλλά υπαρξιακή. Δεν προσβάλλεται γιατί δε συνεχίζουν το τραγούδι – προσβάλλεται γιατί του στερούν τον χώρο να εκφραστεί, να είναι άνθρωπος ανάμεσα σε ανθρώπους.

Όταν βλέπει πως τα όργανα επιμένουν στο άτονο παίξιμο, αισθάνεται περιφρονημένος. Στη δική του ψυχή, αυτή η αδιαφορία δεν είναι απλώς επαγγελματική, είναι η επιβεβαίωση πως δεν έχει θέση στον κύκλο – ότι, παρά το μεράκι και την ψυχή του, παραμένει ξένος, ανεπιθύμητος, περιττός. Και τότε, κάτι ραγίζει μέσα του.

Η κλωτσιά στο νταούλι δεν είναι απλώς μια πράξη θυμού· είναι μια συμβολική έκρηξη, μια αντίδραση απόγνωσης. Το νταούλι είναι το σύμβολο του γλεντιού, της χαράς, της αρμονίας – και με την κλωτσιά του, ο Χρήστος το καταστρέφει γιατί εκείνη τη στιγμή αισθάνεται πως όλα αυτά του έχουν αρνηθεί. Είναι σαν να φωνάζει: «Αφού δε με θέλετε, να μη χαρεί κανείς!». Είναι η στιγμή της απώλειας ελέγχου, αλλά ταυτόχρονα και μια ύστατη διεκδίκηση αξιοπρέπειας – έστω και μέσα από την καταστροφή.

Όταν το πλήθος παγώνει, όταν η μουσική σταματά, κι όταν ο ίδιος κοιτά προς την εκκλησία και κάνει τον σταυρό του, δεν είναι πια ο ίδιος. Είναι συντετριμμένος, αλλά συνειδητοποιημένος. Η πράξη του, όσο παρορμητική κι αν ήταν, δεν ήταν ελαφριά. Ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς εσωτερικής πάλης. Στην κίνησή του προς τον Άγιο, υπάρχει ένα ίχνος μετάνοιας, αλλά και ένα αίτημα κατανόησης. Σαν να λέει: «Δεν ήθελα να γίνει έτσι... αλλά δεν άντεξα».

Καθώς φεύγει, μόνος, η ψυχολογική του κατάσταση είναι ένα μείγμα απογοήτευσης, ντροπής και σιωπηλής πίκρας. Δεν τρέχει, δεν φεύγει με μανία. Περπατά αργά, σαν να κουβαλά στους ώμους του όλο το βάρος του κόσμου. Όμως μέσα του παραμένει απείραχτο ένα μικρό κομμάτι περηφάνιας. Δεν ζήτησε ελεημοσύνη, δεν προσκύνησε, δεν παραιτήθηκε. Χόρεψε, όσο μπόρεσε, και όταν ένιωσε πως τον προσβάλουν, αντέδρασε.

Ο Χρήστος, στην ουσία, είναι ένας τραγικός ήρωας σε μικροκλίμακα. Ένας απλός άνθρωπος που ήθελε να ζήσει μια στιγμή ισότητας και χαράς, αλλά το σύστημα των κοινωνικών συμβάσεων – η ανάγκη για προσφορά, η χαρτούρα, το “πρέπει” – του το στέρησε. Η ψυχή του, αν και ραγισμένη, παραμένει αληθινή. Το πέρασμά του απ’ τον χορό – κι ας κράτησε λίγο – θα μείνει στη μνήμη όχι ως πράξη ντροπής, αλλά ως μια έκρηξη ειλικρίνειας και ανθρώπινης ανάγκης.

Ψυχολογική Κατάσταση των Μουσικών

Οι μουσικοί του πανηγυριού –ο λαουτιέρης, ο κλαριντζής και ο νταουλιέρης– είναι επαγγελματίες, αλλά και αναπόσπαστο κομμάτι της παραδοσιακής κοινωνίας. Ζουν από τα κεράσματα, από τη λεγόμενη «χαρτούρα», και γνωρίζουν καλά πως η συμμετοχή τους στο γλέντι είναι αμειβόμενη, έστω και άτυπα.

Στην αρχή του πανηγυριού, παίζουν με κέφι· το πλήθος τους τιμά, οι χορευτές κερνάνε, όλα κυλούν με το ρυθμό της γιορτής. Όταν, όμως, έρχεται ο Χρήστος Μπαντόλιας να χορέψει χωρίς να δώσει χαρτούρα, κάτι αλλάζει στην ψυχολογία τους. Δεν είναι μόνο το χρηματικό ζήτημα, αν και αυτό είναι κρίσιμο: για εκείνους, είναι και θέμα αξιοπρέπειας, επαγγελματικής και προσωπικής.

Αισθάνονται ότι παραβιάζεται ένας άγραφος, αλλά ισχυρός κοινωνικός κανόνας: «Όποιος χορεύει, κερνάει». Δεν πρόκειται απλώς για φιλοδώρημα – είναι μια μορφή κοινωνικής ανταπόδοσης. Αν δεν την τηρήσουν, φοβούνται πως θα δημιουργηθεί προηγούμενο: πως ο κάθε «Χρήστος» θα ζητά να χορεύει δωρεάν, μειώνοντας έτσι τη δική τους αξία και επιβίωση.

Αυτό τους βάζει σε εσωτερική σύγκρουση. Βλέπουν τον Χρήστο να χορεύει με μεράκι, νιώθουν –πιθανόν– πως είναι αυθεντικός, αλλά επιλέγουν συνειδητά να κρατήσουν μια στάση επαγγελματικής απόστασης, που φανερώνεται στο άτονο και απρόθυμο παίξιμο. Το βλέμμα που ανταλλάσσουν μεταξύ τους πριν συνεχίσουν το δεύτερο τραγούδι δείχνει δισταγμό, ίσως και ενόχληση, όχι τόσο για τον άνθρωπο, όσο για το τι αντιπροσωπεύει η πράξη του: μια παραβίαση της κοινωνικής «συμφωνίας».

Όταν ο Χρήστος τους κάνει νόημα να παίξουν πιο ζωηρά και αυτοί επιμένουν στο άτονο ύφος, ίσως να πιστεύουν πως τον "τιμωρούν" με διακριτικό τρόπο. Δεν τον προσβάλλουν κατά μέτωπο· δεν του λένε "δεν παίζουμε για σένα", αλλά το κάνουν σιωπηλά. Αυτή η παθητική στάση, όμως, εμπεριέχει ένα είδος κυνισμού. Δεν βλέπουν τον άνθρωπο μπροστά τους – βλέπουν μια "ανωμαλία" στο σύστημα.

Και όταν δέχονται την κλωτσιά –κυρίως ο νταουλιέρης που βλέπει το όργανό του να σπάει–, σοκάρονται. Απότομα περνούν από τη χαλαρή απροθυμία στην ταπείνωση και τον θυμό. Τώρα είναι αυτοί που προσβάλλονται. Και όχι μόνο επαγγελματικά – αλλά και προσωπικά. Το νταούλι δεν είναι απλώς εργαλείο· είναι προέκταση του εαυτού τους. Η καταστροφή του είναι για εκείνους απεχθής πράξη επιθετικότητας.

Πού γέρνει το δίκιο;

Το ερώτημα αυτό δεν έχει εύκολη απάντηση – όπως όλα τα ανθρώπινα δράματα. Όμως, ας το δούμε από δύο σκοπιές:

1. Ανθρώπινα – ηθικά:

Το δίκιο γέρνει προς τον Χρήστο Μπαντόλια.

Ήταν ένας άνθρωπος φτωχός, αλλά τίμιος και περήφανος. Δεν ζήτησε ελεημοσύνη· δεν παρακάλεσε να χορέψει. Χόρεψε με την ψυχή του, ζητώντας μια στιγμή χαράς, ισότητας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δεν αδίκησε – δεν απείλησε – δεν εκμεταλλεύτηκε κανέναν. Ζήτησε το ελάχιστο: να ακουστεί η ψυχή του μέσα από ένα τραγούδι.

Αντιθέτως, η στάση των μουσικών –αν και επαγγελματικά δικαιολογημένη– έδειξε έλλειψη ευαισθησίας. Μπορούσαν να παίξουν με μεράκι για έναν άνθρωπο που χόρευε με τόσο πάθος, έστω και χωρίς χαρτούρα. Αντί γι’ αυτό, τον «στέγνωσαν» ηχητικά – του αφαίρεσαν τη δυνατότητα έκφρασης. Σε έναν κόσμο που σπανίζει η αυθεντικότητα, τιμώρησαν την αληθινή συγκίνηση.

2. Κοινωνικά – πρακτικά:

Το δίκιο μπορεί να γέρνει και προς τους μουσικούς.

Αν δούμε το γεγονός υπό το πρίσμα της καθημερινής βιοπάλης, οι μουσικοί δεν είναι πλούσιοι – και αυτοί παλεύουν να επιβιώσουν. Το πανηγύρι είναι δουλειά τους, όχι απλώς διασκέδαση. Αν κάθε χορευτής χόρευε χωρίς να πληρώσει, πώς θα συντηρούσαν τον εαυτό τους; Έκαναν μια επιλογή – σκληρή ίσως – αλλά κοινωνικά αποδεκτή στην εποχή τους. Δεν απέβαλαν τον Χρήστο, αλλά του έδειξαν με τρόπο το «όριο» που επέβαλε η οικονομική συνθήκη.

Συμπερασματικά:

Το δίκιο, όπως συχνά συμβαίνει στην ανθρώπινη ζωή, μοιράζεται, αλλά όχι ισότιμα.

Οι μουσικοί είχαν το τυπικό δίκιο με το μέρος τους.

Ο Χρήστος είχε το ουσιαστικό δίκιο: αυτό που υπαγορεύεται από την καρδιά και την ανάγκη για αξιοπρέπεια.

Η πράξη του –η κλωτσιά στο νταούλι– ήταν βίαιη, ναι. Μα δεν ήταν εγκληματική· ήταν μια κραυγή που δεν χωρούσε αλλού. Ίσως, αν υπήρχε λίγη κατανόηση παραπάνω, να μην είχε φτάσει εκεί. Ίσως, αν το τραγούδι παιζόταν όπως έπρεπε, ο Χρήστος να έφευγε χορεύοντας – και το γλέντι να συνεχιζόταν.

Και τούτο, ίσως, να είναι το πιο τραγικό: ότι όλοι έχασαν εκείνη τη μέρα, επειδή κανείς δεν έσκυψε λίγο πάνω από την ψυχή του άλλου.



επικοινωνιστε μαζι μας