Του
Χάρη Αγγελή
Κοντά
στη φλέβα, στο ζευγαρολίβαδο οι κτηνοτρόφοι έφτιαχναν τα τσαρδάκια τους.
Έμπηγαν τις φούρκες στο χώμα, τοποθετούσαν τις τέμπλες επάνω τους και πάνω στις
τέμπλες έβαζαν τα λιανότερα ξύλα. Τα σκέπαζαν μετά με χλωρασιά και ένας παχύς
ίσκιος ήταν στη διάθεση του κοπαδιού. Στο κέντρο από τη σκεπή κρέμονταν το
κρεβάτι του τσομπάνου. Το χορτάρι ξυρίζονταν για να σκουπίζονται ευκολότερα οι
κακαράντζες των προβάτων. Μαζεύονταν σε μια άκρη κι ως το φθινόπωρο γίνονταν
ένας κοκορέντζος από κοπριά που θα χρησιμοποιούνταν στα κήπια. Σε μια φούρκα
κρέμονταν ο τρουβάς με το κλειδοπίνακο και τη φτσέλα. Εκεί μεταφέρονταν το
φαγητό και το νερό για τον τσομπάνο.
Τα
πρόβατα μόλις έπιανε η ζέστη σβαρνούσαν τα ποδάρια και κατέβαζαν τα κεφάλια.
Έψαχναν για ίσκιο, δεν άντεχαν τον ήλιο καθόλου. Μαζεύονταν στο τσαρδάκι κι
άρχιζε η αρμεγή. Ο τσομπάνος έπιανε μια - μια τις προβατίνες, έβαζε το καρδάρι
κάτω από τα μαστάρια, ακουμπούσε το κεφάλι του στον κώλο τους, και με τα δυο
χέρια τις τραβούσε τα μαστάρια. Αυτές
ξαλάφρωναν και το καρδάρι γέμιζε γάλα. Μετά το γάλα το έβαζαν στα γκιούμια και
το πήγαιναν στο Γαλατά.
Το
μεσημέρι ο τσομπάνος κοιμότανε στο κρεβάτι του και τα πρόβατα από κάτω.
Ξεκουράζονταν γιατί το βράδυ είχε ξεχύχτι. Το απόγευμα που δρόσιζε άρχιζε ο
σκάρος . Τα πρόβατα πάλι σέρνοντας τα
ποδάρια και με τα κεφάλια να μυρίζουν το χώμα έβγαιναν σιγά σιγά από το
τσαρδάκι. Χαζοβοσκούσαν τα μικρά χορταράκια και περίμεναν τον τσομπάνο να
σκουπίσει το τσαρδάκι για να τον βρουν το άλλο πρωί καθαρό.
Οι τσοπαναραίοι, τον Αύγουστο μήνα στο
ζευγαρολίβαδο, αντάμωναν με τους γελαδάρηδες. Τα γελάδια έτρωγαν τα ανεμίδια
από τα σιτάρια και τα φασόλια και ήταν αραχτά. Έπιαναν μια μπουκιά από κάτω
σήκωναν το κεφάλι και μασούσαν σιγά σιγά. Έτσι οι φύλακες γελαδάρηδες έκαναν
παρέα και έλεγαν τις ιστορίες τους.
Πολλές ιστορίες έλεγαν οι τσοπαναραίοι. Όλες τις νύχτες μόνοι τους, κοντά στα πρόβατα, παρέα με το κριάρι, τα σκυλιά, τ’ αστέρια, το φεγγάρι, τα τριζόνια, η ψυχή γίνονταν ανάλαφρη και μια διάθεση για ιστορίες, μασλάτια και χωρατά κυριαρχούσε.
Σε κάθε κοπάδι υπήρχε και ένα κριάρι. Αυτόν τον μήνα άρχιζε και ο μαρκάλος. Έπρεπε το αρσενικό πρόβατο να μαρκαλίσει όλες τις προβατίνες. Γι’ αυτό το τάιζαν ιδιαίτερο καρπό, να ΄χει δυνάμεις.
Σε κάθε κοπάδι υπήρχε και ένα κριάρι. Αυτόν τον μήνα άρχιζε και ο μαρκάλος. Έπρεπε το αρσενικό πρόβατο να μαρκαλίσει όλες τις προβατίνες. Γι’ αυτό το τάιζαν ιδιαίτερο καρπό, να ΄χει δυνάμεις.
Το
κριάρι δεν άφηνε ποτέ άλλο κριάρι να μπει στο κοπάδι. Γίνονταν φοβερές
μονομαχίες. Ώσπου να τα χωρίσουν οι τσοπάνηδες γέμιζαν αίματα στα κεφάλια και
στα κέρατα. Αν τα αφήνανε θα ζούσε μόνο το ένα. Έτσι έγινε μια φορά μπροστά στα
μάτια της παρέας μου.
Δυο
κριάρια ένα γιγαντόσωμο κι ένα λίγο μικρότερο, μονομάχησαν για το χατίρι των
«αφεντικών» τους. Ο καθένας από τους τσομπάνους καμάρωνε για το δικό του κι
έλεγε πως είναι το δυνατότερο, το ανίκητο. Τα κριάρια έπαιρναν φόρα και
χτυπούσαν τα κεφάλια τους με δύναμη. Απομακρύνονταν πάλι κι άρχιζαν τα ίδια. Τα
γκαπ, γκουπ ακούγονταν μέχρι τα γύρω χωριά. Οι πιο ευαίσθητοι κλείνανε τα μάτια
και προέτρεπαν τους τσοπαναραίους να τα χωρίσουν. Όμως το πείσμα ήταν τόσο, που
πέρασε ασυναίσθητα στους τσοπάνηδες. Ήταν σαν να μονομαχούσαν αυτοί οι ίδιοι.
Τα κριάρια πάλεψαν ώσπου το ένα εξαντλήθηκε και έπεσε κάτω νεκρό. Το άλλο
ζαλισμένο κι αυτό σήκωνε το κεφάλι και περίμενε. Ο αντίπαλος όμως δεν
ξανασηκώθηκε.
Το
κριάρι, νικητής αργά - αργά τράβηξε για το κοπάδι του, ενώ το μεγαλόσωμο και
νεκρό κρεμάστηκε στο τσιγκέλι.
Κάποιος
είπε, πως αυτή η μονομαχία έγινε γιατί οι δύο τσοπάνηδες ήθελαν το ίδιο
κορίτσι.
Ψέματα; Αλήθεια; Ποιος ξέρει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου