Σε
μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του 1965, του Τάκη Τλούπα, οι σκιές της γης και του ανθρώπου σμίγουν, κρατώντας το
βάρος της καθημερινότητας σε έναν κόσμο που είναι πάντα στο χείλος του έτους. Η
γυναίκα, με τη λευκή της μαντήλα να αντέχει τον άνεμο και την άγρια
καθημερινότητα, προχωρά βιαστικά. Περπατά με την αποφασιστικότητα εκείνων που
ξέρουν πως ο χρόνος, σαν τη γη που καλλιεργούν, δεν συγχωρεί την αναβολή. Στο
βλέμμα της, μια ανησυχία. Όχι μόνο για το βάρος του άχυρου, αλλά και για το
βάρος των σύννεφων που πιέζουν τον ουρανό και την καρδιά της.
Το
κάρο, φορτωμένο με την καρδιά της γης, σέρνεται με βουή στην αργή του πορεία,
αλλά το βλέμμα της γυναίκας δεν απομακρύνεται από το δρόμο. Μια βιασύνη, ίσως
αδιόρατη, ίσως αθέατη, την σπρώχνει να προλάβει τον καιρό, να κρατήσει τη
σοδειά της ασφαλή πριν η δροσιά της βροχής την πνίξει. Πάνω στο κάρο, ο άντρας της
κάθεται ήρεμος, σταθερός, όπως οι άντρες των τόπων αυτών – δεν έχει γνωρίσει
ποτέ το βάρος της γης, την αγωνία του ουρανού ή την ένταση του αγώνα για την
επιβίωση.
Αυτός,
στο κάρο, αποτελεί το σταθερό σημείο, την απαλή σιωπή που σφραγίζει την κίνηση
του κόσμου γύρω του.
Τα
σύννεφα απλώνονται στον ουρανό με σφιγμένο χέρι, απειλώντας να ανατρέψουν τη
σιωπηλή συμφωνία του κόσμου με τη γη και την ελπίδα. Η γυναίκα, όμως, δεν
περιμένει. Ξέρει ότι κάθε στιγμή είναι απαραίτητη για να πιάσει τη μέρα. Η ζωή
της, καθαρή και αδιαπραγμάτευτη, προχωρά σαν το αλέτρι που χτυπά το έδαφος,
σπέρνοντας για το μέλλον, για την επόμενη σοδειά. Μένει μόνο να φτάσει το
χωριό, να αφήσει πίσω της το φορτίο του καιρού, και να αναλογιστεί
για μια στιγμή τη βαρύτητα της γης που την κρατά.
Στη
σιωπή της εικόνας, η αίσθηση του χρόνου είναι σχεδόν ανυπόφορη, και η γη, με τα
δύσκολα βήματα της γυναίκας, μοιάζει να αναστενάζει υπό το βάρος της ύπαρξής
της, σαν να της ζητάει να τρέξει γρηγορότερα, να βρει την ισορροπία ανάμεσα
στην ασάφεια του ουρανού και στην απειλή της βροχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου