της
Γεωργίας Κολοβελώνη
Ήταν γύρω
στα δώδεκα, όταν την είδα πρώτη φορά να το κάνει. Παραμονή Χριστουγέννων,
είχαμε όλοι μαζευτεί στο σπίτι της γιαγιάς. Οι μεγάλοι απορροφημένοι στις
συζητήσεις τους. Τα παιδιά εξουθενωμένα από το παιχνίδι στο χιόνι. Πρώτα άκουσα
το τρίξιμο. Η σκάλα έτριζε στο έβδομο σκαλοπάτι καθώς κατέβαινες –πάντα στο
έβδομο εκείνο σκαλοπάτι- κι ήταν αυτός ένας ωραίος λόγος να την ανεβοκατεβαίνω
συχνά, εφευρίσκοντας πιθανές και απίθανες δικαιολογίες για να πηγαίνω στο πάνω
πάτωμα. Μου άρεσε να ακούω αυτό το τρίξιμο. Φανταζόμουν ένα αλλόκοτο πλάσμα να
κατοικεί μέσα στο παλιό φθαρμένο ξύλο και να διαμαρτύρεται, όταν τα ατίθασα
πόδια μου πατούσαν το κεφάλι του.
Σήκωσα τα
μάτια και την είδα. Ήταν ολόκληρη τυλιγμένη στο λευκό σεντόνι. Μονάχα το κεφάλι
της ήταν ακάλυπτο. Το βλέμμα της στο κενό. Κοιτούσε πέρα από τον κόσμο τον δικό
μας. Κατέβαινε αργά, λες και ήθελε να παρατείνει τον χρόνο της αιώρησής της
–γιατί έτσι μου φαινόταν, πως αιωρείται, καθώς τα πόδια της έμοιαζαν να μην
αγγίζουν το ξύλο, αλλά ένα φανταστικό σκοινί λίγο μόλις πάνω από κάθε
σκαλοπάτι. Στράφηκαν οι μεγάλοι και την κοίταξαν. Σσσς, μην της μιλάτε, πρόλαβε
και είπε η γιαγιά. Σώπασαν όλοι. Έξω σχεδόν άκουγες το χιόνι να πέφτει. Έφερε
ένα γύρο το δωμάτιο, αποφεύγοντας με θαυμαστή επιδεξιότητα καναπέδες, καρέκλες,
απλωμένα πόδια στο πάτωμα, ύστερα έστρεψε αργά το σώμα της, κατευθύνθηκε προς
τη σκάλα και άρχισε να ανεβαίνει. Το βλέμμα μου την ακολούθησε, μαγνητισμένο
από το λευκό που έσερνε πίσω της. Γύρισαν οι μεγάλοι στις κουβέντες τους. Κι
εκείνη στο μέλλον της, απ’ όπου είχε για λίγο δραπετεύσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου