Του
Χάρη Αγγελή
Με αφορμή τις έντονες βροχοπτώσεις που πέφτουν στην περιοχή μας, μου ήρθαν διάφορες αναμνήσεις από τα παλιά.
Θυμάμαι πως και καλοκαιριάτικα
έπιανε κάτι μπόρες πολύ ανακουφιστικές. Έβγαιναν μαύρα σύννεφα από το βουνό τον
Κόζιακα κι εξαφάνιζαν τον καυτό ήλιο. Απότομα έπεφτε βροχή καθόρι. Γινόταν
χαλασμός. Να τρέχουν μικροί και μεγάλοι να συμμαζέψουν ζώα, να σκεπάσουν
σοδιές. Αστραπές και βροντές θάμπωναν
και ξεκούφαναν τον κόσμο.
"Μαλώνει ο παππούς με τη βαβά" έλεγαν οι γιαγιάδες για
να καθησυχάσουν τα παιδιά. Κεραυνοί έπεφταν όπου έβρισκαν. Παλιά όταν έπεσε
ένας κεραυνός στον πλάτανο πέρα στη
Χαλκιά σκότωσε τρία παιδιά και έναν τον άφησε κουτσό. Ήταν άντρας μεγάλος και έκτοτε τον
έλεγαν σιδερίτη, γιατί ο κεραυνός ήταν ένα σίδερο καυτό που έσκιζε τα δέντρα
κατακόρυφα στη μέση και έκαιγε τα χορτάρια. Μετά έλιωνε γι’ αυτό δεν μπορούσαν
να το βρουν.
Ο
δάσκαλος στο σχολείο μας έλεγε: «Ποτέ να μην τρέχετε όταν πέφτουν κεραυνοί. Να
ξαπλώνετε σε μια αυλακιά ώσπου να σταματήσει να αστράφτει και να
μπουμπουνίζει». Κανένας όμως δεν το έκανε αυτό. Που να ξαπλώσεις στο χώμα, θα
γίνεις «παπί». Κι όμως είχε δίκιο.
Κάποια φορά που τα παιδιά έπαιζαν μπάλα στο
λιβάδι έπιασε μια τέτοια μπόρα. Ποιος να παρατήσει το παιχνίδι; Ένας βοσκός
έμεινε μόνο χαζεύοντας τα παιδιά και προσέχοντας τα πρόβατα. Φώναζαν,
ξαναφώναζαν οι μεγάλοι, άδικος ο κόπος. Μια έντονη αστραπή κι ένας εκκωφαντικός
κρότος έσκισαν τον αέρα. Το κριάρι δίπλα
στα παιδιά έπεσε νεκρό. Ευτυχώς είπαν οι άλλοι, που σώθηκαν και δυστυχώς ο
τσοπάνος, που έμειναν χήρες τόσες προβατίνες.
Το
χαλάζι ήταν ξεχωριστό φαινόμενο. Έκανε πολύ φασαρία πέφτοντας στα κεραμίδια,
στους τσίγκους και στα δέντρα. Αν ήταν χοντρό σκέπαζε τον τόπο και τα παιδιά το
άρπαζαν και το μασούσαν σαν στραγάλια. Λέγανε μάλιστα πως αν προλάβαινε ένας
πρωτότοκος γιός και έτρωγε τρία κομμάτια
χαλάζι, τότε σταματούσε να ρίχνει άλλο χαλάζι.