Κοιτάζω
τη νύχτα που καταφθάνει γαλαζιάζοντας τα βουνά και μαζί της νιώθω την περίεργη
αίσθηση που επιβάλει στην επικράτειά της η κατάσταση της μοναξιάς. Ψιθυρίζω για
βοήθειά μου τη Σαπφώ: «…μέζαι δὲ νύκηες, παρὰ δ’ ἔρτεθ’ ὥρα· ἐγὼ δὲ μόνα
καθεύδω». Μεσάνυχτα, γλιστρά η ώρα φεύγοντας κι εγώ κοιμάμαι τόσο μόνη.
Συνεχίζω και με τον Ασκληπιάδη: «ἦν…νυξ καὶ τὸ τρίτον ἄλγος ἔρωτι οἶνος καὶ
Βορέας ψυχρός ἐγὼ δὲ μόνος». Βαθιά νύχτα ήταν κι ερχόταν ένας τρίτος ερωτικός
πόνος, το κρασί. Φύσαγε κρύος Βοριάς κι εγώ ήμουνα τόσο μόνος. Έλα λοιπόν νύχτα
και φέρε μου αυτά που συνηθίζεις να φέρεις στους μοναχικούς. Επειδή, ξαναλέω
λόγια του Ασκληπιάδη «νύξ, σὲ γὰρ, οὑκ ἄλλην μαρτύρομαι», νύχτα, εσένα μόνο
καλώ για μάρτυρα.
Του
Ηλία Κεφάλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου