Ήταν
φθινόπωρο όταν γύρισα στο χωριό, μετά από χρόνια. Το λάτρευα πάντα αυτή την εποχή,
με ξεκούραζε από την κάψα του καλοκαιριού και με τύλιγε με μια θαλπωρή που δεν
έμοιαζε με καμία άλλη. Τα φύλλα άλλαζαν χρώματα και έπεφταν, τα δέντρα γέμιζαν
κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο, σαν πίνακας ζωγραφικής που απλωνόταν μέχρι εκεί
που έφτανε το μάτι.
Περπατούσα
στα σοκάκια με το ψιλόβροχο να με ακουμπάει στο πρόσωπο, τόσο απαλά, που
έμοιαζε με χάδι. Ένιωθα τις σταγόνες σαν μικρά δάκρυα χαράς να κυλούν στα
μάγουλά μου, και άκουγα τον ήχο της βροχής, εκείνο το τραγούδι που δεν έχει
λόγια, μόνο μια μουσική που σου μιλάει κατευθείαν στην ψυχή. Οι στάλες έπεφταν
στις λακκούβες και έκαναν μικρούς κύκλους, σαν χορευτές που ανοίγουν τα χέρια
τους και στροβιλίζονται, μέχρι να χαθούν.
Ανέβαινα
τον ανήφορο προς τον παλιό μας αχυρώνα, τότε που μικρό παιδί έτρεχα να προλάβω
να κρυφτώ πριν δυναμώσει η μπόρα. Ο ήχος της βροχής πάνω στον τσίγκο ακουγόταν
τότε σαν ολόκληρη ορχήστρα, άλλοτε με ήχους δυνατούς, να σείεται ο κόσμος, κι
άλλοτε με ήχους απαλούς, σαν νανούρισμα. Μου άρεσε να στέκομαι εκεί, να μυρίζω
το βρεγμένο χώμα που ανάσαινε, το ξύλο που είχε σπάσει ο πατέρας για τη σόμπα,
να ακούω το τραγούδι της βροχής, να νιώθω τον άνεμο που φυσούσε κι έφερνε
μυρωδιές από φύλλα, χώμα, καμένο ξύλο από τις καμινάδες.
Κοιτούσα
ψηλά τα σύννεφα που έτρεχαν σαν να είχαν ραντεβού. Πότε έμοιαζαν με άλογο, πότε
με αρκούδα, πότε με πρόσωπα που χαμογελούσαν ή με κοιτούσαν λυπημένα. Ξεχνούσα
τον χρόνο εκείνες τις στιγμές. Ξεχνούσα τον εαυτό μου και γινόμουν ξανά παιδί,
όπως τότε που με τις φίλες μου ξαπλώναμε πάνω στα πεσμένα φύλλα και γελούσαμε
μέχρι να πονέσουν τα στομάχια μας. «Πώς σου αρέσει να ξαπλώνεις εκεί;» με
ρωτούσαν. Μα εγώ ήξερα. Ήταν η μυρωδιά από τα φύλλα, το απαλό τους άγγιγμα, το
κρατς που έκαναν όταν τα πατούσα, ο ήχος της φύσης που τραγουδούσε το
φθινόπωρο.
Περπατούσα
στο μονοπάτι που οδηγούσε στο ποτάμι. Οι λεύκες είχαν αρχίσει να χάνουν τα
φύλλα τους, που έπεφταν στο χώμα και έφτιαχναν ένα πολύχρωμο χαλί. Πατούσα πάνω
τους, και το κρατς που άκουγα ήταν σαν το μυστικό τραγούδι του φθινοπώρου,
εκείνο που σου θυμίζει πως ακόμα κι όταν κάτι φεύγει, αφήνει πίσω του ομορφιά.
Έπαιρνα μια χούφτα φύλλα και τα πετούσα ψηλά, να τα δω να πέφτουν σαν μικρά
φτερά. Ο άνεμος τα σήκωνε ξανά, τα χόρευε για λίγο πριν τα αφήσει απαλά στο
χώμα.
Θυμήθηκα
τον πατέρα που έσκιζε τα ξύλα έξω στην αυλή, το άρωμα του φρέσκου ξύλου που
ανακατευόταν με τον αέρα, την καπνίλα από τα καζάνια που άναβαν στα σπίτια για
το τσίπουρο. Το χωριό άχνιζε και γέμιζε μυρωδιές που έκαναν την καρδιά να
ησυχάζει. Όλα ήταν πιο αληθινά τότε. Τα απλά πράγματα, οι ήχοι της βροχής, το
ψιλόβροχο στο πρόσωπο, τα σύννεφα που έτρεχαν, το κρατς των φύλλων, όλα αυτά
που στην πόλη δεν προσέχεις.
Κάθισα
κάτω από μια καρυδιά που είχε κι αυτή αρχίσει να γδύνεται. Άπλωσα το χέρι μου
και μάζεψα λίγα φύλλα, τα κοίταξα, τα μύρισα. Ήταν σαν να κρατούσα τον παλιό
μου εαυτό, σαν να αγκάλιαζα όλα εκείνα που με έκαναν να χαμογελώ χωρίς λόγο.
Μια σταγόνα έπεσε στο μάγουλό μου, δεν ήξερα αν ήταν βροχή ή δάκρυ. Ίσως και τα
δύο.
Το
φθινόπωρο με δίδαξε πως κάθε εποχή έχει το τραγούδι της. Το καλοκαίρι είναι το
γέλιο, ο χειμώνας είναι η γαλήνη, η άνοιξη είναι η υπόσχεση. Μα το φθινόπωρο
είναι το τραγούδι της ψυχής. Είναι το κρατς των φύλλων, η μυρωδιά του βρεγμένου
χώματος, το ασημένιο τραγούδι της βροχής στον τσίγκο. Είναι η εποχή που η φύση
μιλάει πιο καθαρά, αν σταθείς να την ακούσεις. Αν αφήσεις τον εαυτό σου να
περπατήσει στο ψιλόβροχο, να κοιτάξει τα σύννεφα, να μυρίσει το χώμα, να νιώσει
ξανά παιδί, θα το καταλάβεις κι εσύ.
Κι
όταν ακούς το φθινόπωρο να τραγουδάει, καταλαβαίνεις πόσο όμορφη είναι η ζωή,
ακόμα κι όταν όλα γύρω αλλάζουν χρώματα και πέφτουν στο χώμα.