Μια ζεστή ματιά στα παιδικά χρόνια του συγγραφέα και των φίλων του, στο χωριό της δεκαετίας του ’60, προσφέρει το υπό έκδοση βιβλίο «Βίκτωρας» του Χάρη Αγγελή. Με νοσταλγία, χιούμορ και ευαισθησία, ο συγγραφέας καταγράφει στιγμές αθωότητας, περιπέτειες και εικόνες μιας εποχής που χάνεται – τότε που η αυλή, το χωράφι και ο χωματόδρομος γίνονταν τόποι θαυμάτων για τα παιδιά. Ο Βίκτωρας, ένας από τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου, ζωντανεύει με τρόπο αυθεντικό και συγκινητικό, ως φορέας μνήμης αλλά και ζωντανής σχέσης με τον τόπο.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι μια γεύση από εκείνα τα χρόνια, όπως τα είδε και τα θυμήθηκε ο συγγραφέας.
Καθώς
πλησίαζε ο Αύγουστος, ο ήλιος έκαιγε περισσότερο. Οι τρεις φίλοι προτιμούσαν
τον ίσκιο που έριχναν τα τεράστια δέντρα μπροστά και πίσω από την εκκλησία. Ο
Πίπης, όπως έκανε με τις κολοφωτιές, άρχισε να κάνει τώρα με τους τζίτζηκες.
Είχε μανία να τους πιάνει, να τους δένει σ’ ένα σκοινί και να το κρεμάει από
μια θηλιά στο παντελόνι του. Έτσι έκανε με τους “παππούδες”, όπως έλεγε αυτούς
που κάθονταν χαμηλά στους χοντρούς και ρυτιδιασμένους κορμούς των μεγάλων
δέντρων και τεμπέλιαζαν βγάζοντας ένα βραχνό και αργό τζου–τζου–τζου.
Οι άλλοι, που κάθονταν ψηλά στα τρυφερά κλαδιά, ήταν μεγαλύτεροι, ζωηρότεροι,
τζιτζίριζαν γρήγορα και δυνατά, μέχρι που σε ξεκούφαιναν. Αν κατάφερνε να
πιάσει, ανεβαίνοντας σιγά-σιγά στο δέντρο, έναν τέτοιον, του ’βαζε ένα άχυρο
στον πισινό και τον αμολούσε να πετάξει, δήθεν σαν αεροπλάνο. Οι καημένοι οι
τζίτζηκες πετούσαν λίγο κι έπεφταν αμέσως στο χώμα, πληγωμένοι θανάσιμα από το
τρύπημα του άχυρου.
Μέσα
κι έξω από τον περίβολο της εκκλησίας σύχναζε και ο Πραξιτέλης. Ήταν ένας
μεγάλος άντρας, παντρεμένος, με δυο κορίτσια και ένα παιδί. Είχε το κεφάλι
κουρεμένο σαν σχολιαρόπαιδο και στα χέρια του κρατούσε πάντοτε ένα μπαστούνι.
Δεν δούλευε ποτέ· περπατούσε και μιλούσε μόνος του, γελούσε, τραγουδούσε, αλλά
μερικές φορές νευρίαζε απότομα και ήταν σαν να μάλωνε με κάποιον αόρατο
άνθρωπο. Πετούσε πέτρες, φώναζε, κουνούσε το μπαστούνι, βρισκόταν γενικά εκτός
εαυτού. Τέτοιες στιγμές τα παιδιά το ’βαζαν στα πόδια και εξαφανίζονταν. Όταν
όμως ήταν ήρεμος, μιλούσε στα παιδιά σαν πατέρας κι έπαιζε μαζί τους σαν παιδί.
Σαν μαθητής στο σχολείο ήταν άριστος, αφού και τώρα τα δύσκολα προβλήματα που
έβαζε ο δάσκαλος και δεν μπορούσαν να τα λύσουν οι καλοί μαθητές, τα ’φερναν
και τα ’λυνε πολύ γρήγορα ο Πραξιτέλης. Κάτι είχε πάθει στον πόλεμο, έλεγαν οι
χωριανοί, και τσιακατίστηκε το μυαλό του.
Το
σπίτι του Πραξιτέλη βρισκόταν στη δυτική πλευρά της εκκλησίας. Αριστερά του
υπήρχε το μπακάλικο του Καραμήτσιου και δεξιά του το καμίνι του Καλαμπάκα.
Μπροστά, κι από την άλλη μεριά του δρόμου, έξω από το περιβόλι της εκκλησίας,
ήταν το κοινοτικό γραφείο, που παλιά οι χωριανοί το είχαν για δημοτικό σχολείο.
Μια
Κυριακή, μετά τη λειτουργία, ήρθε ένας κύριος με άσπρο πουκάμισο, γκρι
παντελόνι, παρδαλά καρακαξένια σκαρπίνια και ένα ψάθινο καπέλο, που πότε το
’βαζε στο κεφάλι και πότε το κρατούσε στα χέρια κι έκανε αέρα στο πρόσωπο.
Περπατούσε με τον γραμματικό του παππού, τον Μήτσο, και κοίταζαν τα μεγάλα
δέντρα. Όταν είδε τους ξυπόλητους πρίγκιπες με τα ισχνά ποδαράκια, τα
μαυρισμένα πρόσωπα και τις στεγνές μύξες κάτω από τη μύτη, τους φώναξε κοντά
του. Με το κάτασπρο κι απαλό, δεσποτίσιο χέρι του, έβγαλε ένα δίφραγκο και το
έδωσε στον Βίκτωρα.
—
Πάτε, λέει, στο μπακάλη να σας δώσει καραμέλες.
Ένα
δίφραγκο ολόκληρο – το βάσταξαν στα χέρια τους όλοι με τη σειρά, το ζύγιαζαν,
το επεξεργάζονταν – κι ο Σιούλας είπε πως το φαλακρό κεφάλι από τη μια μεριά
είναι του βασιλιά και από την άλλη η κορώνα του.
—
Τι καραμέλες θέλετε; φώναξε δυνατά ο χοντρός μπακάλης, επειδή ήταν κουφός και
δεν άκουγε καλά!
Ώσπου
να κοιταχτούν και να αποφασίσουν μεταξύ τους οι πρίγκιπες...
—
Ξεμπλέτσωτες! φωνάζει δυνατά ο Πίπης.
Ένα
μεγάλο χωνί από παλιά εφημερίδα γέμισε μακρουλές, γυμνές, χωρίς περιτύλιγμα
καραμέλες. Τις πήραν κι έτρεξαν στα χαϊάτια της εκκλησίας. Έκατσαν και τις
μοίραζαν μία – μία. Επειδή ήταν πολλές, έριξε την ιδέα ο Πίπης να πάνε πίσω τις
μισές και να κρατήσουν τη δραχμή, να πάρουν παγωτό στο πανηγύρι του
Δεκαπενταύγουστου.
—
Τι χαζομάρες λες; είπε ο Σιούλας, κι έτσι έληξε η συζήτηση και η μοιρασιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου