Ήταν
Ιούλιος του 1952, στο Βαλτινό Τρικάλων, και ο ήλιος έκαιγε τις χωματένιες αυλές
και τα ξερικά χωράφια που μύριζαν στάχυ και ζέστη. Ο Φάνης κι η Άννα
παντρεύονταν· το χωριό στο πόδι. Στρωμένα τραπέζια στις αυλές, σερμπέτια,
κρασί, πρόβειο κρέας με κριθαράκι που έβραζε στις τεράστιες κατσαρόλες από το
πρωί. Οι βλάμηδες –αδέρφια, ξαδέρφια, κολλητοί του γαμπρού– με τα άσπρα
πουκάμισα να γυαλίζουν στον ήλιο, πηγαινοέρχονταν με τις γαβάθες και κερνούσαν
τους καλεσμένους. Οι γυναίκες, οι βλάμισσες, σκυμμένες στις μεγάλες τάβλες,
έκοβαν ψωμί, γέμιζαν τις κανάτες κρασί, τάιζαν τα μικρά που έτρεχαν ανάμεσα στα
πόδια τους.
Κάπου
στην άκρη, σε ένα μακρύ ξύλινο τραπέζι, κάθονταν ο Αντρέας και ο Στέργιος, δυο
έφηβοι από το ίδιο χωριό. Ο Αντρέας, δεκάξι χρονών, λεπτός με κάτι μάτια καρφί,
πεισματάρης. Ο Στέργιος, δυο χρόνια μεγαλύτερος, γεροδεμένος, το μαύρο μαλλί
κολλημένο στο μέτωπο από τον ιδρώτα. Ο ήλιος έπεφτε πίσω απ’ το καμπαναριό κι η
μουσική από τα κλαρίνα έπλεκε στον αέρα τη χαρά του γάμου. Μα στους δυο νέους η
χαρά κόντεψε να πνιγεί μέσα σε μια κουταλιά κριθαράκι.
Όλα
ξεκίνησαν από μια πιατέλα. Έφτασε μπροστά τους γεμάτη ζουμερά κομμάτια πρόβειο,
κι ο καθένας έβαλε το μάτι του στο μεγαλύτερο. Ο Αντρέας άπλωσε πρώτος το
πιρούνι, μα ο Στέργιος τον σταμάτησε μ’ ένα βλέμμα κι έναν ώμο που σκούντηξε
τον δικό του.
«Άστο
αυτό, δικό μου είναι», του πέταξε σιγανά.
Ο
Αντρέας δεν τ’ άφησε. «Ό,τι πάρει το χέρι πρώτα…» ψιθύρισε, κι έσπρωξε πάλι το
πιρούνι.
Ο
Στέργιος τον αγρίεψε, αλλά γύρω τα γέλια και τα τσίπουρα δεν τους άφηναν να
ξεσπάσουν. Ένα πιάτο κρέας σηκώθηκε απ’ τον Αντρέα και προσγειώθηκε στα πόδια
του Στέργιου. Ο Στέργιος σήκωσε με τη σειρά του ένα κόκαλο, το ‘ριξε πίσω στον
Αντρέα. Γελούσαν δήθεν, μα τα μάτια τους δεν γελούσαν καθόλου. Μερικοί δίπλα
τους το πήραν για αστείο – «άστε τα παιδιά, πειράζονται» – μα όποιος ήξερε,
καταλάβαινε πως το πράγμα έβραζε.
Σηκώθηκαν
λίγο μετά, μούτρα και οι δυο. «Θα τα πούμε αύριο», είπε ο Στέργιος καθώς
έσφιγγε τη ζώνη του. «Στην Παλιομάνα, με τα πρόβατα. Να δούμε ποιος είναι άντρας».
Ο
Αντρέας έγνευσε ένα «ναι» με το κεφάλι του. Δεν είχε πίσω. Ούτε για τον έναν,
ούτε για τον άλλον.
Το
γλέντι κράτησε μέχρι τα χαράματα. Το πρωί, ο ήλιος βγήκε ξανά λαμπερός πάνω απ’
το Βαλτινό, κι όλοι μιλούσαν για το πόσο όμορφη ήταν η νύφη, πόσο
νοικοκυρεμένος ο γαμπρός, πόσο μερακλίδικο το βιολί. Κανείς δεν έδινε σημασία
σε δυο κριάρια που κατηφόριζαν προς το λιβάδι με τους βοσκούς τους, τον Αντρέα
και τον Στέργιο.
Στην
Παλιομάνα, τα πρόβατα σκόρπισαν στα χορτάρια. Ήταν ώρα μεσημεριού κι ο αέρας μύριζε
θυμάρι και ζέστη. Ο Στέργιος στάθηκε ίσια. Ο Αντρέας έπιασε το σακκούλι του,
έβγαλε λίγο ψωμί να μασήσει· τάχα αδιάφορος.
«Άντε,
έλα να τελειώνουμε», του φώναξε ο Στέργιος, κι έκανε ένα βήμα μπρος.
Κανείς
δεν ξέρει ποιος έβγαλε πρώτος λόγια βαριά. Λένε πως ο Αντρέας τον είπε «χορτάτο
αρχοντόπουλο», που τάχα δεν είχε μάθει στη στέρηση. Ο Στέργιος του πέταξε
κατάμουτρα πως «δεν είναι άντρας που πετροβολάει σε γάμο». Μια κουβέντα έφερε
την άλλη, τα χέρια έσφιξαν, το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι.
Ο
Αντρέας έβγαλε απ’ τη μέση του το εγχειρίδιο που ‘χε πάντα μαζί του – μικρό,
σκουριασμένο, μα κοφτερό. Μια αστραπή, μια ανάσα. Ο Στέργιος άρπαξε πέτρα, πήγε
να τον σπρώξει. Το μαχαίρι γλίστρησε κάτω απ’ το μπράτσο του, βρήκε σάρκα. Ο
Στέργιος έγειρε πίσω σαν να ‘χε σκοντάψει σε ρίζα. Έπεσε στα χορτάρια που μόλις
πριν έβοσκαν τα πρόβατα.
Ο
Αντρέας δεν θυμόταν αν ήθελε να τον σκοτώσει. Μόνο που, σαν είδε το αίμα να
βάφει το χώμα, κατάλαβε πως δεν είχε δρόμο πίσω. Πήγε στο χωριό με σκυμμένο
κεφάλι. Είπαν πως δεν προσπάθησε να φύγει· έκατσε έξω απ’ την εκκλησία του
Αη-Θανάση και περίμενε τους χωροφύλακες. Μερικοί έλεγαν «καημένο παιδί, τον
έφαγε η ντροπή». Άλλοι έλεγαν «το ‘χε μέσα του το μαχαίρι».
Στην
εφημερίδα της 30ης Ιουλίου 1952, τυπώθηκε η είδηση ξερή, λιτή, σαν κρύα πέτρα:
«Από τα φαγητά
στη μαχαιριά…
Ο αστεϊσμός,
μεταξύ νεαρών, κατά την διάρκειαν γάμου εις Βαλτινόν, να ρίπτη εις εναντίον του
άλλου τεμάχια των προσφερθέντων φαγητών, κατέληξεν εις φόνον.
Ο Α. Τ. ετών 16,
συναντήσας, μετά από ημέρας τον ομοχώριόν του Σ. Γ. ετών 18, εις τον τόπον
βοσκής των ποιμνίων τους, εξήγαγεν εγχειρίδιον και τον ετραυμάτισε θανασίμως».
Ο
πατέρας του Αντρέα, βουβός, πούλησε τα δυο του βόδια για τα δικαστικά έξοδα. Η
μάνα του Αντρέα φόρεσε μαύρα πριν γεράσει. Ο Αντρέας πέρασε πέντε χρόνια πίσω
από σίδερα, στην αρχή στην Τρίπολη, μετά στην Αίγινα, παρέα με ποινικούς κι
αγωνιστές που έλεγαν ιστορίες για αντάρτες και προδοσίες. Όταν γύρισε, το
Βαλτινό ήταν το ίδιο· τα χωράφια, τα πρόβατα, οι γάμοι και τα πανηγύρια, όλα
ίδια. Μόνο που εκείνος περνούσε σαν σκιά.
Κάθε
Ιούλιο, οι παλιοί ακόμα θυμούνται να λένε στους μικρούς που μαλώνουν στο
τραπέζι: «Μην κάνετε σαν τον Αντρέα και τον Στέργιο. Από μια μπουκιά κρέας, δυο
μάνες μαύρισαν».
Κι
έτσι, στο Βαλτινό, όποτε στήνεται τραπέζι γάμου κι οι βλάμηδες γεμίζουν τα
ποτήρια, πάντα κάποιος φωνάζει δυνατά: «Με το καλό, παιδιά. Με το καλό. Και
μαχαίρια μόνο για το ψωμί».
ΑΝΑΛΥΣΗ
Ανάλυση
του διηγήματος «Ο καυγάς στα πρόβατα».
1. Θέμα –
Υπόθεση
Το
διήγημα αφηγείται την τραγική κατάληξη ενός μικρού καυγά ανάμεσα σε δύο
εφήβους, τον Αντρέα και τον Στέργιο, κατά τη διάρκεια γάμου στο Βαλτινό το
1952. Ο ασήμαντος λόγος (ένα κομμάτι πρόβειο κρέας) γίνεται αφορμή να ξεσπάσει
μια βεντέτα ανδρισμού και ντροπής, που καταλήγει σε φόνο στην Παλιομάνα, στο
λιβάδι με τα πρόβατα, σημαδεύοντας το χωριό και τις οικογένειες.
2. Χώρος –
Χρόνος
Χρόνος: Ιούλιος 1952,
εποχή θερισμού, γάμων και πανηγυριών, στο μεταπολεμικό χωριό.
Χώρος:
-Η
αυλή του γάμου, με τις χωματένιες αυλές και τα ξερικά χωράφια που μυρίζουν
στάχυ.
-Το
λιβάδι Παλιομάνα, παραδοσιακός χώρος βόσκησης, που μετατρέπεται σε τόπο
τραγωδίας.
-Η
εκκλησία του Αη-Θανάση, όπου ο Αντρέας παραδίδεται.
Το
διήγημα δίνει αισθητή τοπικότητα στο Βαλτινό με γεωγραφική και κοινωνική
ακρίβεια.
3. Πρόσωπα –
Χαρακτηρισμός
Αντρέας
16
ετών, λεπτός, με πεισματάρικα μάτια.
Συμβολίζει
τον φτωχό νεαρό που παλεύει για αναγνώριση ανδρισμού.
Παίρνει
την ευθύνη, δεν το σκάει, μαραίνεται ψυχικά.
Στέργιος
18
ετών, γεροδεμένος, μαυρομάλλης, «χωριατόπαιδο».
Αντιπροσωπεύει
τον εγωισμό και την τοπική αντρική υπεροψία.
Δεν
υποχωρεί σε μια ασήμαντη αφορμή.
Οι οικογένειες
Ο
πατέρας που πουλάει τα βόδια για τα δικαστικά.
Η
μάνα που φοράει μαύρα πριν γεράσει.
Ανώνυμοι
χωριανοί, σχολιαστές της τραγωδίας.
Η
σύγκρουση δύο νέων αναδεικνύεται ως σύγκρουση χαρακτήρων, ανδρισμού και
φτώχειας.
4. Δομή –
Τεχνικές αφήγησης
Επίκεντρο
συμβάντος:
Ο καυγάς για το κομμάτι κρέας.
Κλιμάκωση: Από το ασήμαντο
πείραγμα στον «καυγά στα πρόβατα» με τραγική κατάληξη.
Ρεαλιστική
περιγραφή:
με ήχους, μυρωδιές (ζέστη, θυμάρι, ιδρώτας).
Αναδρομή: Η σύντομη
εφημερίδα λειτουργεί ως τεκμήριο πραγματικότητας.
Κλείσιμο με
λαϊκή μνήμη:
Η συμβουλή στα τραπέζια γάμου λειτουργεί ως λαϊκή παρακαταθήκη.
Η
αφήγηση συνδυάζει αντικειμενικό ύφος με λυρισμό, κρατώντας τη δραματικότητα
χωρίς μελοδραματισμό.
5. Θέματα –
Συμβολισμοί
-Η
κοινωνική πίεση για ανδρισμό σε ένα φτωχό χωριό.
-Η
τραγικότητα της μικροσύγκρουσης που παίρνει διαστάσεις βεντέτας.
-Το
πέρασμα από την παιδικότητα στον ανδρισμό μέσω βίας.
-Η
μοίρα των φτωχών οικογενειών, που πληρώνουν τις πράξεις των νέων.
-Το
μαχαίρι ως σύμβολο της βίας που υπάρχει «μέσα στον άνθρωπο» και στο χωριό.
6. Γλώσσα – Ύφος
-Γλώσσα
καθαρή, αφηγηματική, με σποραδικούς διαλόγους που αποδίδουν ρεαλιστικά την
τοπική νοοτροπία.
-Λυρικές
περιγραφές τοπίου που δίνουν εικόνα και αίσθηση εποχής.
-Στοχαστικό
κλείσιμο που μετατρέπει το περιστατικό σε μύθο προειδοποίησης.
7. Μηνύματα –
Κριτική
Το διήγημα:
-Κριτικάρει
τον τοπικό ανδρισμό που βασίζεται στο πείσμα και τη βία.
-Αναδεικνύει
την κοινωνική σιωπή απέναντι στη βία.
-Αναδεικνύει
το πώς μια στιγμή εγωισμού μπορεί να καταστρέψει ζωές.
-Λειτουργεί
ως λαϊκή παραβολή για το μέτρο και τη συγχώρεση.
8. Σχέση με την
τοπική ιστορία
Το Βαλτινό
γίνεται:
Τόπος
όπου το συλλογικό πανηγύρι συναντά την ατομική τραγωδία.
Σκηνικό
της μεταπολεμικής φτώχειας.
Φορέας
προφορικής μνήμης, όπου η τραγωδία περνά σε παροιμία:
«Μην
κάνετε σαν τον Αντρέα και τον Στέργιο. Από μια μπουκιά κρέας, δυο μάνες
μαύρισαν.»
Συμπέρασμα
Το
«Ο καυγάς στα πρόβατα» είναι ένα ρεαλιστικό, δραματικό διήγημα που αποτυπώνει
με ζωντάνια τον κόσμο της μεταπολεμικής Θεσσαλίας και τη λεπτή γραμμή ανάμεσα
στο γέλιο και το αίμα σε ένα χωριό.
Αποτελεί:
Μικρογραφία
της ελληνικής επαρχίας, όπου η φτώχεια, η ντροπή και το αντριλίκι οδηγούν σε
τραγωδίες.
Διαχρονική
προειδοποίηση για τις συνέπειες της βίας και του εγωισμού.
Ένα
έργο που μπορεί να σταθεί ως διδακτικό παράδειγμα στην ελληνική
διηγηματογραφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου