Μια πράξη αγάπης την εποχή που τα χαρτιά ήταν πιο βαριά από τις ψυχές
Ο
Παπαχρήστος ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Όταν μιλούσε, ήταν σαν να άνοιγε μια
μικρή χαραμάδα στον ήλιο, κι ας έπαιρνε το φως του από ένα λυχνάρι που έτρεμε
στην ψυχή του. Στο κατηχητικό, τον κοίταζα στα μάτια και δεν χόρταινα να τον
ακούω. Δεν φώναζε, δεν επέβαλλε τη φωνή του, μιλούσε χαμηλά, μα έφτανε ως μέσα
στα κόκαλά μας. Όταν τον βλέπαμε στο δρόμο, τρέχαμε να του φιλήσουμε το χέρι.
Έσκυβε λίγο μπροστά, μας χάιδευε τα κεφαλάκια και μας έλεγε με εκείνη τη γλυκιά
φωνή: «Την ευχή μου, καλά μου παιδάκια, ο Θεός να σας ευλογεί».
Κι
έπειτα πρόσθετε, με το ίδιο μειλίχιο χαμόγελο: «Να ακούτε τους γονείς σας, να
σέβεστε τους μεγαλύτερους και να καλημερίζετε όσους απαντάτε στο δρόμο».
Δεν
ήξερα τότε πως μια μέρα αυτός ο παπάς θα έπαιρνε την οικογένειά μας στις πλάτες
του και θα την κουβαλούσε μέσα από ένα μονοπάτι δύσβατο, που ούτε εμείς
καταλαβαίναμε πού οδηγούσε.
Η
μάνα μου με τον πατέρα μου δεν ήταν παντρεμένοι, όμως είχαν γεννήσει εμάς τα
παιδιά τους, και ήμασταν μια οικογένεια, έστω κι αν τα χαρτιά έλεγαν το
αντίθετο. Η μάνα μου ήταν ορφανή, κόρη ενός στρατιώτη που σκοτώθηκε στον
πόλεμο. Δικαιούταν σύνταξη θύματος πολέμου, μα αν παντρευόταν θα την έκοβαν.
Έτσι, έμεινε ανύπαντρη, γιατί το ψωμί έπρεπε να μπαίνει στο τραπέζι, κι ας μην
είχε ποτέ νυφικό, ας μην κράτησε ανθοδέσμη.
Όμως
όταν ήρθε η ώρα να πάω σχολείο, ο πατέρας μου πήγε να πάρει το πιστοποιητικό
γέννησής μου από τον πρόεδρο του χωριού. Εκείνος αρνήθηκε. «Νόθα είναι τα
παιδιά σου», του είπε. Δεν μπορούσε να πάρει την ευθύνη να εκδώσει
πιστοποιητικό, κι ας τον παρακαλούσε ο πατέρας μου. Ήταν εποχή της χούντας, και
τα νόμιμα χαρτιά ήταν πιο σημαντικά από τα παιδιά.
Άκουγα
συχνά τη λέξη «νόθο» από τους συγγενείς κι από τις γειτόνισσες που
κουτσομπόλευαν στις αυλές, μα όταν ρωτούσα τη μάνα τι θα πει, μου έλεγε «τίποτα
δεν είναι, έτσι το λένε». Εγώ όμως ήξερα πως κάτι ήταν. Μέσα μου μεγάλωνε μια
φοβία πως ίσως να μην ήμουν πραγματικό παιδί τους, πως μπορεί να ήμουν
υιοθετημένη και να μου το έκρυβαν, και ο γάμος τους θα επιβεβαίωνε αυτόν το
φόβο.
Κι
αν δεν ήμουν κόρη τους; Κι αν με άφηναν μια μέρα πίσω, όπως έλεγαν στα χωρατά
οι θείες, «άμα δεν είσαι φρόνιμη, θα σε γυρίσουμε εκεί που σε βρήκαμε»; Τι θα
γινόταν τότε; Πού θα πήγαινα;
Μια
μέρα ήρθε ο Παπαχρήστος στο σπίτι. Μιλούσε χαμηλόφωνα με τη μάνα και τον πατέρα
μου, κι εγώ κρυβόμουν πίσω από την πόρτα να τους ακούω, όμως δεν καταλάβαινα τι
έλεγαν. Το επόμενο πρωί, στο καλό δωμάτιο, είδα πάνω στο τραπέζι στέφανα,
κρασί, ρύζι και το ευαγγέλιο. Η μάνα μου είπε πως θα παντρευτεί η θεία Βασίλω.
Μα εγώ θυμόμουν πως η θεία είχε παντρευτεί, κι ήξερα πως κάτι άλλο ετοίμαζαν.
Όταν
ήρθε ο θείος Βαγγέλης να με πάρει δήθεν στη γιαγιά, με ρώτησε αν θα έκλαιγα αν
παντρευόταν η μαμά με τον μπαμπά. Τότε ένιωσα μέσα μου να σκίζεται κάτι. Άρχισα
να ουρλιάζω, να τον χτυπάω, να τον γρατζουνάω. Του ξέφυγα και έτρεχα στο δρόμο
με τα πόδια γυμνά, μέχρι που όρμησα μέσα στο σπίτι, την ώρα που ο κουμπάρος
άλλαζε τα στέφανα. Χτυπούσα και κλοτσούσα όλους, ακόμα και τον Παπαχρήστο.
Ο
Παπαχρήστος προσπάθησε να με πιάσει, να με ηρεμήσει, μα τον χτύπησα κι αυτόν,
κι εκείνος, ο γλυκός άνθρωπος, δεν θύμωσε, μόνο έσκυψε και ψιθύρισε «Θεέ μου,
βοήθησέ την». Με έσυρε έξω ο θείος μου, με πήρε στην αγκαλιά του, κι εγώ
έκλαιγα με λυγμούς, του έλεγα πως ήθελα να πεθάνω, πως δεν ήθελα κανέναν, δεν
ήθελα τη μάνα και τον πατέρα μου. Μέσα μου πίστευα πως δεν ήμουν παιδί τους,
πως όλα ήταν ένα ψέμα.
Ο
θείος έκλαιγε κι εκείνος, τα δάκρυά του έσταζαν στα μαλλιά μου και μου έλεγε
«Σ’ αγαπάνε όμως οι γονείς σου». Κι εγώ δεν τον πίστευα, γιατί μέσα μου όλα
είχαν σπάσει.
Έμεινα
στη γιαγιά μου μια βδομάδα, δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι. Όταν γύρισα, όλα είχαν
αλλάξει. Η μάνα μου με κοίταζε όπως πάντα, με τα ίδια κουρασμένα, γλυκά μάτια,
μα εγώ δεν μπορούσα να την αγκαλιάσω όπως παλιά. Μόνο ένα φιλί της έδινα…
Κι
όμως, ο Παπαχρήστος είχε κάνει μια θυσία για εμάς. Εκείνος, που ποτέ δεν ύψωνε
τη φωνή, ύψωσε το ανάστημά του απέναντι στους άγραφους νόμους της εξουσίας.
Απαγορευόταν τότε να γίνονται γάμοι στα σπίτια, μα εκείνος υπέγραψε πως έγινε
στην εκκλησία, για να μπορέσω εγώ να πάω σχολείο. Έβαλε το αξίωμά του σε
κίνδυνο, για να δώσει σε ένα «νόθο κοπέλι» το δικαίωμα να κρατήσει τετράδιο και
να μάθει γράμματα.
Ποτέ
δεν ξαναμίλησα γι’ αυτή τη μέρα. Ποτέ δεν ρώτησα τη μάνα μου αν στενοχωρήθηκε
που δεν έγινε νύφη. Ποτέ δεν την ρώτησα αν ήθελε ένα λευκό φόρεμα, ένα μαλλί
πιασμένο ψηλά, ένα μαντήλι δανεικό για το γάμο της. Μόνο ήξερα πως μετά από
εκείνη τη μέρα, την αγάπησα αλλιώς, σιωπηλά, με έναν δικό μου τρόπο.
Μα
κάθε που θυμάμαι τον Παπαχρήστο, θυμάμαι το χάδι του στο κεφάλι μου και τη
φράση του: «Την ευχή μου, καλά μου παιδάκια». Και τότε, μέσα μου, έρχεται μια
γλυκιά ησυχία, σαν προσευχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου