Ο
αέρας μύριζε χώμα και ιδρώτα. Το σκοτάδι έπεφτε νωρίς τον Οκτώβρη, κι οι σκιές
ανέβαιναν σαν φίδια στους τοίχους των σπιτιών στο Βαλτινό. Μια ομάδα αντάρτες,
γύρω στα είκοσι άτομα, πάνω στα άλογά τους, περνούσαν το γεφύρι του χωριού, κρατώντας τα όπλα κολλημένα
στο στήθος, με μάτια κόκκινα από την άγρυπνη πορεία και το φόβο.
Ο
καπετάνιος τους, ένας άντρας γεροδεμένος με μάτια που έλαμπαν στο φως της
λάμπας, τους κοίταξε πριν μπουν στο χωριό.
«Σήμερα,
συντρόφοι, θα γίνει αυτό που πρέπει. Αντίποινα για τον πόνο του λαού. Μη
φοβηθείτε, μη λυπηθείτε, θα γίνει γρήγορα. Κανένας μας δεν θέλει αίμα, αλλά το
αίμα ζητά δικαιοσύνη.»
Έκανε
το σταυρό του χωρίς να τον βλέπουν, κι ύστερα τους έδειξε με το χέρι:
«Οι
μισοί στο σπίτι του Κωσταρέλου, οι άλλοι στο σπίτι του Κουφοχρήστου. Όταν
τελειώσετε, όλοι στη Γελαδαριά.»
***
Το
σπίτι του Γιάννη Κουφοχρήστου ήταν σιωπηλό. Η Αγορίτσα ετοίμαζε λίγο γάλα για
το γιο τους, τον Γιώργο, που είχε γυρίσει κουρασμένος από το χωράφι. Ο Γιάννης
κάθισε κοντά στο τζάκι, με το πρόσωπό του κουρασμένο από τα χρόνια και τους
καημούς.
Το
χτύπημα στην πόρτα ήρθε απότομα.
Ο
Γιώργος πετάχτηκε.
«Ποιος
είναι τέτοια ώρα;»
Δεν
πρόλαβε να πλησιάσει, όταν η πόρτα άνοιξε με δύναμη, κι οι αντάρτες μπήκαν
μέσα.
«Γιάννη,
θα ‘ρθεις μαζί μας. Και το παιδί.»
Η
Αγορίτσα έπεσε στα πόδια τους.
«Μην
τον πάρετε, για το Θεό! Είναι παιδί ακόμα!»
Ο
Γιάννης σηκώθηκε με δυσκολία. «Αν είναι να πάω, θα πάω εγώ. Το παιδί, αφήστε
το.»
Ο
αντάρτης με το τουφέκι δεν μίλησε. Έβγαλε ένα σκοινί και έδεσε τα χέρια τους
πίσω.
«Είναι
διαταγή. Πάμε.»
Ο
Γιώργος κοίταξε τη μάνα του.
«Μάνα,
μη φοβάσαι… Θα γυρίσουμε.»
Η
Αγορίτσα έβγαλε μια κραυγή που σκέπασε τον αέρα της νύχτας:
«Μη
μου τον πάρετε! Μη μου τον πάρετε!»
***
Στο
άλλο άκρο, το μικρό πλίθινο σπίτι του Ευάγγελου Κωσταρέλου, κοντά στη
Γελαδαριά, φωτιζόταν από το καντήλι της Παναγιάς. Ο Ευάγγελος, ένας άντρας με
σκαμμένα χέρια, έτρωγε το λιγοστό ψωμί, ενώ ο Κώστας, το 22χρονο παλικάρι του,
βοηθούσε να ποτίσουν τα ζώα.
Το
χτύπημα ακούστηκε ξαφνικά. Τρεις αντάρτες μπήκαν με την κάννη ψηλά.
«Ευάγγελε,
μαζί μας. Και το παλικάρι.»
Η
γυναίκα του Ευάγγελου, Θεοδώρα, με τα μάτια της κατακόκκινα από την αγρύπνια,
έπεσε πάνω τους.
«Παιδιά
μου, μη… Παιδιά μου, τι σας έφταιξε το παιδί;»
Ο
Ευάγγελος την αγκάλιασε για λίγο.
«Γυναίκα,
θα γυρίσουμε. Κοίτα τα παιδιά.»
Τα
μικρά έκλαιγαν στη γωνιά.
Οι
αντάρτες έδεσαν τους δυο άντρες και τους έσπρωξαν στο σκοτάδι.
***
Στη
διαδρομή προς τη Γελαδαριά, ο Γιάννης Κουφοχρήστος παραπατούσε. Το φως από τον
φακό χτυπούσε στα ματωμένα του ρούχα, καθώς το αίμα κυλούσε από την πληγή που
είχε ανοίξει στην κοιλιά του όταν προσπάθησε να ξεφύγει.
Ο
Γιώργος τον κρατούσε.
«Πατέρα,
κράτα λίγο ακόμα…»
«Παιδί
μου… συγχώρεσέ με…» ψιθύρισε ο Γιάννης, κι έπειτα σώπασε.
***
Στη
Γελαδαριά, οι τέσσερις άντρες στάθηκαν σε σειρά. Οι αντάρτες, άλλοι με
περηφάνια, άλλοι με σκυμμένο κεφάλι, στάθηκαν απέναντί τους. Κάποιοι έκλαιγαν
σιωπηλά, γιατί ήξεραν τι σήμαινε εκείνη η νύχτα.
Ο
καπετάνιος βγήκε μπροστά.
«Για
τα καμένα σπίτια των φτωχών, για τα ορφανά που αφήσατε, για τον φόβο που
σπείρατε. Να ξέρει ο λαός πως δεν θα ξεχάσει.»
Ο
Ευάγγελος σήκωσε το κεφάλι του.
«Ο
Θεός να σας λυπηθεί.»
Κι
ο Κώστας, με δάκρυα στα μάτια, ψιθύρισε: «Μάνα…»
Οι
σφαίρες ήρθαν σαν κεραυνός. Τα σώματα λύγισαν, έπεσαν στη γη με έναν βαρύ ήχο.
Μια στιγμή σιωπής ακολούθησε. Μετά, οι θρήνοι των γυναικών που έτρεξαν, το
ουρλιαχτό της Αγορίτσας που κρατούσε τον Γιώργο στην αγκαλιά της.
***
Η
ομάδα έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Στη
Φωτάδα, βρήκαν τον Νίκο Νικολάου και τον Σπύρο Φλεστάρα. Μπήκαν στο σπίτι τους
αθόρυβα. Οι γυναίκες τους κατάλαβαν τι γινόταν και έπεσαν στα γόνατα, φιλώντας
τα χέρια των ανταρτών.
«Λυπηθείτε
τους, Χριστιανοί είστε…»
Μα
δεν υπήρχε επιστροφή.
Στην
άκρη του χωριού, δύο πυροβολισμοί έσκισαν τη νύχτα.
***
Στο
Δενδροχώρι, έπιασαν τον αγροφύλακα Δημήτρη Φέκα. Τον έδεσαν και τον πήραν μαζί
τους, με το βλέμμα του να καρφώνεται πίσω στο χωριό που απομακρυνόταν.
Η
γυναίκα του έτρεξε πίσω τους.
«Δημήτρη!
Δημήτρηηηη!»
Μα
οι αντάρτες χάθηκαν μέσα στα σκοτάδια των βουνών, και το χωριό έμεινε βουβό, με
το ερώτημα να αιωρείται στον αέρα:
«Τι
απέγινε ο Φέκας;»
***
Στον
Πρίνο, ξημέρωνε όταν η ομάδα πλησίασε. Έκαναν έρευνα, έψαξαν τα σπίτια, κι ένας
άντρας ακόμα πλήρωσε με αίμα. Οι αντάρτες έφυγαν γρήγορα, με το βήμα τους βαρύ,
αφήνοντας πίσω τον θρήνο και την οσμή του μπαρουτιού.
***
Ο
Οκτώβρης του 1946 έκλεισε με αίμα τον μήνα του. Τα χωριά της Θεσσαλίας έμειναν
μουδιασμένα, με τους ανθρώπους να περπατούν σκυφτοί, να κοιτούν ο ένας τον
άλλον με καχυποψία, να φοβούνται να μιλήσουν δυνατά.
Τα
παιδιά που έπαιζαν στα σοκάκια ρωτούσαν τις μανάδες τους:
«Μάνα,
γιατί τους σκότωσαν;»
Και
οι γυναίκες, με τα μαύρα μαντίλια τους, έκαναν τον σταυρό τους:
«Ήταν
ο πόλεμος, παιδί μου… Ο πόλεμος που μας έφαγε…»
Και
όταν έπεφτε το βράδυ, οι γυναίκες έσβηναν το λυχνάρι, έκαναν προσευχή για
εκείνους που χάθηκαν και για εκείνους που έμειναν, προσευχόμενες να ξημερώσει
μια μέρα που η Γελαδαριά δεν θα έχει σφαίρες, αλλά τα γέλια των παιδιών να την
γεμίζουν ξανά.
Ήταν
μια νύχτα που πότισε τον τόπο με αίμα, και το Βαλτινό, η Φωτάδα, το Δενδροχώρι,
ο Πρίνος, κουβάλησαν για πάντα το βάρος του διχασμού.
Κι
εκεί, στο χώμα της Γελαδαριάς, όπου έπεσαν τέσσερα κορμιά εκείνη τη νύχτα,
στέκονται ακόμα οι σκιές τους, ζητώντας μια συγχώρεση που δεν ήρθε ποτέ.
ΑΝΑΛΥΣΗ
Ανάλυση
του διηγήματος «Νύχτα στη Γελαδαριά» ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προσωπική εμβάθυνση:
1. Θέμα –
Περίληψη
Το
διήγημα αφηγείται μια νύχτα αντίποινων ανταρτών τον Οκτώβριο του 1946 στα χωριά
της Θεσσαλίας (Βαλτινό, Φωτάδα, Δενδροχώρι, Πρίνος). Οι αντάρτες εκτελούν
κατοίκους, τους οποίους θεωρούν υπεύθυνους για συνεργασία με τους χωροφύλακες ή
για πράξεις κατά του λαού, επικαλούμενοι την «δικαιοσύνη». Στο κέντρο του
διηγήματος βρίσκεται η εκτέλεση τεσσάρων ανδρών στη Γελαδαριά, η οδύνη των
οικογενειών τους και η σιωπή που αφήνει πίσω της η βία.
2. Χώρος –
Χρόνος
Χώρος: Θεσσαλικά χωριά
(Βαλτινό, Γελαδαριά, Φωτάδα, Δενδροχώρι, Πρίνος). Το διήγημα ζωντανεύει τα
σοκάκια, τα φτωχικά σπίτια, τη σκοτεινή ύπαιθρο και το σημείο της εκτέλεσης,
δίνοντας αίσθηση εγκλωβισμού.
Χρόνος: Οκτώβριος 1946,
εμφυλιακή περίοδος, όταν ο φόβος, οι εκτελέσεις και τα αντίποινα καθόριζαν τη
ζωή στα χωριά.
Η
νύχτα λειτουργεί συμβολικά ως σκιά του εμφυλίου και της βίας που καλύπτει τα
πάντα.
3. Αφηγηματική
τεχνική – Δομή
-Ρεαλιστική,
γραμμική αφήγηση με μικρά σκηνικά σε κάθε σπίτι, δίνοντας ένταση και
ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα.
-Αφηγητής
τριτοπρόσωπος, παντογνώστης, εστιάζει στον φόβο, στις εκκλήσεις των μανάδων,
στον δισταγμό κάποιων ανταρτών.
-Χρήση
διαλόγων που προσδίδουν αμεσότητα.
-Κατακερματισμός
σκηνών (διαδοχικά σπίτια → διαδρομή προς Γελαδαριά → εκτέλεση → αναχώρηση →
επόμενα χωριά), δίνοντας ρυθμό και αγωνία.
4. Χαρακτήρες
Αντάρτες:
Ο καπετάνιος: Συγκρατημένος,
θεωρεί τη βία μέσο «δικαιοσύνης», σταυροκοπιέται κρυφά πριν τις εκτελέσεις
(ένδειξη εσωτερικής σύγκρουσης).
Μέλη ομάδας: Άλλοι
περήφανοι, άλλοι φοβισμένοι, άλλοι κλαίνε σιωπηλά, δείχνοντας την ανθρώπινη
διάσταση ακόμη και στους εκτελεστές.
Θύματα και
οικογένειες:
Γιάννης
Κουφοχρήστος και γιος (Γιώργος): Η απόγνωση του πατέρα να προστατέψει το
παιδί, η σκηνή του θανάτου του καθοριστική για το συναίσθημα.
Ευάγγελος και
Κώστας Κωσταρέλος:
Πατέρας και γιος, δεμένοι με το σπίτι, την οικογένεια και την αγωνία τους για
τα μικρά παιδιά που μένουν πίσω.
Αγορίτσα και
Θεοδώρα:
Οι μανάδες/σύζυγοι, με θρήνους που σκίζουν τη νύχτα, προσωποποιούν τον πόνο των
γυναικών στον εμφύλιο.
Άλλα θύματα
(Νίκος Νικολάου, Σπύρος Φλεστάρας, Δημήτρης Φέκας): Δείχνουν τη γενίκευση
της βίας στα χωριά, με γυναίκες που ικετεύουν και παιδιά που δεν καταλαβαίνουν
το «γιατί».
5. Θέματα –
Σύμβολα
Θέματα:
-Ο
εμφύλιος διχασμός και τα αντίποινα.
-Η
σύγκρουση δικαιοσύνης και εκδίκησης.
-Η
απώλεια της αθωότητας, με τα παιδιά να ρωτούν γιατί σκότωσαν τους πατεράδες
τους.
-Η
μητρότητα και το πένθος.
-Το
βάρος της βίας στην κοινότητα.
Σύμβολα:
Η νύχτα: Σκοτάδι
συνείδησης, φόβος, αναπόφευκτο αίμα.
Η Γελαδαριά: Σημείο
εκτέλεσης και αιώνιας μνήμης.
Η προσευχή του
καπετάνιου:
Ανθρωπιά μέσα στην αναγκαστική αγριότητα.
Η κραυγή της
μάνας:
Συμβολίζει τον πόνο που δεν σβήνει.
6. Γλώσσα – Ύφος
Απλή,
περιγραφική γλώσσα με έντονα αισθητηριακά στοιχεία:
«Ο
αέρας μύριζε χώμα και ιδρώτα…»
«Οι
σκιές ανέβαιναν σαν φίδια…»
Λιτοί
διάλογοι, φορτισμένοι συναισθηματικά, χωρίς περιττές εξηγήσεις.
Το
ύφος συνδυάζει ρεαλισμό με λυρισμό, ιδίως στις τελευταίες σκηνές:
«Ήταν
μια νύχτα που πότισε τον τόπο με αίμα…»
7. Ιστορικό και
κοινωνικό πλαίσιο
Το
διήγημα αντικατοπτρίζει πραγματικές σκηνές από την εμφύλια Ελλάδα, με
αντάρτικες ομάδες που εκτελούσαν όσους θεωρούσαν συνεργάτες της αντίπαλης
πλευράς. Ο φόβος, η καχυποψία, η εκδίκηση και η απονέκρωση των κοινωνικών
δεσμών γίνονται αισθητά.
Το
Βαλτινό και τα χωριά γύρω από τα Τρίκαλα γίνονται σκηνή του διχασμού, ενώ το
τέλος με τις γυναίκες να προσεύχονται υπογραμμίζει τη σιωπηρή αποδοχή του πόνου
από όσους μένουν πίσω.
8. Μηνύματα
Το
διήγημα δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά κάποιας πλευράς, αλλά φωτίζει:
-Το
βάρος των πράξεων βίας, ακόμη κι αν αυτές γίνονται στο όνομα της «δικαιοσύνης».
-Το
ανθρώπινο κόστος του εμφυλίου, που αφήνει πίσω του ορφανά, μανάδες που θρηνούν,
χωριά βουβά.
-Την
ανάγκη για συγχώρεση και ειρήνη που δεν έρχεται ποτέ, με τις σκιές να μένουν
στο σημείο της εκτέλεσης ζητώντας κάτι που δεν τους δόθηκε.
9. Συμπέρασμα
Το
«Νύχτα στη Γελαδαριά» είναι ένα ισχυρό, ρεαλιστικό διήγημα εμφυλιακού βάρους,
που συνδυάζει:
-Ανθρωποκεντρική ματιά,
-Ιστορική ακρίβεια,
-Συναισθηματική δύναμη,
-Αφηγηματική λιτότητα.
Αναδεικνύει
την τραγωδία του εμφυλίου, τον κύκλο της βίας που τρέφεται από τον φόβο και τον
πόνο, ενώ καταγράφει το τραύμα των τοπικών κοινωνιών, αφήνοντας στον αναγνώστη
ένα άρωμα θλίψης και στοχασμού για την αξία της ειρήνης.