Του
Χάρη Αγγελή
Μετά
το σχολείο, τα μεγάλα τα παιδιά, του πάνω μαχαλά κανόνιζαν και έπαιζαν μπάλα στο
ζευγαρολίβαδο. Τα χορτάρια στο λιβάδι είχαν φαγωθεί από τα πρόβατα και ήταν
γεμάτο από γομαράγκαθα και ασπράγκαθα. Σε μεριές - μεριές είχε αγριοτρίφυλλο
λουλουδιασμένο και γεμάτο μέλισσες.
Χωρίζονταν
οι μεγάλοι σε δύο ομάδες και οι μικροί κάθονταν πίσω από τα τέρματα να μαζεύουν
τη μπάλα. Το παιχνίδι κρατούσε ώρες ολόκληρες. Κάποιες μανάδες θα φώναζαν τα
παιδιά για δουλειές. Άλλος ήταν να πάει στο μπακάλικο, άλλος να πάει ψωμί στα
πρόβατα, άλλος να πάει τα γελάδια για βοσκή και γενικότερα όποια άλλη ανάγκη
τύχαινε στη φαμιλιά. Έτσι δίνονταν η ευκαιρία στους μικρότερους να συμπληρώσουν
την ομάδα.
Η
μπάλα ήταν λαστιχένια και οι παίχτες ξυπόλητοι. Το παιχνίδι κρατούσε μέχρι το
σούρουπο και σταματούσε όταν δεν φαίνονταν η μπάλα από το σκοτάδι.
Ο
ενθουσιασμός μου, τα «μπράβο» με έκαναν
να μην υπολογίζω αγκάθια και μέλισσες.
Τα
παιδιά γέμιζαν αγκάθια και κεντριά και γίνονταν μωβ από τα χτυπήματα της
μπάλας.
-«Μάνα
ο Χάρης έβαλε δύο γκολ», έλεγε ο μικρός αδερφός μου.
-«Α
γι’ αυτό περπατάει έτσι! Καλά να πάθει, στα γελάδια δεν πάει γιατί δεν μπορεί,
μπάλα όμως παίζει», έλεγε με παράπονο.
Όταν
όμως τέλειωνε τις δουλειές έπαιρνε το βελόνι κατέβαζε τη λάμπα, με ξάπλωνε στη
ψάθα και μού ΄βγαζε τα αγκάθια από τις πατούσες.
Στο
σχολείο όμως ξεθάρρευα. Πήγαινα καλά στα γράμματα. ‘Όχι γιατί τα αγαπούσα αλλά
γιατί καμάρωναν οι γονείς μου. Άλλα αγαπούσα τότε εγώ! Τις καινούργιες παρέες,
τα παιχνίδια, τις ιστορίες, τα κορίτσια.
Πολλά
κορίτσια είχε το σχολείο, ήταν μισά – μισά με αγόρια. Τα κορίτσια είχαν μακριά μαλλιά, πιο
χοντρά μάγουλα απ’ τα αγόρια, φορούσαν φουστανάκια κι ήταν πιο καθαρά και
περιποιημένα. Τα αγόρια ήταν κουρεμένα στην ψιλή, στραβοπόδαρα και γεμάτα γάνα
και χνούδι. Εκτός από τη φτώχεια τίποτε άλλο κοινό δεν είχαν αγόρια και
κορίτσια. Ανάμεσά τους υπήρχε ανταγωνισμός. Τα κορίτσια ήταν πιο οργανωμένα σαν
ομάδες. Διάβαζαν όλα μαζί, έπαιζαν μαζί, κατουρούσαν όλα μαζί, μάθαιναν να
κεντάνε και υπάκουαν πάρα πολύ στο δάσκαλο. Τα αγόρια ήταν πιο ατίθασα και πιο ανέμελα. Μισούσαν
το σχολείο, δεν άκουγαν τον δάσκαλο και σπάνια κατουρούσαν όλα μαζί.
Προτιμούσαν το κυνήγι, τα παιχνίδια, τα σκυλιά, τα πρόβατα.
Πάντοτε
όμως κάτω από τον ανταγωνισμό των δύο φύλλων υπήρχε η επιθυμία και ήθελαν να
βρίσκονται μαζί. Η επιθυμία ήταν το ένστικτο, η φύση που τραβούσε το αρσενικό
κοντά στο θηλυκό. Η λογική της εποχής όμως, έλεγε όχι στα ένστικτα, σκεπάστε τις
επιθυμίες σας. Αν ένα αγόρι έπιανε το μάγουλο ενός κοριτσιού ή το τσιμπούσε, ή
του μίλαγε τρυφερά όπως: «γλύκα μου», «μωρό μου», «αγάπη μου», ή του έκλεινε το
μάτι είχε αυστηρή τιμωρία.
Αυτά
θεωρούνταν «χαζομάρες». Έτσι το μετέφεραν στο δάσκαλο κι έπεφτε η σφαλιάρα
σύννεφο.
ΧΑΡΗ!!!ΕΥΓΕ!!!ΜΕ ΓΥΡΝΑΣ ΟΜΟΡΦΑ ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΜΟΥ ΗΛΙΚΙΑ. ΦΤΩΧΙΚΑ ΑΛΛΑ ΟΜΟΡΦΑ ΧΡΟΝΙΑ!!ΑΓΝΑ...ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΩ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΟΥ.
ΑπάντησηΔιαγραφή