Στο Βαλτινό,
όταν ο ήλιος γέρνει πίσω από τον Κόζιακα κι ο ουρανός χρυσίζει,
το φως μοιάζει να ψιθυρίζει τα μυστικά της αιωνιότητας.
Η γη αναστενάζει απ’ το βάρος των ανέμων και της σιωπής,
και τα πλατάνια της πλατείας απλώνουν τα κλαδιά τους,
σαν να θέλουν να αγγίξουν τα αστέρια —
εκεί όπου κρύβονται τα ερωτήματα χωρίς απάντηση.
Η Παναγία, μάνα της φωτιάς και της σκόνης,
στέκει με μάτια βαθειά σαν πηγές,
καθώς ο αέρας κουβαλάει ψιθύρους παλιών προσευχών,
εκείνων που ποτέ δεν βρήκαν φωνή ούτε ηχώ.
«Γιατί γεννιόμαστε σαν τη δροσιά της αυγής,
που πέφτει απαλά στα φύλλα και εξατμίζεται στον ήλιο;»
ρωτά ο άνεμος που παίζει στα στάχυα,
κι η απάντηση είναι η σιωπή του ουρανού.
Ο πόνος είναι ο χειμώνας που παγώνει τα ρυάκια της ψυχής,
μια πληγή που σφραγίζει τη γη για να γεννήσει ξανά,
για να μάθει η καρδιά να αγαπά το σκοτάδι και το φως —
τη σιωπή και το τραγούδι.
Τα βήματά μας είναι μονοπάτια που χάνουν το ίχνος τους,
όμως το χώμα κάτω απ’ αυτά φυλά τα μυστικά της γέννησης,
και η ανάσα μας, ένας σπόρος που φυτρώνει στην αυγή
μιας απάντησης που πάντα διαφεύγει.
Στον Δεκαπενταύγουστο,
όταν οι καμπάνες γίνονται τραγούδι και το σκοτάδι γίνεται φως,
η ζωή μοιάζει να μονολογεί τον μύθο της —
ένα ταξίδι χωρίς χάρτη, χωρίς λιμάνι,
που μόνο η καρδιά μπορεί να ακολουθήσει.
Και ίσως, μέσα στην ατέλειωτη αυτή αναζήτηση,
το πιο βαθύ νόημα να είναι η ίδια η αγάπη
που ανθίζει στην καρδιά της αβεβαιότητας,
σαν λουλούδι που ανθίζει στο μέσο του χειμώνα,
γιορτάζοντας την ύπαρξη, χωρίς να ζητά να καταλάβει το γιατί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου