Ένα διήγημα του Ηλία
Κεφάλα που αναφέρεται στο παλιό χωριό του Βαλτινού, Παλιοχώρι.
Αξίζει να αφιερώσετε λίγο
χρόνο να το διαβάσετε, είναι καταπληκτικό!
ΠΑΛΙΟΧΩΡΙ
(Διήγημα του Ηλία Κεφάλα)
Ο Πέτρος Ντούμας και ο Ανδρέας
Ριζαύτης έφυγαν καθυστερημένα από το σχολείο τους εκείνη την ημέρα. Ως συνήθως
είχαν πάει πάλι απροετοίμαστοι και αδιάβαστοι εντελώς και ο δάσκαλος δεν τους
χαρίστηκε καθόλου.
Έπεσε αυτό που λέει
θυμόσοφα ο λαός, ξύλο με τη μηχανή. Τα χέρια του δασκάλου ανεβοκατέβηκαν
αμέτρητες φορές πάνω στο σβέρκο και τα μάγουλά τους, ώσπου αυτά άναψαν και
λαμπάδιασαν. Τους έδερνε περισσότερο από συνήθεια και παγιωμένη διδακτική
τακτική, παρά από οποιοδήποτε άλλο ενδιαφέρον. Κι εκείνοι, που ούτε θυμόνταν
πια πόσα χρόνια έμειναν απροβίβαστοι στην πέμπτη τάξη, με χνουδωτά μάγουλα και
λίγα πρώιμα μουστάκια, έσκαζαν από το κακό τους, γιατί δεν είχαν προλάβει να
χρησιμοποιήσουν αυτή τη φορά τα χοντρά ραβδιά, που είχαν κρύψει κάτω από το
θρανίο τους. Όμως ό,τι και να γινόταν, ο δάσκαλος δεν θα γλίτωνε μια μέρα το
ξύλο από τα χέρια τους. Και, τότε, θα έπαιρναν το αίμα τους πίσω και μάλιστα με
το παραπάνω.
Ήταν αργά το μεσημέρι,
λοιπόν, όταν ο δάσκαλος εδέησε να τους αφήσει να φύγουν, γιατί, μέχρι εκείνη τη
στιγμή, τους είχε τιμωρήσει με τη λεγόμενη «νηστεία», το άκρως παιδαγωγικό
μέτρο που απέβλεπε στο χάσιμο του μεσημεριανού γεύματος του σπιτιού. «κολοκύθια
τούμπανα», σκέφτονταν και οι δυο άτακτοι μαθητές, γιατί ήξεραν καλά ότι δεν
τους περίμεναν ποτέ για φαγητό στο σπίτι. Ο καθένας έτρωγε όποτε ήθελε και ό,τι
ήθελε, αν έβρισκε βέβαια κάτι να φάει. Οι γονείς τους χαμένοι στα χωράφια και
τα πρόβατα δεν χόλιαζαν και πολύ με το τι θα φάει η οικογένεια. Αυτά ήταν για
τις γιορτές και τις χρονιάρες μέρες. Για όλες τις άλλες μέρες ο καθένας τους
ήξερε που ήταν το βαρέλι με το τυρί, που ήταν τα καρβέλια του ψωμιού, που ήταν
το πιθάρι με τη λίπα. Ας έτρωγε λοιπόν, όπως μπορούσε.
Μάζεψαν αγανακτισμένοι τη
χιλιοτρυπημένη σάκα τους, που δεν είχε μέσα τίποτε άλλο εκτός από ένα χοντρό
και παραφουσκωμένο από την υγρασία και τη βρόμα αναγνωστικό, μια διασκευή,
δηλαδή, της Οδύσσειας για παιδιά του δημοτικού, και φυσικά, τη σπασμένη σε δυο
κομμάτια πλάκα με το κοντύλι της. Στην πλάκα του Ανδρέα ήταν ακόμα άσβηστη η
προσπάθειά του να γράψει την ημερομηνία: «Εν Βαλτινώ, τη 21 Νοεμβρίου 1891»,
κάτι που ήταν βουνό κάθε φορά για να το πετύχει, γιατί ούτε εύκολα θυμόταν την
ημερομηνία, ούτε την ορθογραφία της φράσης κατάφερνε. Γι αυτό και το ξύλο
έπεφτε βροχή. Ωστόσο από τη στιγμή που ο δάσκαλος τους είπε «ξεκουμπιστείτε»,
αμέσως ένιωσαν φτερά στα πόδια τους και έφυγαν με βιάση από το σχολείο.