Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Λέξεις του τόπου μας, από το Γλωσσάρι Ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής. ΜΙ



Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου

Συνεχίζοντας την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Μ και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική σειρά:

μαγάρσμα του ουσ.  στη φράση να, μαγάρσμα, μ’ έκουψις την ανάσα μ’ μι τς φουνές που βάειζ (χαϊδευτικά σε μικρό παιδί ζαβολιάρικο)
μαγκλαράς  η αρσ. ουσ.  και μαγκλάρας θηλ. η μαγκλαρού· ψηλός και άχαρος άντρας, νταγκλαράς
μαγκούφκους  επίθ. η μαγκούφκους η μαγκούφκην του μαγκούφκου· ο μαγκούφικος, ο άχρηστος, ο ανεπρόκοπος: έχασα του γουμάρι· πού ’ξαφανίσκι, ρε, του μαγκούφκου; – μαγκούφς κι αυτός, μαγκούφκα κι τα πιδγιά τ’ (άχρηστα, ανεπρόκοπα)
μάεα  τα ουδ.ουσ. τα μάγια: λεν τάχα ότι τς έκαναν μάεα κι για ταύτου (γι’αυτό) χάλασι η γάμους
μαειργιό  του ουδ. ουσ. μαγερειό, το μαγειρείο· ιδιαίτερος χώρος, πολλές φορές ιδιαίτερο οίκημα στα νοικοκυριά των χωριών, όπου παρασκευάζονταν και μαγειρεύονταν τα φαγητά. Στον ιδιο χώρο υπήρχε ο μπουχαρής, η γάστρα και όλα τα χαλκώματα και τα τεντζερέδια (τα μαγειρικά σκεύη)· υπήρχαν επίσης όλα τα τρόφιμα, αποθηκευμένα ή αρμαθιασμένα και κρεμασμένα στους τοίχους
μάκους  η αρσ. ουσ. ποώδες φυτό, σαν την παπαρούνα, με άνθη μωβ· φύονταν στους κήπους· το χρησιμοποιούσαν οι γιαγιάδες κι οι μαμάδες ως υπνωτικό - ηρεμιστικό για τα μικρά παιδιά. Είναι το λεγόμενο όπιο. Με αυστηρή νομοθεσία απαγορεύτηκε η ύπαρξή του στους κήπους
μακρουσκνάου  ρ. αόρ. μακρουσκοίντσα 1) δένω με μακρύ σκοινί το ζώο να βοσκήσει σε βοσκότοπο: να πας στου λιβάδι τ’άλουγα να τα μακρουσκνήεις  2) μεταφ. στη φράση τι θελτς κι την μακρουσκνάς έτσι  την κουβέντα; (την παρατείνεις)
μαλαγάνας  η αρσ. ουσ.  θηλ. η μαλαγάνα και μαλαγάνου· αυτός που προσπαθεί να πετύχει κάτι με κολακεία, πονηριά, υστεροβουλία
μαλαγανιά  η θηλ. ουσ.  η συμπεριφορά του μαλαγάνα: μι τς μαλαγανιές τ’ τα πιτχαίνει  ούλα,όχι  ότι  είνι κι κάνας έξυπνους
μαλαφράντζα  η θηλ. ουσ.  αφροδίσιο (ή και κάθε άλλο νόσημα)
μαλαφραντζιάρς   επίθ. η  μαλαφραντζιάρς  η μαλαφραντζιάρα  του μαλαφραντζιάρκου· ο αρρωστιάρης, ο καχεκτικός
μαλιμάτι  του ουδ. ουσ.  πληθ. τα μαλιμάτχια· γαλιφιά, μαλαγανιά, κολακεία

μαλλάτα - αρνάτα  ως επίρρ.  εμ αρνάτα εμ μαλάτα· τα θέλει όλα, και έτσι και έτσι (και καλά και ωραία)
μαλλιαγράου  ρ. μεταβ. παρατ. μαλλιαγρούσα, αόρ. μαλλιάγρ(ι)σα· κόβω κάτι με δυσκολία και άτσαλα: τι του μαλλιαγράς έτσι του καρβέλι, δεν κόβει  του μαχαίρι; – μην τα μαλλιαγράς έτσι τα λάχανα, πάρτα μι τη σειρά – τουν έρξι καταή του σκλι κι τουν μαλλιαγρούσι τόσην ώρα
μανάρι  του  ουδ.ουσ.  1) αρνί σιτευτό για πάχυνση, που τρέφεται στο σπίτι και φροντίζεται ιδιαίτερα, το θρεφτάρι  2) στις φράσεις  έλα δω, μανάρι μ’ (σε μικρό παιδί) – ω ρε, μανάρι μ’, ισένα! (φλερτάρισμα σε γυναίκα)
μανιά  η  θηλ. ουσ. 1) η πολύ γριά, η βαβά: πήγαμι να κλέψουμι κουρόμπλα, αλλά μας πήρι χαμπάρι  η μανιά η Νικουλάκαινα κι φώναζε  2) η γιαγιά για τα εγγόνια της: μας μάζιψι ούλα τα ’γγουνάκια τς η μανιά κι άρχισι να μας λέει  παραμύθχια – θυμάμι η μανιά μ’ είχι ούλουένα καραμέλλις κι κουκόσις σ’ τς τσέπις τς
μάνταλους  η αρσ. ουσ. και του μάνταλου· το μάνταλο· ξύλινο ή μεταλλικό ραβδί που ασφαλίζει από μέσα την πόρτα ή το παράθυρο, ο σύρτης
μαντζαφλάρι  του  ουδ. ουσ.  πληθ. τα μαντζαφλάργια  1) διάφορα άχρηστα αντικείμενα: τι τα θελτς κι τα μαζεύζ’  ιδώ ούλα αυτά τα μαντζαφλάργια;  2) μεταφ. και ευφημιστικά το πέος
μαραπάς  η αρσ. ουσ.  πληθ. οι μαραπάδις· αστεϊσμός, αστείο πείραγμα, χωρατό
μάργουμα  του ουδ. ουσ. το μάργωμα· πούντιασμα, ρίγος
μαργώνου  ρ. μεταβ. και αμετ. αόρ. μάργουσα· κρυώνω πολύ, ξεπαγιάζω: φέρτου μέσα του κούτσικου, του μάργουσις όξου στου κρύου 2) μεταφ. στενοχωριέμαι, θλίβομαι: σαν μ’ είπι κι  αυτές, τς βαρές τς κουβέντις, μάργουσα ένα ένα
μαρή  και  μαρ’  προσφώνηση σε γυναίκα, συνήθως προσβλητική ή υβριστική: τι λες, μαρή, σι μένα μιλάς έτσι; – πού’ σι, μαρή, δεν ακούς; – κι συ, μαρ’ Βασίλω, δεν αντρέπισι λίγου;  και για δήλωση συμπάθειας: μη στεναχουργιέσι, μαρ’ μάνα μ’, μην καντς έτσι – μαρή που πας απάνω τη ρόκα γνέθοντα, πιρίμινι κι μένα να πάμε παίζοντα (από δημοτ. τραγ.)
μαρίγκαλου  του ουδ. ουσ.  παιδική λέξη που χρησιμοποιούνταν στα παιδικά παιχνίδια: σαρίγκαλου μαρίγκαλου, βγάλ’ τα κιρατάκια σου να ’δου τα προυβατάκια σου…
μαρκαλάω ρ. μεταβ. αόρ. μαρκάλτσα  μαρκαλιώμι, μαρκαλίσκα, μαρκαλτζμένους· για πρόβατα  έρχομαι σε σεξουαλική επαφή με το θηλικό
μαρκάλους  η αρσ. ουσ.  περίοδος κατά την οποία μαρκαλιώνται τα πρόβατα: έχουν μαρκάλου τα κριάργια κι θέλουν καλή ταή (ταγή)
μαρκάτη  η θηλ. ουσ.  το γιαούρτι
μαρκιώμι  ρ. αμετάβ.  μηρυκάζω· για ορισμένα χορτοφάγα ζώα, κυρίως βοοειδή και αιγοπρόβατα· ξαναμασώ την ήδη μασημένη τροφή
μαρμάγκα  η θηλ. ουσ. 1) είδος δηλητηριώδους αράχνης 2) μεταφ. στη φρ. τουν έφαγι  η μαρμάγκα (τον βρήκε στεναχώρια, έπαθε συμφορά)
μαρμάρα η θηλ. ουσ.  για θηλυκά ζώα, αλλά και για γυναίκα, η στείρα, η στέρφα, η άτεκνη: μαρμάρα γίδα – ήταν μνια μαρμάρα που δεν έκανε  πιδγιά
μαρτζέλια  τα ουδ. ουσ. 1) τα δυο κρεατάκια, οι δυο αδένες που κρέμονται σαν  σκουλαρίκια κάτω από το σαγόνι γίδας, από καλή ράτσα κυρίως: η γίδα η μαρτζέλα  2) μεταφ. όπως στη φρ. μπα, γιατί, μαρτζέλια  έχει  αυτός κι θα τουν κάνου χάρη κιόλα;
μαρτίσιους   επίθ. η μαρτίσιους η μαρτίσια του μαρτίσιου· για ύφασμα αργαλίσιο αυτό που είναι υφασμένο από άσπρόμαυρες ή κοκκινόασπρες ρίγες: φούστα μαρτίσια – τρουβάς μαρτίσιους – σακί μαρτίσιου
μάσια  η θηλ. ουσ.  απλή μεταλλική λαβίδα για το συδαύλισμα, (το σύμπημα) της φωτιάς ή για τη μεταφορά πυρακτωμένων κάρβουνων
μασκαραλίκι  του ουδ. ουσ.  πληθ. τα μασκαραλίκια 1) γελοιοποίηση, λόγια ή ενέργειες που προκαλούν γέλιο: τι μασκαραλίκι ήταν αυτό που έπαθι χουρίς να του πιριμένει 2) απρεπείς συμπεριφορές, ντροπής πράματα: τς έπχιασαν μες στου χαντάκι  να κάνουν μασκαραλίκια (ερωτικές περιπτύξεις ή και ερωτ. πράξη)
μασλάτι  του ουδ. ουσ.  κουβεντολόι, αστείες ιστορίες: όπ’ ν’ανταμώνουν, αρχινάν τα μασλάτχια κι πού να σταματήσουν – ’κείνα τα χρόνια στα νυχτέργια που έκανάμαν ούλου ιστουρίις, μασλάτχια κι μαραπάδις ήμασταν
μασνάρι  του ουδ. ουσ.  το ανδρικό μόριο, το πέος
μαστόρσα  η θηλ. ουσ.  η μαστόρισσα  1) λέγονταν κυρίως η τσιγγάνα, η μπράξα, η οποία με πονηριά και γαλιφιές ξεγελούσε πολλές νοικοκυρές της υπαίθρου και πετύχαινε αυτό που ήθελε 2) γυναίκα έξυπνη, επιδέξια και διπλωμάτισσα: είνι μνια μαστόρσα αυτήν, σι πλάει  κι σεαγουράζει
μαστραπάς  η  αρσ. ουσ.  ανοιχτό δοχείο, πήλινο συνήθως ή γυάλινο, για κέρασμα νερού ή κρασιού, κούπα, κύπελο, κανάτι: να τσάκιζα το μαστραπά πό’ χει το μόσχο μέσα ( από δημοτ. τραγ. )
ματσαράγκα  η θηλ. ουσ.  παγαποντιά, απάτη  αρσ. η ματσαράγκας· κατεργάρης, απατεώνας: ο κόκορας της γειτονιάς φαινότανε για μάγκας, μα τώρα τον κατάλαβαν πως ήταν ματσαράγκας (από λαϊκό τραγ.)
μιρακλήτικους  επίθ. η μιρακλήτικους η μιρακλήτικην του μιρακλήτικου· ο μερακλήδικος· ο φτειαγμένος με μεράκι, ο καλοδουλεμένος: είχι πουλλά προικιά η νύφη  κιούλα μιρακλήτικα – μπράβο! τό’ φκιασις μιρακλήτικου
μιργιάς  η αρσ. ουσ. ο μεριάς· κοινοτική έκταση στα χωριά που δε μοιράστηκε στους κληρούχους (από την απαλλοτρίωση), αλλά έμεινε ως κοινός βοσκότοπος για όλα τα ζώα του χωριού: τώρα ρήμαξαν ντιπ οι μιργιάδις στα χουργιά, τότι ήταν γιμάτω  απού πράματα (από ζώα που έβοσκαν)
μισμιργιάζου  ρ. αμετ. 1) τρώω ή κοιμούμαι για μεσημέρι: μισμέργιασάμαν μι πρόχειρου φαϊ, αυγά τηγαντζμένα κι λίγου σαλάτα – απουσταμένω  όπως ήμασταν απ’ του θέρου, έπισάμαν να μισμιργιάσουμι λίγου κάτ’ απ’ τουν ήσκιου 3) στη φράση μισμιργιάζει  του καλαμπούκι, θέλει πότσμα (για τα φύλλα του φυτού που διψάει)
μιτζμένους   ως επίθ.  μιτζμένους μιτζμένην μιτζμένου· ο μεθυσμένος
μόλυμα  του ουδ. ουσ.  για πρόσωπο· αυτός που είναι μολυσμένος ηθικά: ξερς τι παλιάνθρουπους, τι μόλυμα τς κοινωνίας που είναι αυτός; μην τουν ζγώντς ντιπ
μούγκλαβους  επίθ. η μούγκλαβους η μούγκλαβην του μούγκλαβου· ο κρυψίνους (αυτός που κρύβει τις σκέψεις του), ο πονηρός, που τα καταλαβαίνει όλα, αλλά δε μιλάει
μούγκριους  επίθ. η μούγκριους η μούγκρια (και μούγκρην)  του μούγκριου· αυτός που δε μιλάει σχεδόν καθόλου (από πονηριά περισσότερο) ή βγάζει φωνές με κλειστό το στόμα σαν να μουγκρίζει
μουζαβίρς  επίθ. η μουζαβίρς η μουζαβίρα και μουζαβίρου του μουζαβίρκου· ο σκανταλιάρης, ο συκοφάντης, ο ανακατωσούρης, ο ραδιούργος, αυτός που βάζει ζαβουλιές
μουκαϊσιά  η θηλ. ουσ.  η αμέλεια, η ξαστοχιά: μ’ είπαν πουλλές φουρές να πιράσου απ’ του σπίτι τ’ αλλά απού μουκαϊσιά κι γω δεν απέρασα – η άλλους απού μουκαϊσιά έμεινι ανύπαντρους
μουκαΐτς  η αρσ. ουσ. και θηλ. η μουκαΐτσα  αυτός που διακρίνεται από μουκαϊσιά, ο αμελής, ο ξαστοχιάρης
μουλουγάω  ρ. μεταβ. και αμετ.  προστ. μουλόγα  αόρ. μουλόγσα· μουλουγιώμι (συνήθως στο γ΄ εν. προσ.)· ο μουλουγμένους· μολογώ, λέω, αφηγούμαι: μουλουγούσι μουλουγούσι ώρις ουλόκληρις
μούμους  η αρσ. ουσ.  ανύπαρκτο, φανταστικό τέρας με το οποίο φοβερίζουν οι μεγάλοι τα μικρά παιδιά: θα σι φάει η μούμους αν δεν καντς καλά – έλα, έλα μούμου να του παρς του πιδί ’π’ δεν τρώει  του φαΐ τ’
μουνουχάω  ρ. μεταβ.  μουνουχίζου  αόρ. μουνούχσα· ευνουχίζω  για αρσενικό ζώο (σπάν. για άνδρα)· αποκόπτω και αφαιρώ τους γεννητικούς αδένες, τους όρχεις
μουνούχμα  του ουδ. ουσ.  το μουνούχισμα, ο ευνουχισμός: θέλει μουνούχμα του βόδι, για να μην κουσεύει  σι ξένις γιλάδις – να τουν πατήεις ένα μουνούχμα, να δεις αν ξαναπειράξει τς γναίκις στου χουργιό
μουντλάκ  επίρρ.  απαραίτητα, ντε και καλά: αμ, κι σεις, μουντλάκ να ξικινήστι νύχτα κι να χαθείτι στου δρόμου, σάματι δε θα ξημέρουνι την άλλη τη μέρα;
μούργκουμα  του ουδ. ουσ.  το σουρούπωμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας