Το κουβάλημα των σιτηρών, οι θημωνιές και τ’ αλώνια.
Προς το τέλος του Ιουνίου τελείωνε ο θερισμός και των
τελευταίων σιταριών του χωριού. Τότε άρχιζε το κουβάλημα αυτών στ’ αλώνια, ο
κουβάλος, όπως αποκαλούσαν την εργασία αυτή. Η ημέρα καθοριζόταν με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου, για λόγους ασφάλειας της παραγωγής
και αλληλοβοήθειας στις διάφορες αβαρίες που πάθαιναν κατά τη
διάρκεια του κουβάλου.
Με προηγούμενη απόφασή του το Κοινοτικό Συμβούλιο καλούσε
τους χωριανούς σε «προσωπική εργασία» για να ισιάσουν τους δρόμους και τα
περάσματα. Να επισκευάσουν τις πολυάριθμες γέφυρες και γεφυράκια, ώστε να γίνει
καλύτερα η μεταφορά των σιτηρών και να αποφευχθούν τα ατυχήματα.
Ο κουβάλος γινόταν με τους αραμπάδες ή τα κάρα, που τα
έσερναν βουβάλια, βόδια ή άλογα μέχρι τα αλώνια. Τα αλώνια, στο χωριό μας και τα
περισσότερα χωριά των Τρικάλων, γίνονταν στην κοινόχρηστη έκταση που τα
περιβάλλει. Ήταν προκαθορισμένος χώρος για κάθε οικογένεια και κατά κάποιο τρόπο
ιδιωτικός και κληρονομικός. Μετακίνηση του αλωνιού σε άλλο χώρο προϋπόθετε
ύπαρξη κενού χώρου ή συνεννόηση με τους ενδιαφερόμενους γείτονες ή τον γεωργό που
είχε το χώρο και τον εγκατέλειψε. Συνήθως οι συγγενείς είχαν μαζί τα αλώνια
τους.
Μερικοί έκαμαν τα αλώνια τους κοντά στις κτηνοτροφικές τους
εγκαταστάσεις και τα χωράφια που ήταν κοντά στην κοινόχρηστη έκταση. Φρόντιζαν
πάντα να υπάρχουν και άλλα αλώνια δίπλα, να είναι η πρόσβαση εύκολη για τα κάρα
και τους ανθρώπους και να έχει κοντά νερό.
Επειδή στα αλώνια περνούσαν πολλές ώρες την ημέρα και επειδή
ο αλωνισμός κρατούσε πολύ καιρό, όσοι είχαν τη δυνατότητα κατασκεύαζαν και ένα
τσαρδακούλι για να προφυλάσσονται από τον καύσωνα της ημέρας. Τυχεροί ήταν
εκείνοι που στο αλώνι τους υπήρχε κάποιο δέντρο και εκμεταλλεύονταν τη σκιά
του. Οι άλλοι έκαναν πρόχειρους ίσκιους κοντά στα κάρα και τις θημωνιές. Στα αλώνια
καμιά φορά έφερναν και μια κλωσαρού (κλώσα) με τα πουλιά της, για να μαζεύουν
τους σπόρους και να «παίρνουν» αέρα, ώστε να μεγαλώσουν νωρίτερα.
Πριν αρχίσει ο κουβάλος ο γεωργός ετοίμαζε τα απαραίτητα
πράγματα και εργαλεία. Βασική του μέριμνα ήταν να ετοιμάσει τον αραμπά ή το
κάρο. Άλειφε τον άξονα του αραμπά ή τους τροχούς του κάρου με λίπος, για να
κυλούν ελεύθερα και να μην τρίζουν κατά την κίνησή τους.
Έσφιγγε καλά τους τροχούς και όποιο άλλο μέρος είχε ανάγκη.
Δοκίμαζε τους χάλπους, αν εφαρμόζουν καλά στις παραπόρτες ή έχουν μυτερή
κορυφή. Έκανε έλεγχο στο δικούλι ή τον απαδότη και στις τριχιές των ζώων, ιδίως
στην αμαξοτριχιά, που ήταν απαραίτητη για το δέσιμο των δεματιών πάνω στο κάρο.
Συγκέντρωνε όλα τα απαραίτητα εργαλεία (βαριοπούλα, πριόνι, σκεπάρνι,
τσεκουράκι, τσαπί, φτυάρι, κ.λ.π.), που ίσως του ήταν χρήσιμα σε όποια αβαρία ή
εμπόδιο παρουσιαζόταν κατά τη διάρκεια της εργασίας και θα βοηθούσαν στην
αποκατάστασή τους. Κανόνιζε, επίσης, και το άτομο ή τα άτομα που θα είναι μαζί του για
βοήθεια. Συνήθως ήταν κάποιο από τα παιδιά του, αγόρι ή κορίτσι, το πιο δυνατό.
Πολλές φορές την εργασία του κουβάλου αναλάμβανε το νεαρό ζευγάρι που είχε
προηγούμενη εμπειρία. Νωρίτερα καθαριζόταν καλά και το αλώνι. Κοβόταν όλα τα
αγκάθια, ισιαζόταν οι λακκούβες και με το φουκάλι σκουπιζόταν καλά. Όλα ήταν
έτοιμα. Το άλλο πρωί άρχιζε η κοπιαστική εργασία. Η δουλειά αυτή άρχιζε την
ίδια ημέρα για όλους, σύμφωνα με τα ισχύοντα γεωργικά έθιμα σ’ όλη τη Θεσσαλία.
Για το φόρτωμα του αραμπά ή του κάρου χρειαζόταν δυο άτομα
με τέχνη και αξιοσύνη περισσή. Την εργασία του φορτώματος εκτελούσαν άντρες και
σπάνια, από ανάγκη συνήθως, γυναίκες όταν έλειπε ο άνδρας. Το κάρο έπρεπε να
φορτωθεί καλά. Τα δρομολόγια ήταν μακρινά και αβαρίες δεν επιτρέπονταν.
Αφ’ ενός μεν χαρακτήριζαν άσχημα το γεωργό και αφ’ ετέρου
προκαλούσαν μεγάλη καθυστέρηση. Πολλές φορές το ζευγάρι ήταν ζεμένο κατά τη
διάρκεια που γινόταν η φόρτωση και τα ζώα δυστροπούσαν κάνοντας τη δουλειά
επικίνδυνη.
Το κάρο σταματούσε μπροστά στην κουλούρα με τα δεμάτια και
άρχιζε το φόρτωμα.
Το ένα άτομο αναλάμβανε το φόρτωμα και το άλλο το ανέβασμα
των δεματιών στο κάρο με το μεγάλο δικούλι. Αν στο φόρτωμα λάβαινε μέρος
γυναίκα, αυτή ήταν κάτω και ανέβαζε τα δεμάτια στο κάρο.
Η αρχή ήταν εύκολη. Τα πρώτα δεμάτια τοποθετούνταν στην
καρότσα του μεταφορικού μέσου και με τα στάχια πάντα προς το εσωτερικό. Όσο
προχωρούσε το φόρτωμα τα δεμάτια άρχιζαν να προεξέχουν στα πλάγια και μερικά
καρφώνονταν στους χάλπους για να στηρίζονται και να χρησιμεύουν ως οδηγοί για
τα επόμενα.
Όταν το ύψος ανέβαινε αρκετά, σταματούσε το φόρτωμα. Έπρεπε
τώρα να δεθεί καλά το φορτίο, γιατί οι δρόμοι ήταν γεμάτοι λακκούβες και
οι αποστάσεις από τα χωράφια ως το αλώνι ήταν μεγάλες. Μετά το δέσιμο ο άντρας
κατέβαινε από το κάρο και η γυναίκα ανέβαινε.
Στον αραμπά και στο κάρο που έσερναν βόδια, ο οδηγός καθόταν
πάνω στο τιμόνι, ενώ στο κάρο που έσερναν άλογα καθόταν σε ειδική «φωλιά» που
άφηνε στο μπροστινό μέρος του κάρου κατά το φόρτωμα. Για να βγει το φορτωμένο
κάρο από το χωράφι, ισιαζόταν όλα τα αυλάκια και κυρίως το σημείο που θα
έβγαινε στο δρόμο, το οποίο ήταν και το δυσκολότερο.
Όταν το κάρο ή ο αραμπάς έφτανε στο αλώνι, σταματούσε στο
σημείο που έπρεπε να γίνει η συγκέντρωση των δεματιών. Τα ζώα ξεζεύονταν και
δένονταν πιο πέρα για να ξεκουραστούν και να φάνε την τροφή τους. Η συγκέντρωση
των δεματιών γινόταν σε θημωνιές με βάση τον κύκλο ή το τετράγωνο.
Χωριστά η καντέρνα, η ντεβέτα, η καλεντίνη, το μαυραγάνι, η
καμπέρα και η κίτρινη ντεβέτα, το νούμερο, το κριθάρι, η βρώμη κ.λπ.
Τα δεμάτια έριχνε πάνω από το κάρο η γυναίκα και ο οδηγός
σχημάτιζε τη θημωνιά. Τα δεμάτια τοποθετούνταν με τα στάχια προς το εσωτερικό
της θημωνιάς.
Η βάση της θημωνιάς και το ύψος της καθοριζόταν από την
ποσότητα των δεματιών και το είδος των σιτηρών. Ιδιαίτερη προσοχή έδιναν στην
κορυφή της θημωνιάς. Έτσι, στην κορυφή τοποθετούσαν τα δεμάτια με τα στάχια
προς το εξωτερικό, ώστε το ένα να επικαλύπτει το άλλο σχηματίζοντας έναν κώνο ή
δυο κεκλιμένα επίπεδα, ανάλογα με τη βάση.
Με τον τρόπο αυτό σε περίπτωση βροχής, τα επάνω δεμάτια
έδιωχναν το νερό και τα άλλα δεμάτια διατηρούνταν στεγνά. Σε περίπτωση που η
βροχή ήταν αρκετά δυνατή και ο αέρας γκρέμιζε την κορυφή της θημωνιάς, τα μουσκεμένα
δεμάτια στήνονταν όρθια στο αλώνι για να στεγνώσουν.
Όταν άδειαζε το κάρο, έπιναν λίγο νερό, πότιζαν τα ζώα και
ξεκινούσαν πάλι για μια ακόμα στράτα (δρομολόγιο). Η εργασία άρχιζε με το πρωινό
χάραμα και συνεχιζόταν ως τη δύση του ήλιου. Μικρή διακοπή γινόταν το μεσημέρι
για φαγητό και λίγη ξεκούραση των ανθρώπων και των ζώων.
Παντού έβλεπε κανείς αραμπάδες και κάρα βαρυφορτωμένα με
δεμάτια σιτηρών ή άδεια, να κινούνται αργά ή γρήγορα, λες και κάποιο αόρατο
κέντρο είχε το συντονισμό τους. Συχνά είχαμε και ατυχήματα με τους φορτωμένους
αραμπάδες και τα κάρα, που κινούνταν σε άθλιους χωματόδρομους με βαθιές
ραβδώσεις, που δημιουργούσαν τα ίδια τα κάρα με τους τροχούς και από λακκούβες γεμάτες
νερά.
Φόβος και τρόμος των γεωργών ήταν τα πολλά και ακατάλληλα
γεφύρια, που συναντούσαν στο πέρασμά τους. Τα ζευγάρια, πολλές φορές, ιδίως των
βοδιών και βουβαλιών όταν έφταναν κοντά δυστροπούσαν, δεν προχωρούσαν και
ανάγκαζαν τους ζευγάδες να κατεβούν από το κάρο και να τα οδηγήσουν οι ίδιοι
στο πέρασμα αυτών.
Αρκετά φορτωμένα κάρα και αραμπάδες μπατάριζαν
(ανατρέπονταν) στο δρόμο, είτε γιατί ήταν κακοφορτωμένα και μετακινούνταν το κέντρο βάρους,
είτε γιατί τα ζώα έβγαιναν από το σωστό δρόμο και οι τροχοί πατούσαν σε
ψηλότερο έδαφος από τη μια πλευρά, με αποτέλεσμα να ανατρέπονται.
Ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί στους ζευγάδες.
Άλλοτε πάλι κάποιος τροχός έσπαζε γιατί δεν άντεχε το μεγάλο φορτίο ή το κάρο
«δάγκωνε» και καταστρεφόταν το σύστημα διεύθυνσης. Τότε άρχιζαν τα δύσκολα.
Ξεφόρτωμα, επισκευή και πάλι φόρτωμα ήταν η συνέπεια της
αβαρίας. Ευτυχώς που σ’ αυτές τις περιπτώσεις η αλληλεγγύη και η συμπαράσταση
των άλλων κουβαλητών ήταν δεδομένη.
Μέρες ολόκληρες συνεχιζόταν ο κουβάλος με τον ίδιο ρυθμό και
την ίδια ένταση. Τα δεμάτια στα χωράφια λιγόστευαν και οι θημωνιές στα αλώνια
αυξάνονταν. Τις θημωνιές κατασκεύαζαν τη μια δίπλα στην άλλη και στη βάση
κάποιας έβαζαν και ένα σίδερο, για το κακό μάτι και τα πονηρά πνεύματα, σύμφωνα
με τα έθιμα. Το έθιμο αυτό είχε άσχημα αποτελέσματα, όταν ο
αλωνισμός άρχισε να γίνεται από τις αλωνιστικές μηχανές. Τη φύλαξη των αλωνιών
την ημέρα είχαν τα παιδιά και το βράδυ οι μεγάλοι που παρέμειναν εκεί όλη τη
νύχτα.
Τα αδέσποτα ζώα (κυρίως γαϊδούρια) και τα κοπάδια των
χηναριών ήταν μια διαρκής απειλή για τις θημωνιές. Τραβούσαν τα στάχια και διέλυαν
τα δεμάτια σε ελάχιστο χρόνο, με κίνδυνο να καταρρεύσουν οι θημωνιές.
Τα τελευταία χρόνια που ο αλωνισμός γινόταν με τις
αλωνιστικές μηχανές, όταν η παραγωγή ήταν μεγάλη, οι θημωνιές γινόταν σε δυο
παράλληλες σειρές και ενδιάμεσα έμεινε ελεύθερος χώρος ώστε να περνά άνετα το αλωνιστικό
συγκρότημα.
Τα αλώνια ήταν σημείο αναφοράς για τους γεωργούς. Η συλλογή
των καρπών ήταν ευκαιρία, αλλά και η κατάλληλη στιγμή να εξοφληθούν όλες οι
μέχρι τότε οφειλές τους. Ο παπάς, ο δάσκαλος, οι φύλακες των ζώων, οι
αγροφύλακες, οι αμπελοφύλακες, οι νερουλάδες, κ.λ.π. όλοι σε είδος πληρωνόταν τότε.
Με σιτάρι σε πρώτη φάση (Καλοκαίρι) και καλαμπόκι σε δεύτερη φάση (Φθινόπωρο),
ανάλογα με τη συμφωνία. Ακόμα και σήμερα η φράση «στ’ αλώνια» συνοδεύει τους
παλιούς γεωργούς σε κάθε δοσοληψία, ιδίως όταν υπάρχει αδυναμία άμεσης
πληρωμής.
Ένα ποίημα του Γ. Στρατήγη, δίνει παραστατικά την εικόνα
μιας θημωνιάς:
Εγώ είμαι η βλογημένη θημωνιά,
που από χρυσά πυργώνομαι δεμάτια.
Ένα μονάχα μένει τη χρονιά,
να με ζηλεύουν κάστρα και παλάτια.
Εγώ είμαι η βλογημένη θημωνιά.
•••
Εμένα δε με χτίζουν με λιθάρια,
με χώματα, με ξύλα, με νερά.
Με στήνουν λυγερές και παλληκάρια
με στάχυα, με τραγούδια, με χαρά,
κι ο ιδρώς με ραίνει με μαργαριτάρια.
•••
Εγώ είμαι των ανθρώπων η κυψέλη,
που κρύβω την ατίμητη τροφή,
που κάθε χρόνο η μάνα γη τους στέλλει,
μεσ’ απ’ τα σπλάχνα με στοργή κρυφή,
γλυκύτερην ακόμα κι απ’ το μέλι.
•••
Λάμπω σαν ήλιος, λάμπω σαν φεγγάρι,
και σέρνω σκλάβα εμπρός μου τη ζωή
με το χρυσόξανθό μου το σιτάρι,
που
λαχταρούν ρηγάδες και λαοί,
που με λατρεύουν σαν προσκυνητάρι.
Του Νικολάου Χιώτη
Φωτο: Τάκης Τλούπας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου