Του
Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου
Τα
κάλαντα του Λαζάρου είναι ευχετικά τραγούδια που τραγουδιούνται από κοριτσάκια
σχολικής, κυρίως ηλικίας. Σκοπό τους έχουν να αποσπάσουν οι μικρές τραγουδίστριες
φιλοδώρημα από τον νοικοκύρη, τον οποίον κολακεύουν με τα παινέματα τους και
καλοτυχίζουν με τις ευχές τους. Τα κορίτσια με την καλή διάθεση και την αγνή
ψυχή τους είναι «ένα και ένα» για τις ευχές που χρειαζόμαστε, γι’ αυτό και
είναι καλοδεχούμενα από όλους. Σπάνια όμως στο χωριό έδιναν φιλοδώρημα δηλαδή
νόμισμα στις Λαζαρίνες, έδιναν όμως πολλά καλούδια κόκκινα αυγά, κοκκόσιες και τσιγάλα, σύκα ξερά, γλυκίσματα, ξυλοκέρατα κ.α.
«Θα παν στο
Λάζαρο»
λέγαμε στο χωριό, και «θα τραγουδήσουν το
Λάζαρο». Γι’ αυτό και τα κορίτσια αυτά τα λέγαμε Λαζαρίνες.
Και
οι Λαζαρίνες ετοιμάζονταν αρκετές μέρες πριν, τουλάχιστον όλη την προηγούμενη
εβδομάδα μέχρι την Παρασκευή το βράδυ, παραμονή του Λαζάρου. Κύρια προετοιμασία
ήταν το καλάθι. Το καλάθι των κοριτσιών έπρεπε να είναι όμορφο, κομψό, και καταστολισμένο
με λουλούδια. Πρώτα όμως έπρεπε να βρεθεί το καλάθι. Άλλοτε το είχαν φυλαγμένο
από πέρυσι, άλλοτε το δανείζονταν από κορίτσια που μεγάλωναν πια, άλλοτε το
αγόραζαν. Τη Δευτέρα της εβδομάδας του Λαζάρου το παζάρι ήταν γεμάτο από τέτοια
καλαθάκια, μικρά, μεγάλα, μεγαλύτερα. Μερικά ήταν και χρωματιστά. Κάποιες βέργες
τους ήταν χρωματισμένες με λίγο θαλασσί, ροζ ή πασχαλί χρώμα. Ήταν λίγο
ομορφότερα αυτά και λίγο ακριβότερα. Πολλές φορές το καλαθάκι της Λαζαρίνας το
έφτιαχνε ο παππούς ή ο πατέρας, μπορεί και ο νονός.
«Την Παρασκευή
το βράδυ έπρεπε να είναι στολισμένο το καλάθι. Για αυτό την Πέμπτη έπρεπε να
μαζευτούν τα λουλούδια. Τα λουλούδια ήταν της εξοχής, αυτά που έβρισκες εύκολα
στη μεριά και στα ζευγαρολίβαδα. Πιπιρούνες (έτσι έλεγαν τις ανεμώνες) από τη Βρυσοπούλα,
ίτσια και ψηλές μαργαρίτες από τα ζευγαρολίβαδα. Το διαλεσιώτικο το ζευγαρολίβαδο
είχε πολλές πιπιρούνες και πολλά ίτσια. Και μέχρι κει έφταναν τα κορίτσια. Έβαζαν
και λίγα λουλούδια του κήπου, συνήθως λουλούδια από ανθισμένη κυδώνια λίγη
πασχαλίτσα και λίγο αγιόκλημα για πρασινάδα. Τα έκαναν χεριές χεριές τα
λουλούδια και τα έδεναν με κλωστή στις βέργες του καλαθιού, τραγουδώντας και κάνα
στίχο από το τραγούδι, για παράδειγμα: «με ίτσια, με τριαντάφυλλα, με δύο χειρές
λουλούδια».
Το καλάθι είναι
έτοιμο. Το κοριτσάκι το χαίρεται, το θαυμάζει και οι μεγάλοι λέν: «πω πω! τι
ωραίο καλάθι! ταχιά δεν θα είναι άλλο καλύτερο. Ποιος τόφτιαξε, ποιος το
στόλισε;» Ύστερα βάζουν ένα αυγό μέσα και το κρεμάν έξω στην αυλή από το κλαρί
ενός δέντρου ή σε ένα στύλο του μπαλκονιού. Εκεί μένει όλη τη νύχτα κρεμασμένο
μέχρι τη χαραούλα που θα το πάρει η Λαζαρίνα. Κι η Λαζαρίνα πέφτει γρήγορα να
κοιμηθεί, γιατί θα ξυπνήσει πολύ γρήγορα.»
Τα
λόγια του τραγουδιού άλλοτε αναφέρονται στην ανάσταση του Λαζάρου και άλλοτε
αποτελούν παινέματα προσώπων, κυρίως του αρχηγού της οικογένειας ή της
οικοδέσποινας, στους οποίους και απευθύνονται απευθείας. Αν η οικογένεια έχει
γιο ή κόρη της παντρειάς, έχουν και αυτοί τα τραγούδια τους.
Και
οι γραμματιζούμενοι και οι ξενιτεμένοι της οικογένειας έχουν μερίδιο στα
παινέματα και στις ευχές.
Ιδιαίτερη
προσοχή, φροντίδα και περιποίηση χρειάζεται το ντύσιμο και η εξωτερική εμφάνιση
γενικώς της Λαζαρίνας. Τα ρούχα είναι καθαρά, σιδερωμένα και όμορφα. Άσπρα
καλτσάκια, καινούργια παπούτσια, κορδέλα άσπρη για «φιόγκο» στα μαλλιά ή στεκάκια
πασχαλίτσα στις κοσιάνες.
«Την παραμονή
του Λαζάρου, την Παρασκευή το βράδυ δηλαδή πάαιναν στην εκκλησία οι Λαζαρίνες
με τα καλαθάκια. Πάαιναν, άφηναν τα καλαθάκια μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας
και τραγουδούσαν»:
Νηκκλησίτσα
φουντωτή, φουντωτή καμαρωτή,
στην
κορφή έχεις σταυρό και στη ρίζα κρύο νερό.
Τόμαθαν
οι πέρδικες, πάαιναν και του πίναν.
Έστησα
τ’ αβρόχι μου και το σιδεράκι μου.
Έπιασα
μία πέρδικα στο κλουβί την έβαλα
έπιασα
μία πέρδικα, σκούζει βάζει η πέρδικα.
Σώπα
σώπα, πέρδικα, δε σε κάνω τίποτα.
Κι
αν σε κάνω τίποτε, θά ’χω χίλια κρίματα,
θά
’χω χίλια κρίματα, χίλια καταρήματα.
(Ζώιω Γιάννη
Απόχα)
Τραγουδούσαν
και αυτά:
Άιντε
μας να φύγουμε από τούτη την αυλή.
Τίποτα
δεν μ’ άρεσε τίποτα καν τίποτα.
Ένας
δέντρος μ’ άρεσε τουφωτός κλαμουρωτός
στην
κορυφή ’χε το σταυρό και στη ρίζα κρύο νερό.
Το
’μαθαν οι πέρδικες, πάαιναν και του’ πιναν.
Έστησα
τ’ αβρόχι μου και το σιδεράκι μου.
Έπιασα
μία πέρδικα στο κλουβί την έβαλα
Σκανταλίσκε
το κλουβί έφυγε η πέρδικα
Έλα
έλα, πέρδικα, δε σε κάνω τίποτε.
Κι
αν σε κάνω τίποτε, να έχω χίλια κρίματα, χίλια καταρήματα.
Ν’
εβγάτε όξω, όξω στις πόρτες και στα παραθύρια,
να
ιδείτε τι έρχονται, κουκλίτσες έρχονται.
Κουκλίτσες
έρχονται, βαΐτσες έρχονται.
(Ζώιω Γιάννη
Απόχα)
Το
Σάββατο πολύ πρωί οι όμορφες Λαζαρίνες περνάν από σπίτι σε σπίτι και από πόρτα
σε πόρτα και τραγουδούν. Κι η νοικοκυρά βγαίνει γρήγορα γρήγορα και χαρούμενη: «Καλώς τα! καλώς τα! καλώς τα τα κορτσούλια!»
Και δίνει τα καλούδια: αυγά, όσπρια, σύκα ξερά από αρμαθιά που κρατάει στα
χέρια της, ξυλοκέρατα (χαρούπια), καραμέλες, ανάλογα με την οικονομική της
κατάσταση ή με τη σχέση συγγένειάς της με τη Λαζαρίνα. Πάντως ό,τι δίνει η
νοικοκυρά, το δίνει με πολύ αγάπη και χαρά και τα ξεπροβοδάει πάλι χαρούμενα,
χαϊδευτικά και ευγενικά: «καλή χρονίτσα σας,
καλή χρονίτσα σας».
Τα
ζούσαν τα κάλαντα τότε ο κόσμος, τα ζούσαν και τα χαίρονταν και οι νοικοκυρές και
τα μικρά παιδιά. Όχι σαν σήμερα. Σήμερα, ιδίως στις πόλεις θεωρούν τα κάλαντα
αγγαρεία οι μικροί και ενόχληση οι μεγάλη που λένε συχνά: «μας τα παν μας τα παν άλλοι, φύγετε».
Σε κόρη της
παντρειάς
Φραγκίτσα
δω, Φραγκίτσα κει, Φραγκίτσα πάει στη βρύση
με
το γιορντάνι στο λαιμό, με τα φλουριά στα στήθη
και
με τ’ ασημοζούναρο χαμπλά χαμπλά ζωμένη.
Την
είδ’ ο ήλιος έλαμψε και το φεγγάρι ’χάθη,
την
είδε κι ο Αυγερινός κι έπεσε να πεθάνει.
Για
σώπα σώπα Αυγερινέ, γαμπρό θε να σε κάνω,
γαμπρό
στη θυγατέρα μου, γαμπρό στη μοναχιά μου.
Καλώς
μας ήρθε ο Λάζαρος εφέτο και του χρόνου
με
τη Λαμπρή την Πασχαλιά, με τον καλό το χρόνο
με
ίτσια, με τριαντάφυλλα, με δύο χεριές λουλούδια.
Τα
ίτσια πέφτουν στην ποδιά και τα φλουριά στην τσέπη.
Σήκω
κυρά μου, κι άλλαξε να πας να πάρεις βάγια.
Βάλε
τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και
την οχιά την παρδάλη γκιορτάνι στο λαιμό σου.
Σε
τούτ’ το σπίτι το ψηλό το μαρμαροστρωμένο,
ν’
εδώ μαντήλια κρέμονται, ν’ εδώ μαντήλια σειόνται,
ν’
εδώ ’χουν κόρη για παντριά ζητάν να την παντρέψουν,
την
τάζουνε στο βασιλιά, την τάζουνε στο ρήγα.
-Δεν
θέλω γω τον βασιλιά, δεν θέλω εγώ το ρήγα,
γω
θέλω τ’ αρχοντόπουλο, τα’ αρχοντογεννημένο
που
περπατεί και γέρνεται και ψιλοτραγουδάει.
Το
λένε και έτσι:
Ν’
εδώ καντήλια κρέμονται ν’ εδώ καντήλια σειόνται,
ν’
εδώ ’χουν κόρη για παντρειά κόρη να την παντρέψουν
Την
τάζουν για το βασιλιά, την τάζουν για το Ρήγα…
Κυρά
μ’ τη θυγατέρα σου, κυρά μ’ τη μοναχιά σου
την
έλουζες τη χτένιζες στα σύννεφα την πλένεις.
Την
είδε ο ήλιος και έλαμψε και το φεγγάρι εχάθη,
την
είδε κι ο Αυγερινός κι έπεσε να πεθάνει.
Σώπα
σώπα, αυγερινε, γαμπρό θε να σε κάνω,
γαμπρό
στη θυγατέρα μου, γαμπρός στη μοναχιά μου.
Σε γιο όμορφο
και ακριβογιό
Παλικαρίτσιν
όμορφο με το στριφτό μουστάκι,
εσένα
πρέπουν τ’ άρματα, εσένα και γιλέκι.
Εσένα
κι άλογο καλό να περπατείς καβάλα.
Καβάλα
καβαλκεύεσαι, παιζεύεις καμαρώνεις.
Σαν
βγαίνει η μανούλα σου στραβομαντηλιασμένη:
-
Παιδί μου, που ’ναι τ’ άρματα; παιδί μου που ’ναι ο νους σου;
-
Τα άρματα ’ναι στο σπίτι μου κι ο νους μου είναι πέρα
πέρα
ξανθιές, πέρα λαμπρές, πέρα στις μαυρομάτες
πό
’χουν τα μάτια σαν ελιά, τα φρύδια σαν γαϊτάνι.
Λέγονται
και έτσι:
Παλικαρίτσιν
όμορφο και όμορφοκαμωμένο,
σένα
σε πρέπουν τ’ άρματα σε πρέπει το γιλέκι.
Σε
πρέπει κι ένα άλογο να περπατείς καβάλα
Να
περπατείς να χαίρεσαι, παζός να καμαρώνεις.
Για
γύρνα γύρνα, νιούτσικε, για γύρνα παραπίσω,
Να
ντύσεις τα ρουχίτσια σου, να ζώσεις το ζουνάρι.
Παλλικαρίτσιν
όμορφο και όμορφοπαλικάρι,
ν’
εσένα πρέπουν τ’ άρματα, ν’ εσένα και γιλέκι,
ν’
εσένα κι άλογο καλό να γκιζερείς καβάλα
να
φέρεις κόρη από σειρά, γελάδα ’πό παλούκι,
να
φέρεις και μία ’μορφονιά να λούζει τα μαλλιά της
(Φώτω Ζαμπακα του
Γιάννη Παπακώστα)
Σε γιο γραμματιζούμενο
Μάνα
μου τον υγιόκα σου τον κόκκινο κρασάτο
τον
έλουζες, τον χτένιζες και στο σχολείο τον στέλνεις
κι
ο δάσκαλος τον καρτερεί με μία ψηλή βέργουλα,
με
μία ψηλή, με μία λίγνη, με μία μαλαματένια.
-
Παιδί μου, πουν τα γράμματα; παιδί μου που είναι ο νους σου;
-
Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου είναι πέρα,
πέρα
ξανθιές, πέρα λαμπρές, πέρα στις μαυρομάτες
που
’χουν τα μάτια σαν ελιά, τα φρύδια σαν γαϊτάνι,
που
’χουν και τα ματόφυλλα σαν κρόσια από μαντήλια.
Ένα
μικρό, μικρούτσικο, μικρό και χαϊδεμένο
μικρό
το ’χει η μανούλα του, μικρό και ο μπαμπάς του.
Το
έλουζε, το χτένιζε και στο σχολείο το στέλνει
κι
ο δάσκαλος το καρτερεί με μία ψηλή βεργούλα,
με
μία ψηλή, με μία λίγνη, με μία μαλαματένια.
-Παιδί
μου, που ’ν τα γράμματα; παιδί μου, που ’ναι ο νους σου;
-Τα
γράμματα ’ναι στο χαρτί και ο νους μου είναι πέρα,
πέρα
ξανθιές, πέρα λαμπρές, πέρα στις μαυρομάτες,
πό
’χουν τα μάτια σαν ελιά, τα φρύδια σα γαϊτάνι.
Σε νοικοκύρη
καλόν και φιλόξενο
Αφέντη
μου, στην τάβλα σου χρυσή καντήλα φέγγει
φέγγει
και σένα, αφέντη μου, φέγγει και την κυρά σου
κι
από τα παραθύρια σου φέγγει τη γειτονιά σου,
κι
από τη γειτονίτσα σου φέγγει την χώρα ούλη.
Αφέντη
μου, στο σπίτι σου χρυσή καντήλα φέγγει.
Φέγγει
στους ξένους να δειπνούν, τους ξένους να πλαγιάζουν,
φέγγει
και την καλούδα σου να στρώνει να κοιμάσαι.
Να
στρώνει στα τριαντάφυλλα να πέφτεις στα μιμίτσια.
Να
πέφτουν τ’ άνθια πάνω σου, τα μήλα στην ποδιά σου
και
τα κορφολογήματα τριγύρω στο λαιμό σου.
Σε νοικοκύρη
αφιλόξενο
Αφέντη
μου, στην τάβλα σου γεμάτη καλιακούδια
Τα
μσά γεννάν, τα μσά κλωσσάν, τα μσά σε βγάν τα μάτια
και
τ’ άλλα τα υπόλοιπα σε κουτσιλάν τα μστάκια.
Σε νοικοκυρά
τεμπέλα που δεν ξυπνάει
Κυράμ’,
στη στάχτη κάθεσαι κι ο κώλος ξεσουφάει
κι
απ’ την ξασούφα την πολλή βαριόσαι να ξυπνήσεις.
Έλεγαν
και αυτά:
Εις
την πόλη Βηθανία Μάρθα κλαίει και Μαρία.
έκλαιγα
τον αδερφό τους τον πολύ αγαπητό τους.
Τρεις
ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν
την
ημέρα την Τετάρτη κίνησε Χριστός για νά ’ρθει...
Ήρθ’
ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια,
Ήρθ’
η Κυριακή που τρων τα ψάρια.
-
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι
ήρθ’
η μάνα σου από την πόλη
σού
’φερε χαρτί και κομπολόι.
Γράψε,
Θόδωρη, γράψε, Δημήτρη,
γράψε
λεμόνια και κυπαρίσσι.
Παιδικά κάλαντα
Ήρθε
η Λάζαρης, γιαγιά,
το
καλάθι θέλει αυγά,
τα
χεράκια παραδούλες
κι
οι τσεπούλες κουκοσούλες.
Οι
κότες σας αυγά γεννάνε
κι
οι φωλίτσες σας δεν τα χωράνε,
δώστε
μας και μας να τα χαρούμε
για
το Λάζαρο που τραγουδούμε.
(Βάια Στάθη του Βασιλείου
Βαγγέλου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου