Ήταν
χειμώνας, κι ο αέρας έξω έσκιζε τις γωνιές του χωριού με παγωμένες ανάσες. Η
πάχνη είχε σκεπάσει τα πάντα, τις κληματαριές, τα ξερά χόρτα στον αυλόγυρο, τα
τζάμια που έμοιαζαν με θαμπά καθρεφτάκια. Μέσα στο σπίτι, η μάνα άφησε το
πλεκτό της πάνω στην καρέκλα, τίναξε λίγο τη μαύρη ποδιά της και είπε:
«Πάω
να φέρω ξύλα, να πατώσω τη σόμπα, κάνει πολύ κρύο.»
Η
πόρτα άνοιξε, μπήκε μέσα το κρύο, μαζί με μια μυρωδιά χειμώνα, ξύλου και γης.
Την είδα να φέρνει μια αγκαλιά ξύλα, να τα πετά στη σόμπα που τσίριξε από τη
χαρά της φωτιάς. Οι φλόγες άρχισαν να χορεύουν και να σπάνε τα ξύλα με μικρά
τινάγματα, κι η ζεστασιά γέμισε το δωμάτιο με εκείνη τη γλυκιά θαλπωρή που σε
νανουρίζει και σου κλείνει τα μάτια. Μα εγώ ήθελα να τα κρατώ ανοιχτά, να κοιτώ
τη μάνα που ξαναπήρε το πλεκτό της στα χέρια κι έπλεκε ένα γκρι πουλόβερ για
τον πατέρα, καθώς το νήμα περνούσε από τα δάχτυλά της σαν γαϊτανάκι.
Στο
τραπέζι, το μικρό γαλάζιο τρανζιστοράκι έπαιζε χαμηλά ένα παλιό τραγούδι, κι η
μελωδία γινόταν φίλη μας. Δεν άντεξα, πετάχτηκα όρθια και άρχισα να χορεύω πάνω
στα σανίδια, κι η φωνή μου έσπασε τη σιωπή:
«Έλα,
Γιώργο, να χορέψουμε!»
Ο
αδερφός μου έτρεξε, πιάσαμε χέρια, χοροπηδούσαμε και γελούσαμε. Η μάνα άφησε το
πλεκτό, άρχισε να χτυπά παλαμάκια, να γελά δυνατά και να τραγουδά, με εκείνη τη
φωνή της που μπορούσε να κάνει και τον αέρα να σταματήσει για να την ακούσει.
Όταν
έπεφτε το σκοτάδι, η μάνα κατέβαζε τη λάμπα πετρελαίου από το καρφί στον τοίχο.
Καθάριζε προσεκτικά το λαμπόγυαλο από την κάπνα, γέμιζε πετρέλαιο, κι έπειτα με
το τσακμάκι άναβε το φυτίλι. Το πορτοκαλί, αχνό φως έπλεκε σκιές στους τοίχους.
Πάνω από το κρεβάτι είχε μια μπάντα κεντημένη, ελάφια μέσα σε δάσος, κι εκείνες
οι ριγέ κουρελούδες στα παράθυρα ήταν σαν πίνακες ζωγραφικής όταν έπεφτε πάνω
τους το φως της λάμπας.
Κάθε
βράδυ, μόλις ερχόταν η ώρα, τρέχαμε κάτω από την κόκκινη βελέντζα,
αγκαλιασμένοι. Η μάνα χαμήλωνε το φυτίλι, κι ο κόσμος γινόταν μικρός, μια ανάσα
φωτός μέσα στο σκοτάδι. Τότε ήταν που στον τοίχο έβλεπα τον γίγαντα, πάντα στο
ίδιο σημείο, να με κοιτά χωρίς να κουνιέται, χωρίς να μιλάει, και μέσα μου
μεγάλωνε ο φόβος πως θα πάρει τον αδερφό μου μακριά.
Δεν
άντεξα ένα βράδυ και ξέσπασα σε κλάματα. Φώναζα:
«Μάνα,
σκότωσέ τον, σε παρακαλώ!»
Η
μάνα δεν καταλάβαινε. Ο πατέρας σηκώθηκε από το κρεβάτι με το ήρεμο γέλιο του,
πλησίασε, και με μια απλή κίνηση πήρε το κανάτι από το τραπέζι, έσπρωξε λίγο
την καρέκλα. Τότε ο γίγαντας χάθηκε από τον τοίχο, διαλύθηκε όπως το χιόνι που
λιώνει στον ήλιο.
Από
τότε, τα βράδια μας έγιναν ήσυχα. Η λάμπα φώτιζε το δωμάτιο, οι κουρελούδες στα
παράθυρα έμοιαζαν ακόμα πιο όμορφες, κι η μάνα μας τραγουδούσε χαμηλά, να μας
νανουρίσει. Έτσι έσβηνε η μέρα μας, μέσα στη θαλπωρή της σόμπας, το τραγούδι
της μάνας και την ανάσα της λάμπας που μας κράταγε συντροφιά, καθώς ο χειμώνας
έξω αγρίευε, κι εμείς μαθαίναμε να μην φοβόμαστε πια τις σκιές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου