Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025

Θέατρο Σκιών στο Βαλτινό – Πολιτιστικό Καλοκαίρι 2025 για τα παιδιά!

 

Ο Δήμος Τρικκαίων προσκαλεί μικρούς και μεγάλους σε μια δροσερή, ψυχαγωγική και διασκεδαστική βραδιά στο Βαλτινό, στο πλαίσιο του Πολιτιστικού Καλοκαιριού για τα παιδιά σε χωριά του Δήμου Τρικκαίων.

Ημερομηνία: Κυριακή 20 Ιουλίου 2025. Ώρα: 8:30 μ.μ. Πλατεία Βαλτινού

Σε συνεργασία με το Θέατρο Σκιών Κοσμά Παναγιώκα, ο αγαπημένος Καραγκιόζης ζωντανεύει στην πλατεία του χωριού μας, με γέλιο, σάτιρα και παραμυθένια ατμόσφαιρα, προσφέροντας χαρά στα παιδιά και νοσταλγία στους μεγάλους.

Το Πολιτιστικό Καλοκαίρι 2025 φέρνει θέατρο σκιών, ανιματέρ, κλόουν και αφήγηση παραμυθιού σε χωριά του Δήμου Τρικκαίων, ενισχύοντας την καλοκαιρινή ζωή στα χωριά μας, την περίοδο που τα παιδιά γεμίζουν τις πλατείες και οι επισκέπτες επιστρέφουν στον τόπο τους.

Η είσοδος είναι ελεύθερη.

Ελάτε να γελάσουμε, να ψυχαγωγηθούμε και να κρατήσουμε ζωντανές τις καλοκαιρινές βραδιές στο Βαλτινό!
Ο Καραγκιόζης σας περιμένει!

Διοργάνωση: Δήμος Τρικκαίων – Θέατρο Σκιών Κοσμά Παναγιώκα


ΕΞΑΚΤΙΝΩΣΕΙΣ

 

«Η καρδιά μου απλώνεται και πετάει σπίθες αγωνίας, καθώς σε αναζητά. Οι εξακτινώσεις της τεντώνονται και διασκορπίζονται σαν μικρές μπίλιες φωτός, που κυλούν αθόρυβα στον ουρανό. Όλα γίνονται φως. Ένα πυκνό λαμπερό φως σαν σμήνος από αιωρούμενες πέρλες που στολίζουν την ευρύστερνη μέρα. Είμαι και είσαι φως. Απλώνω τα χέρια μου για να σ’ αγκαλιάσω και να σου διοχετεύσω τη μέσα μου δύναμη. Πλησίασε, πλησίασέ με», μου λέει συνεχώς το δέντρο.

Του Ηλία Κεφάλα


Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Το μέγαρο Κοέν στα Τρίκαλα

 


Το μέγαρο (κατοικία) Κοέν βρισκόταν στην οδό Αθανασίου Διάκου, στα Τρίκαλα. Υπήρξε εμβληματικό κτίριο στην περιοχή της παλιάς αγοράς της πόλης για περισσότερα από εβδομήντα χρόνια, γράφοντας τη δική του “ιστορία”.

Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια συμβόλιζε την οικονομική ευρωστία της τοπικής εβραϊκής κοινότητας, κυρίως μετά την Απελευθέρωση της πόλης, το 1881.

Ο Ηλίας Κοέν, επιφανής Ισραηλίτης τραπεζίτης, ίδρυσε την πρώτη χρηματοπιστωτική τράπεζα στα Τρίκαλα στις αρχές του 20ού αιώνα. Το 1908 φιλοξενήθηκε στο μέγαρο ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ενώ το 1912 το επισκέφθηκε ο βασιλεύς Γεώργιος Β΄, με αφορμή τους σκοπευτικούς αγώνες “Ελευθέρια”.

Το 1924 η Τράπεζα Θεσσαλίας αγόρασε το μέγαρο Κοέν (ο οποίος στο μεταξύ είχε χρεοκοπήσει) και το 1929 το πούλησε στον βιομήχανο Απόστολο Τεγόπουλο.

Αρκετά χρόνια αργότερα, μετά τα Δεκεμβριανά, στις αρχές του 1945, η ηγεσία του ΕΛΑΣ θα καταφύγει στα Τρίκαλα, εγκαθιστώντας το αρχηγείο της στο συγκεκριμένο κτίριο.

Το 1977, θυσιάστηκε και αυτό το αρχιτεκτονικό κόσμημα των Τρικάλων στον βωμό ενός ψευδεπίγραφου εκσυγχρονισμού, για να αντικατασταθεί από μια άχαρη, άκομψη και θλιβερή πολυκατοικία.

Του Σωτήρη Κύρμπα

 

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2025

Η πυρκαγιά (Διήγημα του Δημήτρη Τσιγάρα)

 

Το απόγευμα είχε κατέβει σιγά σιγά στο χωριό. Ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες ζεστές του ακτίνες πάνω στην αλάνα του Μύλου, όπου τα παιδιά του χωριού είχαν μαζευτεί να παίξουν μπάλα. Ο Γιώργος, ο Παγουτάς, ανάμεσα στα άλλα παιδιά, έτρεχαν και γέλαγαν ξέγνοιαστοι. Η μπάλα χτυπούσε στα πόδια τους, οι φωνές τους ανακατεύονταν με τον ήχο του ανέμου και το τριζόνι άρχιζε να τραγουδάει από τα γύρω χωράφια.

Ήταν ένα απόγευμα, αρχές της δεκαετίας του ΄70, που τίποτα δεν προμήνυε κακό. Ξαφνικά, ο Γιώργος, που είχε σηκώσει το βλέμμα του στον ουρανό, πάγωσε. Έδειξε προς τα πάνω και τα μάτια του μεγάλωσαν από ανησυχία. Από μακριά, σε μια γωνιά του ορίζοντα, απλωνόταν πυκνός καπνός, μαύρος και ομιχλώδης, που σήκωνε το ανάστημά του στον αέρα.

«Παιδιά, κοιτάξτε εκεί! Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο δωδεκάχρονος Γιώργος, σταματώντας το παιχνίδι.

Τα παιδιά άφησαν τη μπάλα κάτω και κάποιος φώναξε: «Πάμε να δούμε.» Χωρίς να χάσουν στιγμή, άρχισαν να τρέχουν όλα μαζί προς το μέρος του χωριού, που ξετυλιγόταν μπροστά τους σαν σκηνή από παλιά εποχή, γεμάτη πράσινες αυλές και πλακόστρωτα.

Όταν έφτασαν στην καρδιά του χωριού, το θέαμα ήταν σοκαριστικό: το σπίτι του Παγουτά φλεγόταν ασταμάτητα. Η φωτιά, που είχε ξεκινήσει από τη στέγη, κατάπινε σιγά σιγά τις ξύλινες δοκούς και τα κεραμίδια, απλωμένη με ρυθμό γεμάτο οργή. Μια σπίθα, που μάλλον είχε ξεφύγει από την καμινάδα, βρήκε τον ξηρό καλοκαιρινό αέρα για να πιάσει φωτιά και να εξαπλωθεί.

Ο Μήτσιος Πράτας, ο πατέρας του Παγουτά, την ώρα αυτή ήταν στο καφενείο. Η Βαγγελή, η γυναίκα του, και δύο από τα τρία παιδιά τους κοιμόντουσαν ακόμα στα δωμάτιά τους. Η μυρωδιά του καπνού, που τώρα γέμιζε το σπίτι, άρχισε να τους ξυπνάει. Η Βαγγελή σηκώθηκε τρομαγμένη, άνοιξε τις πόρτες των δωματίων και φώναξε:

«Παιδιά, ξυπνήστε! Φωτιά!»

Η μικρή Αγγέλα, τυφλωμένη από τον φόβο, έκρυψε το πρόσωπό της κάτω από το κρεβάτι. Η μητέρα της, με γρήγορες κινήσεις και μπόλικη αγάπη, την έβγαλε έξω, όπου ήδη η Στεργιανή είχε βγει στην αυλή με μάτια ορθάνοιχτα και δάκρυα στα μάτια.

Οι άντρες του χωριού, που είχαν ακούσει τις φωνές και είδαν τον καπνό, άρπαξαν κουβάδες, κουβέρτες και ό,τι υγρό βρήκαν για να καταπολεμήσουν τις φλόγες. Ο Βάιος, ο πιο δυνατός ανάμεσά τους, προσπάθησε να ρίξει μια βρεγμένη κουβέρτα πάνω στα κεραμίδια, αλλά η φωτιά δεν έλεγε να υποχωρήσει. Μια δυνατή έκρηξη από τη στέγη τους ανάγκασε να κάνουν βήματα πίσω.

«Δεν μπορούμε να τη σώσουμε», είπε ο Παναγιώτης, ένας από τους πιο έμπειρους. «Πρέπει να σώσουμε τους ανθρώπους. Τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από τη ζωή.»

Η Βαγγελή, κρατώντας σφιχτά την Αγγέλα στην αγκαλιά της, παρακολουθούσε το σπίτι που είχε χτίσει μαζί με τον Μήτσιο, να καίγεται. Τα άλλα δύο παιδιά τους, παγωμένα από τον τρόμο, στεκόντουσαν κοντά της.

Ο Μήτσιος, μόλις έφτασε στην αυλή, αγκάλιασε τον Γιώργο, που μόλις  είχε φτάσει με τα άλλα παιδιά. Τα μάτια του παιδιού έλαμπαν από φόβο, αλλά και από την αθωότητα που δεν είχε ακόμα καταλάβει πλήρως το μέγεθος της καταστροφής.

Οι ώρες που ακολούθησαν ήταν μακρές και εξουθενωτικές. Η φωτιά έσβησε τελικά, αφήνοντας πίσω της καπνό και στάχτες. Το σπίτι, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν το στήριγμα της οικογένειας, ήταν τώρα ένα σωρό καμένα ξύλα και γκρεμισμένα κεραμίδια.

Το χωριό δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα. Οι χωριανοί, κουρασμένοι και με βρώμικα χέρια από το νερό και τη στάχτη, είχαν μαζευτεί γύρω από τον Μήτσιο και την οικογένειά του. Έφεραν κουβέρτες, τρόφιμα και κυρίως κουράγιο. Ήταν μια στιγμή που όλοι ένιωσαν την αλληλεγγύη και την ανθρώπινη ζεστασιά να μεγαλώνει ανάμεσά τους.

Το πρωί, το πρώτο φως του ήλιου φώτισε τα καμένα ερείπια. Ο Μήτσιος και η Βαγγελή, παρά την απώλεια, είχαν ακόμα ο ένας τον άλλον και τα παιδιά τους. Το σπίτι είχε χαθεί, αλλά η ζωή τους συνέχιζε.

Ήταν η αρχή για να ξαναχτίσουν, να ξαναγεννηθούν μέσα από τις στάχτες, όπως πολλές φορές είχε κάνει το χωριό τους σε παλιότερες δοκιμασίες. Κανείς δεν ήταν μόνος. Η φωτιά μπορεί να έκαιγε τα ξύλα, αλλά δεν είχε καταφέρει να κάψει το πνεύμα της κοινότητας.

Η ζωή στο χωριό, όσο και αν αλλάζει μέσα σε μια νύχτα φωτιάς, πάντα βρίσκει τρόπο να ανθίζει ξανά.

 

ΑΝΑΛΥΣΗ

Ανάλυση του διηγήματος: «Η πυρκαγιά»

Θέμα και περιεχόμενο
Το κείμενο αφηγείται ένα κρίσιμο γεγονός στο χωριό — την πυρκαγιά που καταστρέφει το σπίτι μιας οικογένειας, του Παγουτά. Παρά την καταστροφή, το μήνυμα είναι θετικό και αισιόδοξο, καθώς αναδεικνύεται η δύναμη της κοινότητας και η ανθρώπινη αλληλεγγύη που ξεπερνά τις δυσκολίες.

Ατμόσφαιρα και συναισθήματα
Η περιγραφή της γαλήνιας ατμόσφαιρας στο ξεκίνημα — το απόγευμα, το παιχνίδι των παιδιών, ο ήλιος που ρίχνει τις ζεστές ακτίνες του — δημιουργεί έντονη αντίθεση με την ξαφνική απειλή της φωτιάς. Αυτή η αντίθεση εντείνει το δραματικό στοιχείο και τονίζει την ξαφνικότητα και την απρόβλεπτη φύση της καταστροφής.

Χαρακτήρες

Ο Γιώργος, το παιδί που αντιλαμβάνεται πρώτος τον καπνό, εκφράζει την αθωότητα αλλά και την ευαισθησία των παιδιών.

Η οικογένεια του Παγουτά αντιπροσωπεύει την ανθρώπινη πλευρά της τραγωδίας: φόβος, απώλεια αλλά και αγάπη και αλληλεγγύη.

Οι χωριανοί εκφράζουν την κοινότητα, την αλληλοβοήθεια και το συλλογικό πνεύμα που αναδεικνύεται σε δύσκολες στιγμές.

Στυλ και γλώσσα
Το ύφος είναι απλό, φυσικό και αφηγηματικό, με ζωντανές περιγραφές που δημιουργούν εικόνες και κινητοποιούν τις αισθήσεις — την όραση (φωτιά, καπνός), την ακοή (φωνές, τριζόνια), ακόμα και την αίσθηση της θερμότητας και της μυρωδιάς του καπνού. Η γλώσσα παραμένει προσιτή, κάτι που ταιριάζει στο χωριάτικο πλαίσιο και τους ήρωες.

Δομή
Το κείμενο ακολουθεί μια καθαρή αφηγηματική δομή:

Εισαγωγή με ήρεμο τοπίο και παιχνίδι,

Αιφνίδια εμφάνιση της πυρκαγιάς,

Αντίδραση και προσπάθεια αντιμετώπισης,

Αποδοχή της απώλειας,

Αλληλεγγύη και αναγέννηση.

Μηνύματα

Η φύση της καταστροφής: ξαφνική, ανεξέλεγκτη, αλλά όχι ανίκητη.

Η αξία της ζωής και της αλληλοβοήθειας έναντι των υλικών αγαθών.

Η ανθεκτικότητα και η ελπίδα που διατηρεί η κοινότητα μπροστά σε δυσκολίες.

Η αναγέννηση μετά την καταστροφή, σαν φυσικός κύκλος ζωής.

 

ΞΑΝΑ ΣΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ

 

Πας ξανά και ξανά στη γκαλερί του Βρετανικού Μουσείου με τα ῾μάρμαρα῾ του Παρθενώνα και δεν χορταίνεις να θαυμάζεις. Εδώ ας προσέξουμε, παρά τη φθορά του χρόνου, τις απαράμιλλες πτυχώσεις των χιτώνων, που φορούν οι θεές, τη νωχέλεια που χαρίζει η ξεκούραση στην ολύμπια συντροφιά και τη βεβαιότητα της θεϊκής ομορφιάς και δύναμης. Μαθήματα για την τέχνη, αλλά και για το απλό βλέμμα. Τελικά οι Άγγλοι είναι πολύ έξυπνος λαός. Ξέρουν πως εάν επιστρέψουν τα μάρμαρα, τότε απλώς δεν θα έχουν μουσείο. 

Του Ηλία Κεφάλα

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Ο γλυκός και ξινός τραχανάς

 

Ο τραχανάς είναι μια από τις πιο παλιές και ζεστές γεύσεις της ελληνικής κουζίνας, φτιαγμένος με υπομονή, φροντίδα και μνήμες από γιαγιάδες και αυλές στο χωριό. Κάθε κουταλιά του κρύβει χειμώνες δίπλα στο τζάκι, μυρωδιές από φρέσκο γάλα και αλεύρι, ήχους από τα τρυγόνια που χτυπούν τα κεραμίδια.

Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι τραχανά: ο γλυκός και ο ξινός.

– Ο γλυκός τραχανάς φτιάχνεται με φρέσκο γάλα ή γάλα πρόβειο και αλεύρι ή σιτάρι που σπάζει σε μικρούς κόκκους. Το μείγμα βράζει, απλώνεται σε πανιά και λιάζεται στον ήλιο, αποκτώντας την ήπια, γλυκιά γεύση του γάλακτος. Είναι πιο ήπιος στη γεύση, βελούδινος, και γίνεται συχνά με λίγο βούτυρο, γάλα και κομμάτια φέτας για πρωινό ή για ένα ελαφρύ, ζεστό βραδινό.

– Ο ξινός τραχανάς, από την άλλη, φτιάχνεται αφήνοντας το μείγμα γάλακτος ή γιαουρτιού και αλευριού να ξινίσει για λίγες μέρες πριν ξεραθεί, αποκτώντας τη χαρακτηριστική του ξινή γεύση. Είναι πιο «αγροτικός», δίνει αμέσως μια νότα οξύτητας στη γλώσσα και ταιριάζει με τραγανό ψωμί, ελιές ή καυτερή πιπεριά για να ζεσταθεί το σώμα τις κρύες μέρες του χειμώνα.

Ο τραχανάς δεν είναι απλώς φαγητό, είναι κομμάτι της συλλογικής μνήμης. Στα χωριά, οι γυναίκες μαζεύονταν τα καλοκαίρια, έβραζαν το γάλα, ανακάτευαν το μείγμα με το χέρι, το θρυμμάτιζαν προσεκτικά και το άπλωναν πάνω σε καθαρά σεντόνια για να στεγνώσει στον ήλιο, σκορπίζοντας τη μυρωδιά του στον αέρα. Η παρασκευή του ήταν και κοινωνική πράξη: μοίρασμα, κουβέντα και δέσιμο της γειτονιάς.

Σήμερα, είτε με λίγη φέτα και ελαιόλαδο, είτε με λίγο κόκκινο πιπέρι, είτε ως βάση για μια ζεστή σούπα με κοτόπουλο, ο γλυκός και ο ξινός τραχανάς συνεχίζουν να θυμίζουν ότι η απλότητα στην κουζίνα έχει τη δική της σοφία, δίνοντάς μας ένα φαγητό θρεπτικό, λιτό και γεμάτο θαλπωρή.


Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

«Οι τρεις γυναίκες του Βαλτινού στον δρόμο της μνήμης»

 

Στέκονται στο χωματόδρομο του Βαλτινού, μπροστά από τα άσπρα σπίτια με τις κεραμοσκεπές, εκεί όπου οι ακακίες και τα πλατάνια αφήνουν τα γυμνά τους κλαδιά να γράφουν στον χειμωνιάτικο ουρανό. Η Βάγια, η Βασιλική και η Βαγγελή, με τα μαύρα παραδοσιακά τους φορέματα, τα χοντρά μαλλιά πλεγμένα σε κοτσίδες και περασμένα με κορδέλες, τα χέρια πιασμένα σαν να κρατούν μαζί τον κόσμο τους.

Η Βάγια, στα αριστερά, χαμογελά ήσυχα, κρατώντας τη μαύρη τσάντα της, με τις κάλτσες της να ασπρίζουν στις γάμπες πάνω από τα γιορτινά της παπούτσια. Στη μέση, η Βασιλική, πιο ψηλή και αγέρωχη, με το χέρι της να ακουμπά απαλά στη Βάγια και να κρατά το χέρι της Βαγγελής, γίνεται το σιωπηλό κέντρο της φωτογραφίας, σύμβολο στοργής και στήριξης. Στα δεξιά, η Βαγγελή, σοβαρή και συγκεντρωμένη, κρατά κι εκείνη την τσάντα της, κοιτά το φακό με βλέμμα καθαρό και ατόφιο, σαν να θέλει να θυμάται για πάντα αυτή τη στιγμή.

Τα φορέματα, στο τελείωμα, έχουν κεντήματα με λουλούδια και παραστάσεις, μαύρο βελούδο και μάλλινη υφή, ντυμένα με τον κόπο και την περηφάνεια της καθημερινής ζωής στο Βαλτινό. Τα κοσμήματά τους –αλυσίδες στο λαιμό, φυλαχτά που κρέμονται στο στήθος– κρατούν μνήμες από προίκες, πανηγύρια και βάφτιση παιδιών, συνδέοντας τις γυναίκες με το χώμα και τον αέρα του τόπου τους.

Η φωτογραφία, τραβηγμένη μάλλον σε μια γιορτή ή σε μια σπάνια έξοδο, έχει τη σκόνη του δρόμου στα πόδια τους και πίσω, στη θολή άκρη, διακρίνεται ένα φορτηγό, ίσως από αυτά που έφερναν εμπορεύματα στο χωριό ή μετέφεραν τις οικογένειες στα χωράφια. Όμως εκείνη τη στιγμή, όλα αυτά χάνονται μπροστά στην αξιοπρέπεια και την ηρεμία τους, στη δύναμη που ακτινοβολούν οι γυναίκες του Βαλτινού.

Η Βάγια, η Βασιλική και η Βαγγελή δεν είναι απλώς τρεις γυναίκες με μαύρα, είναι η συνέχεια του τόπου, οι μανάδες και οι γιαγιάδες που κράτησαν το σπίτι, το χωράφι και την οικογένεια στις πλάτες τους, και που στάθηκαν έτσι, πλάι-πλάι, για να αφήσουν τη μαρτυρία τους σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που μοσχοβολά ακόμα χώμα, βασιλικό και χειμωνιάτικο αέρα του Θεσσαλικού κάμπου.


Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Η μπουκοβάλα των παιδικών μας χρόνων

 

Η μπουκοβάλα στο Βαλτινό ήταν το ταπεινό, μα χορταστικό κολατσιό των παιδικών μας χρόνων, τότε που τρέχαμε ξυπόλυτα στα σοκάκια ή κυλιόμασταν στα αλώνια με τα στάχυα, μυρίζοντας χώμα και καλοκαίρι.

Δεν είχε μεγάλες απαιτήσεις. Είχε ψίχα ψωμιού από το ξυλόφουρνο και φέτα τυρί, το δικό μας, το πρόβειο, που έβγαζαν οι μανάδες και οι θειάδες μας από το γάλα που άρμεγαν με τα χέρια τους τα χαράματα. Παίρναμε την ψίχα, τη θρυμματίζαμε με τα χέρια, ρίχναμε από πάνω κομματάκια φέτα, λευκή και πικάντικη, και ύστερα έρχονταν το πιο γλυκό κομμάτι: το δέσιμο.

Το βάζαμε μέσα σε ένα άσπρο, καθαρό μαντήλι ή στο φανελάκι μας, το κρατούσαμε σφιχτά και με τα παιδικά μας χέρια το σχηματίζαμε σε στρογγυλή μπαλίτσα, το στουμπούσαμε, το πατούσαμε με δύναμη για να ομογενοποιηθεί, να γίνουν ένα το ψωμί με τη φέτα, να σφίξει η μπουκοβάλα, να μπορεί να φαγωθεί στο χέρι, χωρίς να σκορπίζει.

Μέσα σε εκείνη τη μπουκοβάλα, κάθε μπουκιά ήταν γεμάτη γεύση, αλάτι, ήλιο και ιδρώτα από το παιχνίδι, γεμάτη μυρωδιές από το χωράφι, τις αγελάδες που γύριζαν το βράδυ στο μαντρί, τον αέρα που φυσούσε μέσα από τα δέντρα στις γειτονιές του Βαλτινού.

Και μετά, καθόμασταν στα πεζούλια, στα σκαλοπάτια ή κάτω από την καρυδιά, και τη δαγκώναμε αργά, να κρατήσει όσο περισσότερο γίνεται, ενώ τα μάτια μας έψαχναν τους φίλους που έπαιζαν παραπέρα, έτοιμα να ξαναφύγουμε στο κυνηγητό μόλις η τελευταία μπουκιά έλιωνε στο στόμα μας.

Η μπουκοβάλα του Βαλτινού δεν ήταν απλώς φαγητό. Ήταν το σήμα της απλότητας, της αυτάρκειας, της φροντίδας της μάνας, που σου έδινε κάτι πρόχειρο, μα που μέσα του είχε τον κόπο της, το γάλα του πρωινού και το ψωμί του φούρνου που μοσχοβολούσε. Ήταν ο τρόπος να χορτάσει το παιδί χωρίς να χάσει λεπτό από το παιχνίδι και από τη ζωή.

Σήμερα, αν δοκιμάσεις ξανά αυτή τη μπουκοβάλα, θα νιώσεις στα δόντια σου το τρίξιμο της φέτας και το άρωμα του ψωμιού από το χωριό. Θα δεις μπροστά σου τη γειτονιά, τα άχυρα που αιωρούνταν στον αέρα, τους ήχους από τα καμπανάκια των ζώων και το χώμα που κολλούσε στα πόδια μας.

Κι έτσι, θα θυμηθείς πως η ευτυχία κάποτε χωρούσε μέσα σε μια μπουκοβάλα, τυλιγμένη σε ένα άσπρο φανελάκι, κάτω από τον ήλιο του Βαλτινού.


Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

Νύχτα στη Γελαδαριά. (Διήγημα του Δημήτρη Τσιγάρα)

 

Ο αέρας μύριζε χώμα και ιδρώτα. Το σκοτάδι έπεφτε νωρίς τον Οκτώβρη, κι οι σκιές ανέβαιναν σαν φίδια στους τοίχους των σπιτιών στο Βαλτινό. Μια ομάδα αντάρτες, γύρω στα είκοσι άτομα, πάνω στα άλογά τους, περνούσαν το γεφύρι του χωριού, κρατώντας τα όπλα κολλημένα στο στήθος, με μάτια κόκκινα από την άγρυπνη πορεία και το φόβο.

Ο καπετάνιος τους, ένας άντρας γεροδεμένος με μάτια που έλαμπαν στο φως της λάμπας, τους κοίταξε πριν μπουν στο χωριό.

«Σήμερα, συντρόφοι, θα γίνει αυτό που πρέπει. Αντίποινα για τον πόνο του λαού. Μη φοβηθείτε, μη λυπηθείτε, θα γίνει γρήγορα. Κανένας μας δεν θέλει αίμα, αλλά το αίμα ζητά δικαιοσύνη.»

Έκανε το σταυρό του χωρίς να τον βλέπουν, κι ύστερα τους έδειξε με το χέρι:

«Οι μισοί στο σπίτι του Κωσταρέλου, οι άλλοι στο σπίτι του Κουφοχρήστου. Όταν τελειώσετε, όλοι στη Γελαδαριά.»

***

Το σπίτι του Γιάννη Κουφοχρήστου ήταν σιωπηλό. Η Αγορίτσα ετοίμαζε λίγο γάλα για το γιο τους, τον Γιώργο, που είχε γυρίσει κουρασμένος από το χωράφι. Ο Γιάννης κάθισε κοντά στο τζάκι, με το πρόσωπό του κουρασμένο από τα χρόνια και τους καημούς.

Το χτύπημα στην πόρτα ήρθε απότομα.

Ο Γιώργος πετάχτηκε.

«Ποιος είναι τέτοια ώρα;»

Δεν πρόλαβε να πλησιάσει, όταν η πόρτα άνοιξε με δύναμη, κι οι αντάρτες μπήκαν μέσα.

«Γιάννη, θα ‘ρθεις μαζί μας. Και το παιδί.»

Η Αγορίτσα έπεσε στα πόδια τους.

«Μην τον πάρετε, για το Θεό! Είναι παιδί ακόμα!»

Ο Γιάννης σηκώθηκε με δυσκολία. «Αν είναι να πάω, θα πάω εγώ. Το παιδί, αφήστε το.»

Ο αντάρτης με το τουφέκι δεν μίλησε. Έβγαλε ένα σκοινί και έδεσε τα χέρια τους πίσω.

«Είναι διαταγή. Πάμε.»

Ο Γιώργος κοίταξε τη μάνα του.

«Μάνα, μη φοβάσαι… Θα γυρίσουμε.»

Η Αγορίτσα έβγαλε μια κραυγή που σκέπασε τον αέρα της νύχτας:

«Μη μου τον πάρετε! Μη μου τον πάρετε!»

***

Στο άλλο άκρο, το μικρό πλίθινο σπίτι του Ευάγγελου Κωσταρέλου, κοντά στη Γελαδαριά, φωτιζόταν από το καντήλι της Παναγιάς. Ο Ευάγγελος, ένας άντρας με σκαμμένα χέρια, έτρωγε το λιγοστό ψωμί, ενώ ο Κώστας, το 22χρονο παλικάρι του, βοηθούσε να ποτίσουν τα ζώα.

Το χτύπημα ακούστηκε ξαφνικά. Τρεις αντάρτες μπήκαν με την κάννη ψηλά.

«Ευάγγελε, μαζί μας. Και το παλικάρι.»

Η γυναίκα του Ευάγγελου, Θεοδώρα, με τα μάτια της κατακόκκινα από την αγρύπνια, έπεσε πάνω τους.

«Παιδιά μου, μη… Παιδιά μου, τι σας έφταιξε το παιδί;»

Ο Ευάγγελος την αγκάλιασε για λίγο.

«Γυναίκα, θα γυρίσουμε. Κοίτα τα παιδιά.»

Τα μικρά έκλαιγαν στη γωνιά.

Οι αντάρτες έδεσαν τους δυο άντρες και τους έσπρωξαν στο σκοτάδι.

***

Στη διαδρομή προς τη Γελαδαριά, ο Γιάννης Κουφοχρήστος παραπατούσε. Το φως από τον φακό χτυπούσε στα ματωμένα του ρούχα, καθώς το αίμα κυλούσε από την πληγή που είχε ανοίξει στην κοιλιά του όταν προσπάθησε να ξεφύγει.

Ο Γιώργος τον κρατούσε.

«Πατέρα, κράτα λίγο ακόμα…»

«Παιδί μου… συγχώρεσέ με…» ψιθύρισε ο Γιάννης, κι έπειτα σώπασε.

***

Στη Γελαδαριά, οι τέσσερις άντρες στάθηκαν σε σειρά. Οι αντάρτες, άλλοι με περηφάνια, άλλοι με σκυμμένο κεφάλι, στάθηκαν απέναντί τους. Κάποιοι έκλαιγαν σιωπηλά, γιατί ήξεραν τι σήμαινε εκείνη η νύχτα.

Ο καπετάνιος βγήκε μπροστά.

«Για τα καμένα σπίτια των φτωχών, για τα ορφανά που αφήσατε, για τον φόβο που σπείρατε. Να ξέρει ο λαός πως δεν θα ξεχάσει.»

Ο Ευάγγελος σήκωσε το κεφάλι του.

«Ο Θεός να σας λυπηθεί.»

Κι ο Κώστας, με δάκρυα στα μάτια, ψιθύρισε: «Μάνα…»

Οι σφαίρες ήρθαν σαν κεραυνός. Τα σώματα λύγισαν, έπεσαν στη γη με έναν βαρύ ήχο. Μια στιγμή σιωπής ακολούθησε. Μετά, οι θρήνοι των γυναικών που έτρεξαν, το ουρλιαχτό της Αγορίτσας που κρατούσε τον Γιώργο στην αγκαλιά της.

***

Η ομάδα έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Στη Φωτάδα, βρήκαν τον Νίκο Νικολάου και τον Σπύρο Φλεστάρα. Μπήκαν στο σπίτι τους αθόρυβα. Οι γυναίκες τους κατάλαβαν τι γινόταν και έπεσαν στα γόνατα, φιλώντας τα χέρια των ανταρτών.

«Λυπηθείτε τους, Χριστιανοί είστε…»

Μα δεν υπήρχε επιστροφή.

Στην άκρη του χωριού, δύο πυροβολισμοί έσκισαν τη νύχτα.

***

Στο Δενδροχώρι, έπιασαν τον αγροφύλακα Δημήτρη Φέκα. Τον έδεσαν και τον πήραν μαζί τους, με το βλέμμα του να καρφώνεται πίσω στο χωριό που απομακρυνόταν.

Η γυναίκα του έτρεξε πίσω τους.

«Δημήτρη! Δημήτρηηηη!»

Μα οι αντάρτες χάθηκαν μέσα στα σκοτάδια των βουνών, και το χωριό έμεινε βουβό, με το ερώτημα να αιωρείται στον αέρα:

«Τι απέγινε ο Φέκας;»

***

Στον Πρίνο, ξημέρωνε όταν η ομάδα πλησίασε. Έκαναν έρευνα, έψαξαν τα σπίτια, κι ένας άντρας ακόμα πλήρωσε με αίμα. Οι αντάρτες έφυγαν γρήγορα, με το βήμα τους βαρύ, αφήνοντας πίσω τον θρήνο και την οσμή του μπαρουτιού.

***

Ο Οκτώβρης του 1946 έκλεισε με αίμα τον μήνα του. Τα χωριά της Θεσσαλίας έμειναν μουδιασμένα, με τους ανθρώπους να περπατούν σκυφτοί, να κοιτούν ο ένας τον άλλον με καχυποψία, να φοβούνται να μιλήσουν δυνατά.

Τα παιδιά που έπαιζαν στα σοκάκια ρωτούσαν τις μανάδες τους:

«Μάνα, γιατί τους σκότωσαν;»

Και οι γυναίκες, με τα μαύρα μαντίλια τους, έκαναν τον σταυρό τους:

«Ήταν ο πόλεμος, παιδί μου… Ο πόλεμος που μας έφαγε…»

Και όταν έπεφτε το βράδυ, οι γυναίκες έσβηναν το λυχνάρι, έκαναν προσευχή για εκείνους που χάθηκαν και για εκείνους που έμειναν, προσευχόμενες να ξημερώσει μια μέρα που η Γελαδαριά δεν θα έχει σφαίρες, αλλά τα γέλια των παιδιών να την γεμίζουν ξανά.

Ήταν μια νύχτα που πότισε τον τόπο με αίμα, και το Βαλτινό, η Φωτάδα, το Δενδροχώρι, ο Πρίνος, κουβάλησαν για πάντα το βάρος του διχασμού.

Κι εκεί, στο χώμα της Γελαδαριάς, όπου έπεσαν τέσσερα κορμιά εκείνη τη νύχτα, στέκονται ακόμα οι σκιές τους, ζητώντας μια συγχώρεση που δεν ήρθε ποτέ.

 

ΑΝΑΛΥΣΗ 

Ανάλυση του διηγήματος «Νύχτα στη Γελαδαριά» ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προσωπική εμβάθυνση:

1. Θέμα – Περίληψη

Το διήγημα αφηγείται μια νύχτα αντίποινων ανταρτών τον Οκτώβριο του 1946 στα χωριά της Θεσσαλίας (Βαλτινό, Φωτάδα, Δενδροχώρι, Πρίνος). Οι αντάρτες εκτελούν κατοίκους, τους οποίους θεωρούν υπεύθυνους για συνεργασία με τους χωροφύλακες ή για πράξεις κατά του λαού, επικαλούμενοι την «δικαιοσύνη». Στο κέντρο του διηγήματος βρίσκεται η εκτέλεση τεσσάρων ανδρών στη Γελαδαριά, η οδύνη των οικογενειών τους και η σιωπή που αφήνει πίσω της η βία.

2. Χώρος – Χρόνος

Χώρος: Θεσσαλικά χωριά (Βαλτινό, Γελαδαριά, Φωτάδα, Δενδροχώρι, Πρίνος). Το διήγημα ζωντανεύει τα σοκάκια, τα φτωχικά σπίτια, τη σκοτεινή ύπαιθρο και το σημείο της εκτέλεσης, δίνοντας αίσθηση εγκλωβισμού.

Χρόνος: Οκτώβριος 1946, εμφυλιακή περίοδος, όταν ο φόβος, οι εκτελέσεις και τα αντίποινα καθόριζαν τη ζωή στα χωριά.

Η νύχτα λειτουργεί συμβολικά ως σκιά του εμφυλίου και της βίας που καλύπτει τα πάντα.

3. Αφηγηματική τεχνική – Δομή

-Ρεαλιστική, γραμμική αφήγηση με μικρά σκηνικά σε κάθε σπίτι, δίνοντας ένταση και ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα.

-Αφηγητής τριτοπρόσωπος, παντογνώστης, εστιάζει στον φόβο, στις εκκλήσεις των μανάδων, στον δισταγμό κάποιων ανταρτών.

-Χρήση διαλόγων που προσδίδουν αμεσότητα.

-Κατακερματισμός σκηνών (διαδοχικά σπίτια → διαδρομή προς Γελαδαριά → εκτέλεση → αναχώρηση → επόμενα χωριά), δίνοντας ρυθμό και αγωνία.

4. Χαρακτήρες

Αντάρτες:

Ο καπετάνιος: Συγκρατημένος, θεωρεί τη βία μέσο «δικαιοσύνης», σταυροκοπιέται κρυφά πριν τις εκτελέσεις (ένδειξη εσωτερικής σύγκρουσης).

Μέλη ομάδας: Άλλοι περήφανοι, άλλοι φοβισμένοι, άλλοι κλαίνε σιωπηλά, δείχνοντας την ανθρώπινη διάσταση ακόμη και στους εκτελεστές.

Θύματα και οικογένειες:

Γιάννης Κουφοχρήστος και γιος (Γιώργος): Η απόγνωση του πατέρα να προστατέψει το παιδί, η σκηνή του θανάτου του καθοριστική για το συναίσθημα.

Ευάγγελος και Κώστας Κωσταρέλος: Πατέρας και γιος, δεμένοι με το σπίτι, την οικογένεια και την αγωνία τους για τα μικρά παιδιά που μένουν πίσω.

Αγορίτσα και Θεοδώρα: Οι μανάδες/σύζυγοι, με θρήνους που σκίζουν τη νύχτα, προσωποποιούν τον πόνο των γυναικών στον εμφύλιο.

Άλλα θύματα (Νίκος Νικολάου, Σπύρος Φλεστάρας, Δημήτρης Φέκας): Δείχνουν τη γενίκευση της βίας στα χωριά, με γυναίκες που ικετεύουν και παιδιά που δεν καταλαβαίνουν το «γιατί».

5. Θέματα – Σύμβολα

Θέματα:

-Ο εμφύλιος διχασμός και τα αντίποινα.

-Η σύγκρουση δικαιοσύνης και εκδίκησης.

-Η απώλεια της αθωότητας, με τα παιδιά να ρωτούν γιατί σκότωσαν τους πατεράδες τους.

-Η μητρότητα και το πένθος.

-Το βάρος της βίας στην κοινότητα.

Σύμβολα:

Η νύχτα: Σκοτάδι συνείδησης, φόβος, αναπόφευκτο αίμα.

Η Γελαδαριά: Σημείο εκτέλεσης και αιώνιας μνήμης.

Η προσευχή του καπετάνιου: Ανθρωπιά μέσα στην αναγκαστική αγριότητα.

Η κραυγή της μάνας: Συμβολίζει τον πόνο που δεν σβήνει.

6. Γλώσσα – Ύφος

Απλή, περιγραφική γλώσσα με έντονα αισθητηριακά στοιχεία:

«Ο αέρας μύριζε χώμα και ιδρώτα…»

«Οι σκιές ανέβαιναν σαν φίδια…»

Λιτοί διάλογοι, φορτισμένοι συναισθηματικά, χωρίς περιττές εξηγήσεις.

Το ύφος συνδυάζει ρεαλισμό με λυρισμό, ιδίως στις τελευταίες σκηνές:

«Ήταν μια νύχτα που πότισε τον τόπο με αίμα…»

7. Ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο

Το διήγημα αντικατοπτρίζει πραγματικές σκηνές από την εμφύλια Ελλάδα, με αντάρτικες ομάδες που εκτελούσαν όσους θεωρούσαν συνεργάτες της αντίπαλης πλευράς. Ο φόβος, η καχυποψία, η εκδίκηση και η απονέκρωση των κοινωνικών δεσμών γίνονται αισθητά.

Το Βαλτινό και τα χωριά γύρω από τα Τρίκαλα γίνονται σκηνή του διχασμού, ενώ το τέλος με τις γυναίκες να προσεύχονται υπογραμμίζει τη σιωπηρή αποδοχή του πόνου από όσους μένουν πίσω.

8. Μηνύματα

Το διήγημα δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά κάποιας πλευράς, αλλά φωτίζει:

-Το βάρος των πράξεων βίας, ακόμη κι αν αυτές γίνονται στο όνομα της «δικαιοσύνης».

-Το ανθρώπινο κόστος του εμφυλίου, που αφήνει πίσω του ορφανά, μανάδες που θρηνούν, χωριά βουβά.

-Την ανάγκη για συγχώρεση και ειρήνη που δεν έρχεται ποτέ, με τις σκιές να μένουν στο σημείο της εκτέλεσης ζητώντας κάτι που δεν τους δόθηκε.

9. Συμπέρασμα

Το «Νύχτα στη Γελαδαριά» είναι ένα ισχυρό, ρεαλιστικό διήγημα εμφυλιακού βάρους, που συνδυάζει:
-Ανθρωποκεντρική ματιά,
-Ιστορική ακρίβεια,
-Συναισθηματική δύναμη,
-Αφηγηματική λιτότητα.

Αναδεικνύει την τραγωδία του εμφυλίου, τον κύκλο της βίας που τρέφεται από τον φόβο και τον πόνο, ενώ καταγράφει το τραύμα των τοπικών κοινωνιών, αφήνοντας στον αναγνώστη ένα άρωμα θλίψης και στοχασμού για την αξία της ειρήνης.


Η κεντρική πλατεία του Βαλτινού, γνωστή ως Γελαδαριά

 

Η πλατεία του Βαλτινού, γνωστή στους παλιούς ως Γελαδαριά, απλώνεται ήσυχα κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό, με τα λευκά σύννεφα να ταξιδεύουν αργά πάνω από τις κεραμοσκεπές και τα δέντρα που την αγκαλιάζουν. Το λιθόστρωτο φωτίζεται από το φως που παιχνιδίζει ανάμεσα στα φύλλα, και οι πράσινες νεραντζιές και οι λεύκες στέκουν σαν σιωπηλοί φρουροί γύρω από το σιντριβάνι που έχει μείνει σιωπηλό, κρατώντας μέσα του τα γέλια και τις φωνές των παιδιών που έτρεχαν κάποτε γύρω του.

Εδώ, τα καλοκαιρινά βράδια γεμίζουν με τις καρέκλες που στήνονται στη σειρά, για τις διάφορες εκδηλώσεις, για τις συζητήσεις που σβήνουν αργά μέσα στο βραδινό αεράκι, τα γελάκια των μικρών που παίζουν κυνηγητό, και τις ιστορίες των γερόντων που θυμούνται τα χρόνια που η πλατεία ήταν γεμάτη γελάδια, που ξεδίψαγαν στην ποτίστρα του κοινοτικού αρτεσιανού και ξεκινούσαν για τη βοσκή προς τα βοσκοτόπια.

Η πλατεία αυτή είναι το κέντρο της μνήμης του Βαλτινού, το σημείο που όλοι περνούν, από το παιδί που πηγαίνει για το παγωτό του μέχρι τον γεωργό που θα σταθεί για λίγο να ξαποστάσει κάτω από τον ίσκιο. Το πρωί, το φως λούζει τις πέτρες και οι γειτονιές γύρω ξυπνούν με τα βήματα όσων πηγαίνουν για τα ψώνια τους. Το μεσημέρι ησυχάζει, αφήνοντας να ακούγεται μόνο το τραγούδι των πουλιών. Το βράδυ, όταν ανάβουν τα φώτα στα σιδερένια φωτιστικά, η πλατεία γίνεται πάλι σημείο συνάντησης για τους κατοίκους που θέλουν να πουν τα νέα της ημέρας, να κουβεντιάσουν για τα χωράφια, για τα παιδιά που ζουν στην πόλη, για τις ελπίδες που πάντοτε επιστρέφουν εδώ, όπως επιστρέφουν και τα χελιδόνια κάθε άνοιξη.

Εδώ, στην πλατεία του Βαλτινού, ο χρόνος κυλά αργά, κρατώντας μέσα του την απλότητα και τη γλυκύτητα της ζωής στο χωριό, καθώς ο ήλιος δύει πίσω από τα Περτουλιώτικα βουνά και το φως χρυσίζει τα φύλλα των δέντρων. Και αν σταθείς για λίγο ήσυχος, μπορεί να ακούσεις ακόμη τους παλιούς ήχους της Γελαδαριάς, να αφουγκραστείς την ανάσα του τόπου που ακόμη επιμένει να ζει μέσα από τις μικρές του στιγμές.


Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

Οι σωσίες του Βαλτινού

Επαναφέροντας μια παλαιότερη ανάρτηση και παρατηρώντας κάποιες παλιές φωτογραφίες με πιο προσεχτική ματιά, ανακαλύψαμε κάτι που μας ξάφνιασε ευχάριστα: σε κάποιους συγχωριανούς Βαλτσινιώτες υπάρχουν έντονες ομοιότητες στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά τους με διάφορες διασημότητες του καλλιτεχνικού και πολιτικού χώρου.

Αντιπαραθέτουμε τις φωτογραφίες τους για να διαπιστώσετε του λόγου το αληθές και να χαμογελάσετε μαζί μας:

Ο Αθανάσιος Τσιατσιάβας έμοιαζε καταπληκτικά με τον ηθοποιό Νίκο Ξανθόπουλο. Το βλέμμα και το ύφος του θυμίζουν τις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες, λες και περιμένεις να τον δεις να τραγουδά «αγροτικό λαϊκό τραγούδι» με εκείνο το πηγαίο πάθος.


Ο Χρήστος Κατσιούλης θύμιζε έντονα τον συνθέτη Μάνο Χατζιδάκι. Το χαμόγελο και η γλυκιά του φυσιογνωμία, σε συνδυασμό με το βλέμμα που έμοιαζε να ταξιδεύει, φέρνουν στη μνήμη τη μορφή του μεγάλου συνθέτη που έντυσε με μελωδίες πολλές γενιές.


Ο Χρήστος Κλιάκος είχε μια εντυπωσιακή ομοιότητα με τον Τζέιμς Ντιν. Στη στάση του σώματος, στο ύφος του βλέμματος και στο χτένισμα της εποχής, θυμίζει τον θρύλο του αμερικανικού κινηματογράφου, δίνοντας μια κινηματογραφική νότα στο χωριό μας.


Ο Γεώργιος Δήμος μοιάζει με τον Αντώνη Βαρδή. Η έκφρασή του, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του φέρνουν στον νου τον σπουδαίο τραγουδοποιό που άγγιξε τόσες καρδιές με τα τραγούδια του.


Ο Γεώργιος Πράτας είχε έντονα χαρακτηριστικά που θύμιζαν τον Ανδρέα Παπανδρέου σε νεαρή ηλικία. Το βλέμμα του και το παρουσιαστικό του έχουν κάτι από την αποφασιστικότητα και τη νεανική φλόγα του πολιτικού άνδρα που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή.

***

Μερικές φορές, οι φωτογραφίες αυτές γίνονται μια γλυκιά αφορμή να θυμηθούμε αγαπημένους ανθρώπους του χωριού, αλλά και να δούμε με χιούμορ πώς το Βαλτινό «έκρυβε και κρύβει» μικρούς σωσίες μεγάλων προσωπικοτήτων, κάνοντας την καθημερινότητα πιο όμορφη.

Προσκαλούμε όποιον έχει παρόμοιες φωτογραφίες ή παρατηρήσεις να τις στείλει, για να εμπλουτίσουμε τη συλλογή των “Σωσιών του Βαλτινού”. Μπορεί, τελικά, το μικρό μας χωριό να έχει περισσότερους «διάσημους» απ’ όσους φανταζόμασταν.


Εκλογές στον Α.Ο. Βαλτινού

 

Ο Αθλητικός Όμιλος Βαλτινού καλεί όλα τα μέλη του στην επαναληπτική Τακτική Γενική Συνέλευση, που θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 6 Ιουλίου 2025, και ώρα 6:00 έως 9:00 το απόγευμα, για την ανάδειξη νέου Διοικητικού Συμβουλίου.

Η παρουσία όλων των μελών κρίνεται απαραίτητη για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας και της συνέχειας της ομάδας.

Δικαίωμα ψήφου και υποψηφιότητας έχουν όλα τα εγγεγραμμένα μέλη.

Όποιος δεν είναι μέλος και επιθυμεί μπορεί να εγγραφεί εκείνη την στιγμή.

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο Α.Ο. Βαλτινού.

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Ο Όρκος των Ανταρτών του Άρη μετά τη Βάρκιζα (2 Ιουνίου 1945) (Ιστορικά ντοκουμέντα του Βαλτινού)

 

Η Ιστορία δεν γράφεται μόνο από τα μεγάλα γεγονότα, αλλά και από τις μικρές, αθέατες πράξεις ανθρώπων που στάθηκαν όρθιοι σε δύσκολους καιρούς. Από το βιβλίο του Γιώργου Αρ. Καραγιώργου «ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ – Ανηφορικοί δρόμοι μετά τη Βάρκιζα» σταχυολογούμε σήμερα αποσπάσματα που φωτίζουν την πορεία και τη στάση αγωνιστών του Άρη Βελουχιώτη με καταγωγή από το Βαλτινό, οι οποίοι έδωσαν το παρών στους ανηφορικούς δρόμους της Ιστορίας μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.

Στις σελίδες 242-244 του βιβλίου διαβάζουμε για τις μαζικές ορκωμοσίες που πραγματοποιήθηκαν στο Περτούλι τον Ιούνιο του 1945, σε μια εποχή όπου οι διώξεις, η αβεβαιότητα και ο φόβος συνυπήρχαν με το πάθος για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Στο αρχείο του Άρη Βελουχιώτη διασώθηκε το πρωτόκολλο της τρίτης ορκωμοσίας (2 Ιουνίου 1945), με τα ονόματα και τα ψευδώνυμα όσων έδωσαν τον όρκο εκείνη την ημέρα, παίρνοντας θέση σε μια δύσκολη στιγμή για την πατρίδα.

Ανάμεσα στους ορκισθέντες, τέσσερις Βαλτινιώτες έβαλαν την υπογραφή τους σε αυτή την ανεπίσημη αλλά ουσιαστική σελίδα της τοπικής και εθνικής μας ιστορίας:
– Γεώργιος Ζαμπακάς («Κανάρης»),
– Τρύφωνας Σταυρέκας («Σταβρέκας»),
– Αθανάσιος Κουφοχρήστος («Καραϊσκάκης»),
– Ιωάννης Απόχας («Αγραφιώτης»).

Σήμερα, παρουσιάζουμε τον όρκο και τον κατάλογο της τρίτης ορκωμοσίας, τιμώντας τη μνήμη και την επιλογή αυτών των ανθρώπων να σταθούν όρθιοι, εκεί που τους καλούσε η συνείδησή τους και η εποχή τους.

Ο Όρκος των ανταρτών του Άρη Βελουχιώτη μετά τη Βάρκιζα (Ιούνιος 1945), όπως διασώζεται σε αρχεία και βιβλιογραφία:

«Ορκίζομαι πως θα αγωνιστώ με όλες μου τις δυνάμεις, με το ντουφέκι στο χέρι, για την απελευθέρωση του λαού μας από κάθε τυραννία, για την ανεξαρτησία της πατρίδας μας, για την λευτεριά και την λαϊκή κυριαρχία.
Θα είμαι πειθαρχικός, τίμιος και ακούραστος στον αγώνα, θα προστατεύω το λαό και θα σέβομαι την περιουσία του.
Θα εκτελώ τις διαταγές των ανωτέρων μου και θα υπερασπίζω με κάθε θυσία τους συναγωνιστές μου.
Αν παραβώ τον όρκο μου, ας με τιμωρήσει ο λαός και η επανάσταση.»

Ο όρκος αυτός διαβαζόταν και επαναλαμβανόταν από τους ορκιζόμενους, ενώ στο τέλος υπέγραφαν ή έβαζαν τον σταυρό τους στο πρωτόκολλο, μαζί με το ψευδώνυμό τους.

Ας κρατήσουμε τη μνήμη ζωντανή, με σεβασμό στις επιλογές και τους δρόμους εκείνης της γενιάς.





Στις σκάλες του Γυμνασίου και Λυκείου

 

Στις σκάλες του σχολείου καθίσανε, με μπογιές στα ρούχα, στο βλέμμα ασβέστη,
γελούσαν, κουβέντιαζαν, κάνανε διάλειμμα, μες στου καλοκαιριού το φως που περίσσευε.

Ο Βάιος, ο Παναγιώτης, ο Γιώργος όρθιοι, κρατούσαν την κούπα, με τα χέρια λερωμένα μα καθαρά από τον ιδρώτα της προσφοράς, της μέρας που έβαφε το χωριό με φωνές.

Ο Χρήστος, ο Χρήστος, ο Παναγιώτης, ο Κώστας, ο Δημήτρης κι ο Στέργιος μπροστά, κι ο Βασίλης, καθίσανε εκεί που κάθονταν οι μαθητές κι είδαν πως το σχολείο μυρίζει παιδικά βήματα.

Ήταν τότε που το χωριό έσφυζε από κόσμο, με παιδιά που τρέχανε στα διαλείμματα,
με νερά στις αυλές, με φωνές στα παράθυρα, με το γέλιο που αντηχούσε ως τα πλατάνια.

Μα κάθε μπογιά που έπεφτε στον τοίχο, ήταν σπόρος που φύτρωνε στο Βαλτινό,
να μείνει το σχολείο όμορφο, γεμάτο ζωή, να θυμίζει πως εδώ η κοινότητα αντέχει.

Κι αν οι φωνές λιγόστεψαν με τα χρόνια, η φωτογραφία αυτή είναι μια απόδειξη:
ότι ο τόπος ζει όσο υπάρχουν χέρια που ξέρουν να προσφέρουν χωρίς να ζητούν.

Στις σκάλες του σχολείου καθίσανε, κι ακόμη κι αν φύγανε τα παιδιά και τα χρόνια,
εκείνοι μένουν, μια παρέα απλή, που έβαψε το Βαλτινό με φως και ανθρωπιά.


Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Από το Βαλτινό στην Κρήτη: Ο Γιώργος Ζαμπακάς κλείνει τη χρονιά με 26 μαθητές στα drums!

 

Με συγκίνηση και χαρά ολοκληρώθηκε το τελευταίο μάθημα drums για τη φετινή χρονιά με τον συντοπίτη μας, τον Γιώργο Ζαμπακά, που κατάγεται από το Βαλτινό και δραστηριοποιείται στην Κρήτη ως μουσικός και δάσκαλος μουσικής.

Ο Γιώργος, με συνέπεια, μεράκι και αγάπη για τη μουσική, κατάφερε φέτος να φέρει τη χαρά των drums σε 26 μαθητές, καθιστώντας τα ντραμς το όργανο με τους περισσότερους μαθητές του Ελληνικού Ωδείου Ρεθύμνου! Μετά το τελευταίο μάθημα ευχαρίστησε θερμά όλους τους μαθητές και τους γονείς τους για την εμπιστοσύνη και την προσπάθεια όλης της χρονιάς, ευχόμενος καλό καλοκαίρι σε όλους.

Επίσης, εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στον Christoforos Pitsidimos για την πρόταση να συνεχίσει στη θέση του, καθώς και στην κα. Μαρία Λιουδάκη, που με τη βοήθεια, τη στήριξη και την αγάπη της για τα παιδιά και τη μουσική, κατάφεραν να δημιουργήσουν αυτό το όμορφο μουσικό ταξίδι στην Κρήτη.

Η αγάπη του Γιώργου για τη μουσική, η σεμνότητά του και το ήθος που κουβαλά από τον τόπο μας, το Βαλτινό, συνεχίζουν να εμπνέουν μικρούς και μεγάλους, αποδεικνύοντας πως η μουσική μπορεί να γίνεται γέφυρα χαράς και δημιουργίας, όπου κι αν βρισκόμαστε.

Καλή ξεκούραση και όμορφο καλοκαίρι, Γιώργο, με πολλές ακόμα μουσικές στιγμές στο δρόμο που ανοίγεις με τα τύμπανά σου!


Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Ο Βίκτωρας: Μια μαρτυρία ψυχής από τον Χάρη Αγγελή


Με ιδιαίτερη χαρά παρουσιάζουμε σήμερα άλλο ένα απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Χάρη Αγγελή με τίτλο «Ο Βίκτωρας». Πρόκειται για ένα έργο βαθιά ανθρώπινο, που φωτίζει τις πιο σκιερές και εύθραυστες πτυχές της ύπαρξης, μέσα από τη μορφή ενός ήρωα που στέκει αντιμέτωπος με την ιστορία, τη μνήμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Βίκτωρας δεν είναι απλώς ένας χαρακτήρας· είναι σύμβολο επιβίωσης, αμφισβήτησης και αναζήτησης νοήματος σε έναν κόσμο γεμάτο ρωγμές.

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι ενδεικτικό της πυκνότητας του ύφους και της υπαρξιακής έντασης που διαπερνά ολόκληρο το έργο.


Στο ζευγαρολίβαδο τα χορτάρια είχαν «ξυριστεί» από τα σαγόνια των προβάτων και γέμιζε σιγά-σιγά ασπράγκαθα και γαϊδουράγκαθα. Σε μεριές-μεριές έβγαινε αγριοτρέφυλλο με άσπρα λουλουδάκια, που γέμιζαν από μέλισσες.
Οι δύο φίλοι το διέσχιζαν για να φτάσουν πέρα στη φλέβα. Στην αρχή πρόσεχαν να μην πατήσουν σε αγκάθια ή καμιά μέλισσα. Με την κουβέντα όμως και με το «κοίτα εδώ», ο ένας, «κοίτα τούτη τη γομάρα», ο άλλος, γέμιζαν οι ξυπόλητες πατούσες τους από αγκαθάκια και κεντριά από μέλισσες.

—Όταν γυρίσουμε θα φτάσουμε ξυνάδια από την κληματαριά και θα τα τρίψουμε να περάσει ο πόνος, έλεγε ο Σιούλας.
Έφτανε άγουρες πράσινες ρόγες, τις έσπαζε και τις άπλωναν στα πρησμένα πόδια.
Το τσίμπημα της μέλισσας είχε ήδη περάσει, αλλά τα αγκάθια πονούσαν μέχρι το βράδυ, που γύριζε η μάνα και τα ’βγαζε με το βελόνι.

Πρώτα μάλωνε:
—Μόνο στο σχολείο θα βάλεις μυαλό, έλεγε, γυρνάς όλη μέρα στα σοκάκια και στις φλέβες, θα σε φάνε τα σκυλιά και τα φίδια.
Ύστερα, σαν ιδανικός χειρούργος, φύσαγε το μέρος που είχε καρφωθεί το αγκάθι για να φύγει ο πόνος, το ’πιανε με το βελόνι και το ’βγαζε.

Στη φλέβα είχε έρθει μια φαγάνα από την πόλη. Ήταν ένα τεράστιο μηχάνημα με σιδερένιες μακρουλές ρόδες. Είχε ένα μεγάλο λουλά σαν σιδερένια σκάλα, κάτω από τον οποίο κρεμόταν η κοπάνα, δεμένη με χοντρά συρματόσχοινα, που ο χειριστής την πήγαινε όπου ήθελε.
Την έριχνε μέσα στη φλέβα, την τραβούσε ώσπου να γεμίσει λάσπη και μετά την σήκωνε και την άδειαζε έξω από το νερό.
Η κοίτη της φλέβας καθάριζε και φάρδυναν οι όχθες. Στο τμήμα αυτό, από τη μια άκρη του ζευγαρολίβαδου ως την άλλη, θα είχαν εύκολη πρόσβαση τα ζώα για να πίνουν νερό.

Ήταν μαζεμένα κι άλλα παιδιά και πολλοί μεγάλοι άντρες και παππούδες. Μερικοί είχαν ξαναδεί στο στρατό.

—Τι τρώει και από πού χέζει; ρωτούσε ο Βίκτωρας τον Σιούλα, αλλά ακόμα δεν ήταν έτοιμος να δώσει απάντηση γι’ αυτό το σιδερένιο θηρίο.

Έτσι συνέβη και με το γραμμόφωνο. Το είχαν φέρει σ’ έναν γάμο που γίνονταν στη γειτονιά του Πίπη. Το κούρδιζαν, έβαζαν πάνω σ’ ένα στρογγυλό ανάποδο τηγάνι που έφερνε γύρω την πλάκα, ακουμπούσαν πάνω τη βελόνα, κι απ’ το λουλά έβγαινε το τραγούδι. Έψαχναν οι μικροί εξερευνητές κάτω από το τραπέζι να ιδούν τον άνθρωπο που κρύβονταν και τραγουδούσε, αλλά δεν υπήρχε κανένας. Ούτε κλαρίνο βρήκαν, ούτε λαούτο, ούτε ακορντεόν, κι όμως ακουγόνταν πεντακάθαρα όλα τα όργανα.

Την ίδια απορία είχαν και με τον καλαντζή, που γάνωνε τα παλιά χαλκώματα. Στα χαϊάτια της εκκλησίας είχε στήσει το εργαστήρι του. Το πρωί γύριζε στους μαχαλάδες και φώναζε: «Όλα τα παλιά χαλκώματα γανώνω!»
Μάζευε σ’ ένα σακί ό,τι του δίνανε οι γυναίκες: ταψιά, νταβάδες, τεντζερέδες, κουτάλια, πιρούνια, και το μεσημέρι τα γάνωνε με το καλάι.

—Πώς το φτιάχνεις το καλάι; ρωτούσε τον καλαντζή ο Σιούλας.
—Δεν το φτιάχνω εγώ, απαντούσε αυτός ο άγιος άνθρωπος, το αγοράζω από την πόλη σε μικρές πλάκες.
Ζέσταινε μια πλάκα σ’ ένα μεταλλικό πιάτο και μετατρέπονταν σε μικρές ρευστές μπαλίτσες. Ύστερα τις άδειαζε μέσα στο ζεσταμένο ταψί και μ’ ένα πανί που κρατούσε στο χέρι τις άπλωνε με τέχνη σε όλα τα σημεία του ταψιού, το οποίο μόλις κρύωνε άστραφτε σαν καινούριο και θα έμενε έτσι ώσπου να ξαναρθεί ο καλαντζής το επόμενο καλοκαίρι να το ξαναγανώσει.

Γι’ αυτή του τη δουλειά πληρώνονταν με σιτάρι, με φασόλια, με κότες και με παράδες, αλλά τέτοιες δεν κυκλοφορούσαν πάρα πολλές στο χωριό. Γέμιζε τα σακιά του με εγχώρια προϊόντα, τα φόρτωνε στην γομάρα του κι έφευγε για το διπλανό χωριό.

—Εγώ θα γίνω καλαντζής άμα μεγαλώσω, έλεγε ο Πίπης.
Ο Σιούλας σκεφτόταν και δεν μιλούσε. Ύστερα είπε στον Βίκτωρα:
—Ο διάργυρος, άμα βγει απ’ το θερμόμετρο, γίνεται τέτοιες μπαλίτσες, αλλά δεν πιάνονται με το χέρι, γιατί γλιστρούν.

Ένα μεσημέρι έκανε πολύ ζέστη. Οι τσομπάνηδες απ’ το γιόμα είχαν κλείσει τα πρόβατα στα τσαρδάκια, κι οι γελαδάρηδες είχαν δέσει τα γελάδια στα παλούκια κάτω από τα δέντρα στις ρούγες τους.
Τα τσιόνια και οι κότες άνοιγαν τα ράμφη τους και έβγαζαν τις γλώσσες έξω, πολλές μύγες πετούσαν παντού, τα γομάρια στο λιβάδι σταματούσαν να βοσκάνε και όρθια κοίταζαν το ένα το άλλο.

Ο Κουτάκιας, φίλος του Πίπη απ’ την ευρύτερη γειτονιά, γύριζε απ’ τα πρόβατα που είχε πάει ψωμί στον αδερφό του.
—Πάμε στη φλέβα να κολυμπήσουμε; λέει στην παρέα. Εγώ έμαθα χθες να κάνω πλέγα με τα μεγάλα τα παιδιά.

Ο Βίκτωρας, ο Σιούλας και ο Πίπης κοιτάχτηκαν στα μάτια, συμφώνησαν αμέσως κι έκοψαν δρόμο πέρα απ’ τη γειτονιά, να μην τους δουν τα μικρότερα και μαρτυρήσουν στους γονείς τους.

Μόλις έφτασαν στη γέφυρα της φλέβας, ξεμπλετσώθηκαν και ρίχτηκαν μέσα στο νερό.
Ο Κουτάκιας τους έδειχνε τον τρόπο πώς να κάνουν πλέγα. Χτυπούσε χέρια και πόδια στο νερό κι έμενε στην επιφάνεια. Οι άλλοι τρεις δεν πήγαιναν στα βαθιά και προσπαθούσαν στην άκρη, στα ρηχά, να κάνουν το ίδιο. Βαρούσαν χέρια και πόδια με όση δύναμη είχαν και το νερό θόλωνε από τις λάσπες.

—Έμαθα! φώναζε ο ένας.

—Ήπια νερό από τις μύτες, ο άλλος.

Ώσπου ένας ίσκιος πάνω στην όχθη τους έκοψε τα ύπατα. Ο Τσίλιας, που ήταν τσομπάνος κι είχε το τσαρδάκι παρακάτω, άκουσε τη φασαρία κι ήρθε σ’ εκείνο το μέρος που κολυμπούσαν τα πιτσιρίκια. Μάζεψε τα ρούχα των παιδιών και τα κρατούσε στη μασχάλη του.

—Γιατί κάνετε φασαρία και δεν μπορώ να κοιμηθώ; απευθύνθηκε σε όλους.

Τα πιτσιρίκια τρόμαξαν και δεν ήξεραν τι να πουν.

—Τώρα να δούμε πώς θα πάτε ξεβράκωτα στα σπίτια σας, λέει και ξεκινάει να φύγει.

Παρόλη τη ζέστη του μεσημεριού, πάγωσαν οι ψυχούλες τους από τον φόβο και την ντροπή της γύμνιας.

—Μη, Τσίλια! φωνάζει ο Κουτάκιας, που τον ήξερε, και βάζει τα κλάματα. Θα με σκοτώσει ο πατέρας μου από το ξύλο!

Και βγήκε από το νερό τρέχοντας προς το μέρος του.

Από πίσω του βγήκαν και οι υπόλοιποι ξεβράκωτοι και μουδιασμένοι, χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν. Ευτυχώς, ο τσομπάνος παράτησε τα ρούχα στο λιβάδι κι έφυγε αμίλητος για το τσαρδάκι του. Φόρεσαν τα βρακιά τους και κίνησαν να επιστρέψουν στο χωριό. Απογοητευμένοι από την εξέλιξη της κατάστασης, περπατούσαν νωχελικά κάτω από τον τσουχτερό ήλιο στο Ζευγαρολίβαδο και διάλεγαν το μέρος που θα πατήσουν για ν’ αποφύγουν τις μέλισσες και τ’ ασπράγκαθα.


επικοινωνιστε μαζι μας