Η σβάρνα
Καθισμένος οκλαδόν επάνω στις πλεγμένες λυγαριές που έσερναν δυο ολόλευκα άλογα, ταξίδευα τη σπαρμένη Βαλτσινιώτικη γη.
Ταξίδευα τα αυλάκια, τους δρόμους που είχε ανοίξει με σιδερένια φτερά το αλέτρι.
Τους δρόμους που μέσα τους έκλειναν τον καρπό.
Το μειδίαμα της προσδοκίας και της ελπίδας.
Για τη σβάρνα είχαμε προνοήσει από την άνοιξη.
Με κλαδευτήρια και πριόνια, γυρνούσαμε και ψάχναμε να βρούμε λυγαριές, να βρούμε και να κόψουμε τα λυγερόκορμα βλαστάρια.
Τα φτιάχναμε δεμάτια και τα φέρναμε στο σπίτι, τα καθαρίζαμε από τα φύλλα τους, τα γυρνούσαμε πάνω από τρανή φωτιά για να καψαλιστούν, να μαλακώσουν, να τα στρίψουμε, να τα περάσουμε και να τα πλέξουμε στη σβάρνα μας.
Έτσι μαλακωμένα και υπάκουα τα κλαδιά, μαυρισμένα λίγο πιο πολύ εκεί στη μέση που τσακάγανε, τα έπλεκε ο πατέρας, σαν κοτσίδες μακριές, πάνω σε ξύλινη βάση στενόμακρη, ορθογώνια, τα στερέωνε στις άκρες με ατσαλόσυρμα κι η σβάρνα του σπιτιού μας ήταν έτοιμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου