Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Το εμπόριο των χοιρινών στο Βαλτινό και τα γύρω χωριά

 

Μόλις τα μικρά γουρουνάκια έπαιρναν να σφίγγουν, έτοιμα για πούλημα, άρχιζε το τελετουργικό της μεταφοράς τους. Δύο-δύο τα έβαζαν σε σακιά, τα φόρτωναν στα ζώα κι έπαιρναν τον δρόμο τη νύχτα, μες στη σιγαλιά, για το παζάρι. Το καλοκαίρι, με τη ζέστη να βαραίνει τον αέρα, έβρεχαν τα σακιά ή τους άνοιγαν μικρές τρύπες – να μη σκάσουν τα φτωχά. Άλλοτε, έφτιαχναν ξύλινες κάσες και τα έβαζαν μέσα, τα μετέφεραν με άλογα ή γαϊδούρια, μέρες παζαριού: Δευτέρα στα Τρίκαλα, Τετάρτη στην Καλαμπάκα, Παρασκευή στην Πύλη, Σάββατο στο Μουζάκι.

Κι αν δεν τα πήγαιναν εκεί, τα αντάλλασσαν στα χωριά του κάμπου. Ένα γουρουνάκι για λίγο καλαμπόκι, μια ζωντανή ψυχή για μερικές χούφτες σιτάρι.

Οι αγοραστές, Γκαραγκούνηδες από τα χωριά του κάμπου ήξεραν να ξεχωρίζουν το καλό ζώο: παχύ, ήρεμο, κοντόσωμο, με μεγάλο κουφάρι. Αν είχε κι ένα άσπρο σημάδι στο κεφάλι ή στο πόδι, ήταν ακόμα πιο περιζήτητο. Σημάδι τύχης, λέγαν.

Στο Βαλτινό και τα γύρω χωριά, οι μάνες-γουρούνες ήταν πολλές. Νύχτα τις φόρτωναν στα κάρα για τα Τρίκαλα, μαζί με τα μικρά τους. Πίσω απ’ τον μύλο του Βοΐλα, όπου γίνονταν το ζωοπάζαρο, τις ξεφόρτωναν. Εκεί έμπαιναν τα μικρά στα σακιά – κι είχαν μια ομορφιά, μια χάρη, που τα έκανε να πουλιούνται γρήγορα. Δεν ήταν σαν τ’ άλλα, τα νηστικά, που στέγνωναν στις κάσες και μαράζωναν. Οι μάνες, μόλις έδιναν τα μικρά, έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής μόνες τους. Χωρίς τον κτηνοτρόφο, χωρίς οδηγό. Ήξεραν τον δρόμο για το σπίτι.

Κοντά στους χοιροτρόφους, δούλευαν και οι μεταπράτες. Άνθρωποι από τα ίδια χώματα, που μετέφεραν και πουλούσαν τα περισσότερα ζώα. Στο παζάρι, στήνονταν σε ομάδες και αγόραζαν τάχα ο ένας απ’ τον άλλον, για να παραπλανήσουν τους ανυποψίαστους αγοραστές. Παλιοί θυμούνται ακόμη τα κόλπα τους. Άλλες φορές, έκλειναν τη συμφωνία στα κρυφά και παρέδιδαν το ζώο σε άλλο μέρος – μακριά από τα μάτια του φορατζή, για να γλιτώσουν το «κερατιάτικο».

Μα ήρθαν κι οι καιροί που το κάρο, το άλογο και το γαϊδούρι παραμέρισαν. Από τις αρχές του ’70, άρχισαν τα μηχανήματα: οχήματα με πετρελαιοκινητήρες Μαρκότσι, μετά τα τρίκυκλα φορτηγάκια. Κι έτσι, σιγά σιγά, το εμπόριο άλλαξε πρόσωπο. Σήμερα, φορτηγά μικρά και μεγάλα κουβαλούν το ζωντανό εμπόρευμα, και τα γουρουνάκια πηγαίνουν κατευθείαν στα χοιροστάσια. Χωρίς παζάρια, χωρίς δρόμους, χωρίς ψυχή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας