Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

«Τα κουδούνια στο χιόνι» (της Ρούλας Σταυρέκα)

 

Δεν ήταν πολλά τα ρούχα που είχαμε, μα ήταν όμορφα, ζεστά, και μυρίζανε μαλλί και μητρική αγάπη. Τα έπλεκε η μάνα με τις βελόνες της, αργά τα βράδια στο φως της λάμπας, κι εμείς κοιμόμασταν ακούγοντας το κλικ-κλικ που έκαναν οι βελόνες της. Μπλούζες με έντονα χρώματα, ζακέτες λίγο μεγάλες για να μας χωρούν και τον άλλο χρόνο, φούστες κοντές που άφηναν τα γόνατά μας γυμνά στον αέρα, τσιρέπια που πάντα κατέβαιναν μέσα στις γαλότσες μας όσο κι αν τα ανεβάζαμε.

Οι γαλότσες, ίδιες για όλα τα παιδιά, μαύρες, λαστιχένιες, μέχρι τη μέση της γάμπας, δεν χάλαγαν ποτέ. Μα το κρύο περνούσε μέσα τους και πάγωνε τα δάχτυλά μας, κι όταν βγάζαμε τις γαλότσες, τα πόδια μας ήταν κόκκινα σαν να τα είχαμε βουτήξει στη χιονισμένη στέρνα. Τρέχαμε όμως στο χιόνι, στο χώμα, στις λάσπες, στο παγωμένο χωράφι, παίζαμε κυνηγητό και κρυφτό, κυλιόμασταν με τα γέλια να γεμίζουν τον αέρα, και σπάνια αρρωσταίναμε.

Το σπίτι μας ήταν έξω από το χωριό, κάτω στα χωράφια, εκεί που ο δρόμος το χειμώνα γινόταν ποτάμι. Όταν έβρεχε μέρες ολόκληρες, τα ρυάκια ξεχείλιζαν και έπνιγαν το χώμα, κάνοντας αδύνατο να περάσουμε για να πάμε σχολείο. Η μάνα φόραγε τις γαλότσες της, μας έπαιρνε έναν-έναν στην πλάτη και μας κουβαλούσε μέχρι τη δημοσιά. Κι έπειτα, έπαιρνε στην πλάτη της και τον πατέρα για να μη βραχούν τα παπούτσια του, γιατί είχε μόνο ένα ζευγάρι, που το κρατούσε να είναι στεγνό για τη μέρα στο μεροκάματο. Οι δυο τους μοιράζονταν ένα ζευγάρι μπότες, όπως μοιράζονταν και τη ζωή τους.

Στο χωριό, ο κεντρικός δρόμος ήταν λίγο καλύτερος, μα κι αυτός γεμάτος λάσπες, λακκούβες και νερά από το φθινόπωρο έως την άνοιξη. Περνούσαν μόνο κάρα, γαϊδούρια, καμιά φορά φορτηγά με βελέντζες για πλύσιμο στις δριστέλες ή ζώα για τα χειμαδιά. Το καλοκαίρι πάλι, η σκόνη ανέβαινε σύννεφο, και δεν έβλεπες ούτε άνθρωπο ούτε σπίτι, μα το είχαμε συνηθίσει.

Μια εικόνα που ποτέ δε θα ξεχάσω ήταν οι τσοπάνηδες που περνούσαν με τα κοπάδια τους, τα μουλάρια φορτωμένα με τις σκηνές και τα ρούχα τους, οι γυναίκες με τα μαντήλια τους, τα παιδιά να περπατούν ξυπόλυτα ή με τα ίδια μαύρα παπούτσια σαν τα δικά μας. Τα κουδούνια από τα πρόβατα και τα κατσίκια βρόνταγαν γλυκά στον αέρα, σπάζοντας τη σιωπή του πρωινού. Ο παππούς Χρήστος φώναζε τη μάνα μου και της έλεγε πως πάνε στα λιβάδια της Λάρισας για να ξεχειμωνιάσουν.

Αυτόν τον ήχο από τα κουδούνια δεν τον ξέχασα ποτέ. Όταν περνούσαν από τα χωράφια κοντά στο σπίτι μας, καθόμουν στην αυλή, έκλεινα τα μάτια κι άκουγα τον ήχο, σαν μουσική. Ήξερα πως ήταν ο παππούς με τη γιαγιά που πήγαιναν τα πρόβατα για βοσκή, κι έτρεχα να τους προλάβω, για να με πάρουν μαζί τους στα χωράφια. Ήθελα να βλέπω τα πρόβατα να τρώνε χορτάρι, να μυρίζω το θυμάρι και τη ρίγανη, να ακούω τις καμπανούλες τους.

Δεν ξέχασα ούτε τα σταφύλια που τρώγαμε, με το γλυκό ζουμί τους να κυλάει στα σαγόνια μας, ούτε τα τσαμπιά με τα άσπρα και τα κόκκινα σταφύλια που κουβαλούσαμε στο σπίτι. Ούτε τον Κόζιακα όταν μύριζε έλατο και ρίγανη μετά τη βροχή, ούτε τον αέρα που έφερνε τον ήχο από τα τσοπανόσκυλα στις ραχούλες, το γαύγισμά τους, το μουγκρητό τους, σαν να ήταν δίπλα μας.

Μπορεί να μην είχαμε πολλά, μπορεί να ξεπαγιάζαμε με τις κοντές φούστες και τις γαλότσες μας, μα εκείνα τα χρόνια μας έμαθαν να αντέχουμε. Να αγαπάμε τον ήχο της καμπανούλας, τη μυρωδιά του χώματος, το χιόνι που έλιωνε στα δάχτυλά μας, τη μάνα που μας κουβαλούσε στην πλάτη, τον πατέρα που έφευγε πρωί με τα παπούτσια στεγνά.

Κι έτσι, δεν φοβόμασταν το κρύο, γιατί ήμασταν γεμάτοι ζωή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας