Ο
αέρας ανεμίζει τα χρυσοκίτρινα στάχυα. Ο θέρος είναι κοντά. Έτσι άρχιζε πάντα
το ελληνικό καλοκαίρι. Και μ' ένα κόκκινο καρπούζι κομμένο στα δυο. Οι
παραγωγοί ετοιμάζουν τα κιόσκια δίπλα στους εθνικούς δρόμους, στις λαϊκές
αγορές. Ο θεσσαλικός κάμπος το καλοκαίρι γιορτάζει. Όσοι αναγκάζονται να δώσουν
τη σοδειά στους μεσάζοντες, χάνουν τον κόπο της χρονιάς. Άλλοι δουλεύουν, άλλοι
πλουτίζουν. Η αρπαχτή είναι εθνικό σπορ. Βέβαια υπάρχουν και πολλά άλλα. Όλα
παίζουν στην τηλεόραση και ο λαός συμμετέχει σαν αθώα περιστερά. Οι πολιτικοί
ψάχνουν τον τορό, ενώ βλέπουν τον λύκο. Αθλήματα και τρισαθλήματα, όχι για ένα
κλωνάρι ελιάς, αλλά για το χατίρι των εφοπλιστών. Και άλλα τινά δαιμόνια...
Πορεύτηκε μόνος του. Δίχως ομπρέλες. Μούσκεμα ως το κόκαλο, ηλιοκαμένος ως τα
νύχια. Αυτόνομος και αλληλέγγυος. Αυτάρκης και εγκρατής ζούσε με το απέριττο.
Αρνήθηκε από νωρίς τον άνθρωπο καταναλωτή. Αμφισβήτησε, διάβασε, αναζήτησε.
Γέμιζε η ζωή του με το λιτό του ουρανού και την απεραντοσύνη της θάλασσας.
Τώρα στα βαθιά γεράματα, έρχεται κάθε μέρα και χαϊδεύει τα στάχυα. Πάντα γελαστός, πάντα κρατώντας ένα βιβλίο.
Τώρα στα βαθιά γεράματα, έρχεται κάθε μέρα και χαϊδεύει τα στάχυα. Πάντα γελαστός, πάντα κρατώντας ένα βιβλίο.
Του Κώστα Κοτρώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου