Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
… Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Το ποίημα ανήκει στην περίοδο 1896-1904, γράφτηκε το 1901.
Είναι γραμμένο σε έξι στροφές από τρεις στίχους η κάθε στροφή. Έχει πολύ
πλούσια ομοιοκαταληξία και ομοιοκαταληκτούν οι δύο πρώτοι στίχοι κάθε στροφής
και ο τρίτος της μιας στροφής με τον τρίτο της άλλης.
Η πρώτη στροφή και η τελευταία είναι δύο
συμπληρωματικές εικόνες. Στην πρώτη εικόνα ο γέρων είναι καθισμένος μόνος με
παρέα του μιαν εφημερίδα στο βάθος του καφενείου, αναπολεί και θυμάται.
Στις στροφές που παρεμβάλλονται ο γέροντας αναλογίζεται πόσο
γρήγορα γλίστρησε ο χρόνος μέσα από τα χέρια του. Γέρασε και πια κανείς
δεν τον υπολογίζει. Αντί για σεβασμό συναντά την περιφρόνηση. Την
μοναξιά. Είναι βαριά η σκιά του γέρου και όλοι τον αποφεύγουν, νιώθουν ότι δεν
έχουν τίποτα να πουν μαζί του. Και όμως κάποτε
ήταν κι αυτός νέος, ωραίος, δυνατός, έξυπνος, με μυαλό και λόγο. Κρατούσε
την ζωή στα χέρια του και πίστευε ότι δεν θα του ξεφύγει, πριν
την χαρεί. Αλλά ώσπου να το καταλάβει, αυτή πέρασε αστραπιαία. Ο ποιητής για να
δηλώσει την έκταση της ταχύτητας του χρόνου, χρησιμοποιεί την
επανάληψη “Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό”.
Με πίκρα μονολογεί. Άφησε πολλές ομορφιές της ζωής να
περάσουν, χωρίς να τις χαρεί, με την πεποίθηση πως υπάρχει πάντοτε πολύς καιρός
μπροστά του να κάνει αυτά που του αρέσουν. Έλεγε: “Ούπω καιρός”, δηλαδή, δεν
είναι ακόμη ο καιρός, είμαι νέος ακόμη, θα έχω κι άλλες ευκαιρίες. Γέρος τώρα,
σκυφτός από το βάρος των ετών και μισοκοιμισμένος, αισθάνεται την ανάγκη να
κάνει πράγματα, επιθυμεί να διεκδικήσει μερίδιο στις ηδονές της ζωής, μα δεν
μπορεί και λυπάται γι αυτό. “Ουκέτι καιρός”, δεν υπάρχει πλέον καιρός, τα
χρόνια της ακμής πέρασαν και μάλιστα ανεπιστρεπτί. Είναι πολύ
βασανιστικό η ψυχή να θέλει, το σώμα όμως να μην ακολουθεί. Το μεν
πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής. Στην προκειμένη μάλιστα περίπτωση,
όπως συμβαίνει με όλους τους ηλικιωμένους, το πνεύμα είναι κι αυτό
ασθενές, κοιμάται, ακολουθώντας το σώμα στην φθορά του.
Ωραιότατο ποίημα. Ο ποιητής έγραψε αυτό το
ποίημα όταν ήταν 31 ετών, πολύ νέος, αλλά και πολύ ιδιοφυής, ώστε να μας δώσει
μια τέτοια σκληρή εικόνα των γηρατειών, χωρίς να μειώσει την ποίηση. Με διάχυτη
την ποιητικότητα και στα έξι τρίστιχα, ρεαλιστικά, νατουραλιστικά θα έλεγα, μας
θυμίζει πόσο ανάλγητος και πανδαμάτωρ είναι ο χρόνος, πόσο γρήγορα
περνά και σαρώνει τα πάντα στο διάβα του αδιαφορώντας για συναισθήματα,
όνειρα, οράματα, ηδονές, δημιουργίες, χαρές, απολαύσεις, που δικαιούται
να γνωρίσει ο κάθε άνθρωπος, που δικαιούται να γνωρίσει και ο ίδιος ο ποιητής,
γιατί ο καβάφης το συνηθίζει στην ποίησή του μιλώντας στους αναγνώστες του να
αναφέρεται στον εαυτό του και στα δικά του θέλω.
Δεν έχει άδικο λοιπόν ο λαϊκός ποιητής, όταν εκφράζοντας τη
λαϊκή συνείδηση τραγουδά τον δικό του καημό:
“Νά’ σαν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία…”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου