Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

«Παλιοχώρι», ένα διήγημα για το Βαλτινό




Ένα διήγημα του Ηλία Κεφάλα που αναφέρεται στο παλιό χωριό του Βαλτινού, Παλιοχώρι.
Αξίζει να αφιερώσετε λίγο χρόνο να το διαβάσετε, είναι καταπληκτικό!

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙ
(Διήγημα του Ηλία Κεφάλα)

Ο Πέτρος Ντούμας και ο Ανδρέας Ριζαύτης έφυγαν καθυστερημένα από το σχολείο τους εκείνη την ημέρα. Ως συνήθως είχαν πάει πάλι απροετοίμαστοι και αδιάβαστοι εντελώς και ο δάσκαλος δεν τους χαρίστηκε καθόλου.
Έπεσε αυτό που λέει θυμόσοφα ο λαός, ξύλο με τη μηχανή. Τα χέρια του δασκάλου ανεβοκατέβηκαν αμέτρητες φορές πάνω στο σβέρκο και τα μάγουλά τους, ώσπου αυτά άναψαν και λαμπάδιασαν. Τους έδερνε περισσότερο από συνήθεια και παγιωμένη διδακτική τακτική, παρά από οποιοδήποτε άλλο ενδιαφέρον. Κι εκείνοι, που ούτε θυμόνταν πια πόσα χρόνια έμειναν απροβίβαστοι στην πέμπτη τάξη, με χνουδωτά μάγουλα και λίγα πρώιμα μουστάκια, έσκαζαν από το κακό τους, γιατί δεν είχαν προλάβει να χρησιμοποιήσουν αυτή τη φορά τα χοντρά ραβδιά, που είχαν κρύψει κάτω από το θρανίο τους. Όμως ό,τι και να γινόταν, ο δάσκαλος δεν θα γλίτωνε μια μέρα το ξύλο από τα χέρια τους. Και, τότε, θα έπαιρναν το αίμα τους πίσω και μάλιστα με το παραπάνω.
Ήταν αργά το μεσημέρι, λοιπόν, όταν ο δάσκαλος εδέησε να τους αφήσει να φύγουν, γιατί, μέχρι εκείνη τη στιγμή, τους είχε τιμωρήσει με τη λεγόμενη «νηστεία», το άκρως παιδαγωγικό μέτρο που απέβλεπε στο χάσιμο του μεσημεριανού γεύματος του σπιτιού. «κολοκύθια τούμπανα», σκέφτονταν και οι δυο άτακτοι μαθητές, γιατί ήξεραν καλά ότι δεν τους περίμεναν ποτέ για φαγητό στο σπίτι. Ο καθένας έτρωγε όποτε ήθελε και ό,τι ήθελε, αν έβρισκε βέβαια κάτι να φάει. Οι γονείς τους χαμένοι στα χωράφια και τα πρόβατα δεν χόλιαζαν και πολύ με το τι θα φάει η οικογένεια. Αυτά ήταν για τις γιορτές και τις χρονιάρες μέρες. Για όλες τις άλλες μέρες ο καθένας τους ήξερε που ήταν το βαρέλι με το τυρί, που ήταν τα καρβέλια του ψωμιού, που ήταν το πιθάρι με τη λίπα. Ας έτρωγε λοιπόν, όπως μπορούσε.
Μάζεψαν αγανακτισμένοι τη χιλιοτρυπημένη σάκα τους, που δεν είχε μέσα τίποτε άλλο εκτός από ένα χοντρό και παραφουσκωμένο από την υγρασία και τη βρόμα αναγνωστικό, μια διασκευή, δηλαδή, της Οδύσσειας για παιδιά του δημοτικού, και φυσικά, τη σπασμένη σε δυο κομμάτια πλάκα με το κοντύλι της. Στην πλάκα του Ανδρέα ήταν ακόμα άσβηστη η προσπάθειά του να γράψει την ημερομηνία: «Εν Βαλτινώ, τη 21 Νοεμβρίου 1891», κάτι που ήταν βουνό κάθε φορά για να το πετύχει, γιατί ούτε εύκολα θυμόταν την ημερομηνία, ούτε την ορθογραφία της φράσης κατάφερνε. Γι αυτό και το ξύλο έπεφτε βροχή. Ωστόσο από τη στιγμή που ο δάσκαλος τους είπε «ξεκουμπιστείτε», αμέσως ένιωσαν φτερά στα πόδια τους και έφυγαν με βιάση από το σχολείο. 
Τόσο γρήγορα τάχυναν το βήμα τους, ώστε δεν θέλησαν να πάνε από το κοντινό γεφυράκι, για να περάσουν το τρεχούμενο, ανάμεσα στο σχολείο και το χωριό, ποταμάκι, αλλά έτρεξαν με φόρα ίσα μπροστά και με ένα υψηλό σάλτο πήδησαν στη πέρα μεριά, πάνω από τις λόχμες και τα βρομόνερα. Δεν ήταν η πρώτη φορά, βέβαια, που το επιχειρούσαν. Κάθε φορά στα διαλείμματα έβαζαν στοιχήματα με τους άλλους συμμαθητές και μόνο αυτοί οι δύο το κατάφερναν, γιατί πέρα από τη φυσική τους επιδεξιότητα, είχαν και τα χρονάκια τους να υπερτερούν όλων των άλλων.
Πήδησαν λοιπόν το ποτάμι και συνέχισαν με φόρα το τρέξιμο μέχρι το πρώτο σταυροδρόμι, όπου σταμάτησαν αμήχανοι και υπάκουοι σε μια προϊούσα δυσφορία. «Τι κάνουμε;» αναρωτήθηκαν και έξυναν με τις μύτες των ποδιών τους τον λασπωμένο δρόμο. «Αφήνουμε τις σάκες, παίρνουμε ψωμί στο χέρι και ξανασυναντιόμαστε εδώ» αποφάνθηκαν χωρίς πολλές περιστροφές και οι δυο τους. Κι έτσι έγινε. Σε λίγη ώρα συναντήθηκαν πάλι στο ίδιο σημείο, αφού πήγαν στα έρημα σπίτια τους, άρπαξαν από ένα ξεροκόμματο ψωμί και λίγο τυρί και έφτασαν μασουλώντας το με βουλιμία. Ξανά η ίδια αμηχανία, ξανά σκάψιμο με τη μύτη του ποδιού τους  στο χώμα, ξανά, αφού αποτελείωσαν το μάσημα, η ίδια ερώτηση: «τι κάνουμε;»
Ένα σκυλί είχε πλησιάσει και περίμενε κι αυτό την απόφασή τους, κουνώντας την ουρά με φανερή ανυπομονησία.
«Πεινάω ακόμα», είπε ο Πέτρος. Και ύστερα, με αρκετό δισταγμό, δίνοντας τη σοβαρότητα που υπονοεί το απαγορευμένο, πρόσθεσε: «πάμε στο Παλιοχώρι; μπορεί να βρούμε αυγά».
Ο Ανδρέας τον κοίταξε έντρομος. Δεν είπε τίποτα, μόνο τον κοίταζε, ενώ στο μυαλό του έβραζαν οι πανικοβλημένες σκέψεις, μη μπορώντας τελικά να προτείνει τίποτα.
Ο Πέτρος τον κοίταζε κι αυτός για αρκετή ώρα και περίμενε. Ύστερα, τον παρότρυνε πάλι:
«Άμα βρούμε αυγά στις παρατημένες φωλιές, θα τα τηγανίσουμε με τυρί. Εγώ θα τα φτιάξω. Ξέρω. Μπορεί να έχει ξεμείνει και καμιά κότα. Την πιάνουμε και την ξεπουπουλάμε. Θα δεις.»
Ο Ανδρέας δίσταζε ακόμα, αλλά δεν άντεξε μπροστά στις υποσχέσεις του φίλου του. «Πάμε», «αλλά να μην το μάθει κανένας, αλίμονό μας.»
Ξεκίνησαν, διώχνοντας με πέτρες το σκυλί, που έμοιαζε κι εκείνο σύμφωνο με την απόφασή τους κι ήθελε να τους ακολουθήσει.
Από το χωριό τους μέχρι το Παλιοχώρι δεν ήταν πολύ μακριά, γύρω στα έξι με εφτά χιλιόμετρα δρόμος. Αυτοί, όμως έκαναν έναν μεγαλύτερο κύκλο, για να μπερδευτούν όσοι τυχόν τους έβλεπαν να κατευθύνονται έξω από το χωριό. Έτσι περνώντας μέσα από τα λιμνασμένα λιβάδια, τις λάκες όπως τις έλεγαν, έφτασαν στο ξωκλήσι της Παναγίας και από εκεί στο εξωκλήσι του Αγίου Δημητρίου και, τέλος στους μεγάλους λόγγους που εκτίνονταν στο πίσω μέρος του Παλιοχωριού. Ύστερα προτιμώντας τα ξεχασμένα μονοπάτια των Παλιοχωριτών, μπήκαν στο παρατημένο χωριό από την πίσω μεριά.
Περπατούσαν κατηφείς εδώ και αρκετή ώρα. Η ιδέα του εγχειρήματος τους τρόμαζε όλο και πιο πολύ, όσο πλησίαζαν στο άδειο χωριό. Δεν πήγαινε πια κανείς εκεί. Όλοι ήταν τρομοκρατημένοι από τη μαύρη αρρώστια που έπεσε και αφάνισε τους περισσότερους κατοίκους του. Τα γύρω χωριά σαν από θαύμα, έμειναν αχτήπητα από το μεγάλο κακό. Έλαβαν όμως και τα μέτρα τους. Όλες τους οι επικοινωνίες με το αρρωστημένο χωριό κόπηκαν με το μαχαίρι. Δεν άφησαν κανέναν να τους πλησιάσει. Έβαλαν τους Παλιοχωρίτες σε τόσο αυστηρή καραντίνα, που δεν δίσταζαν και να τους τουφεκίσουν, άμα τους έβλεπαν να κατευθύνονται προς το μέρος τους. Οι περισσότεροι είχαν πεθάνει και τους έθαβαν με τον σωρό. Στο τέλος, όσοι γλύτωσαν, το έβαλαν στα πόδια και χάθηκαν σε μακρινά μέρη. Το χωριό έμεινε άδειο και εγκαταλειμμένο. Τα σπίτια ορθάνοιχτα. Το βιός σκορπισμένο. Όλοι, όμως ήξεραν ότι, ύστερα από λίγο καιρό, πολλοί από τα διπλανά χωριά ξεθάρρευαν και πήγαιναν κρυφά στο Παλιοχώρι, γυρίζοντας από εκεί με ό,τι χρήσιμο έβρισκαν. Έτσι, όταν τους ρωτούσαν που βρήκαν το καινούργιο βόδι, που το κάρο, που το σαμάρι και που το άλογο, πράγματα δηλαδή που δεν μπορούσαν να κρύψουν, αυτοί έσκυβαν το κεφάλι μουτρωμένοι και δεν απαντούσαν. Υπήρχαν, όμως, και άλλοι που έπεφταν επάνω σε πτώματα παρατημένα ή σε ετοιμοθάνατους που εκλιπαρούσαν βοήθεια και τότε έφευγαν πανικοβλημένοι, φοβούμενοι μήπως τους ακολουθήσει η αρρώστια. Είχε ισχύσει έτσι ένας άγραφος νόμος ότι δεν έπρεπε να πλησιάσει κανένας στο καταραμένο χωριό και ότι, όποιος παρέβαινε τον νόμο αυτό, θα έπρεπε να μην ξαναγυρίσει πίσω.
Τα δυό παιδιά, λοιπόν, αυτά τα πράγματα σκέφτονταν και δεν κατάλαβαν για πότε έφτασαν στα πρώτα σπίτια του χωριού. Κοίταζαν φοβισμένα δεξιά κι αριστερά, αμίλητα και έτοιμα να το βάλουν στα πόδια. Τα σπίτια τους κοίταζαν κι αυτά με τη σειρά τους, έχοντας ανοιχτές τις πόρτες και τα παράθυρά τους. Όλα φαίνονταν παραβιασμένα και διαγουμισμένα. Όλα εγκαταλειμμένα με σπουδή. Στις αυλές έλαμπαν από την αντηλιά πολλά παρατημένα εργαλεία. Στις κληματαριές κρέμονταν μισοσταφιδιασμένα τα λαχταριστά σταφύλια. Ο Ανδρέας έκανε να σηκώσει τα χέρια του κάτω από μία κιτρινισμένη κληματαριά.
«Πάρε, ρε», του έκανε ψιθυριστά και όχι χωρίς φόβο ο Πέτρος.
Έκοψαν άτολμα τα σταφύλια και ξεκαθαρίζοντας τις γερές ρόγες πήραν λίγο θάρρος. Η γλύκα των παραωριμασμένων σταφυλιών ήταν λιγοθυμική. Πιο πέρα είδαν κυδώνια και μήλα. Δάγκωσαν κι από τα δυο και προτίμησαν τα κυδώνια. Σε έναν κήπο είδαν ψηλόκορμα κρεμμύδια και λίγα πράσα, αλλά δεν πλησίασαν. Συνέχισαν, ψάχνοντας με το μάτι τους δρόμους. «Πάμε από εδώ;» είπαν κι οι δυο μαζί, χωρίς να ξέρουν για πιο συγκεκριμένο λόγο διάλεξαν ένα σπίτι, που φαίνονταν λίγο απόμακρο και ξεμοναχιασμένο από τα υπόλοιπα.
Ακολούθησαν το στενό μονοπατάκι και, περνώντας ανάμεσα από στάβλους και αχυρώνες, βγήκαν σε μια λασπωμένη αυλή. Κοντοστάθηκαν μια στιγμή μουδιασμένοι, γιατί κάπου ακούστηκε να γαβγίζει ένα σκυλί. Ύστερα προχώρησαν πάλι, έχοντας τις αισθήσεις τους σε διέγερση. Το μάτι του Πέτρου είδε αμέσως μια κότα που έβγαινε από το υπόστεγο. Έκανε νόημα στον Ανδρέα και οι δυο τους οδηγήθηκαν αμέσως προς τα εκεί. Η κότα, μόλις τους είδε, αγριεύτηκε και εξαφανίστηκε κακαρίζοντας μέσα στους χορταριασμένους κήπους. Οι δύο φίλοι μπήκαν στο υπόστεγο, αφήνοντας κατά μέρος κάθε ιδέα για να κυνηγήσουν την κότα. Το έμπειρο βλέμμα τους ανακάλυψε αμέσως δυο φωλιές ψηλά, σε κάτι μεγάλα καλάθια, κρεμασμένα στον τοίχο. Άπλωσαν τα χέρια τους και ένοιωσαν τη θερμότητα από τα αυγά, που ήταν σωρός μέσα στις δυο φωλιές.
Χωρίς χρονοτριβή γέμισαν όλες τις τσέπες τους  με αυγά και ύστερα κατευθύνθηκαν προς το σπίτι. «Δεν φεύγουμε;» είπε σε μια στιγμή ο Ανδρέας, αλλά ο Πέτρος πάλι τον ξέκοψε. «Και άμα βρούμε τίποτε καλό; Ας ρίξουμε μια ματιά, ήρθαμε που ήρθαμε.» Πήγαν να μπουν από την πόρτα, αλλά μετάνιωσαν και γύρισαν προς το χαμηλό παράθυρο. Πλησίασαν σιγά-σιγά, ενώ με το μυαλό τους έλεγαν πως όλες αυτές οι προφυλάξεις ήταν περιττές. Ψυχή δεν έβλεπες πουθενά. Τίποτα δεν ακουγόταν. Μια παγερή σιωπή ήταν απλωμένη παντού.
Έσκυψαν κι οι δυο ταυτόχρονα και κοίταξαν από το στενό και μουτζουρωμένο παραθυράκι. Το θέαμα που αντίκρισαν τους πάγωσε το αίμα. Μέσα στο απογευματινό σύθαμπο και τη μουντή σκοτεινιά του κλειστού χώρου διέκριναν με τρόμο μια γυναίκα ξαπλωμένη στο πάτωμα, ανάμεσα από δυο κρεβάτια. Τα χέρια της ήταν πεσμένα ανοιχτά στο χωμάτινο δάπεδο και τα μάτια της μαζί με το στόμα έστεκαν ορθάνοιχτα. Η νεκρική ακαμψία ήταν έκδηλη πάνω στο ταλαιπωρημένο κορμί της. Αλλά, εκείνο που τους φόβισε πιο πολύ και έδωσε πέρα από έναν χαρακτήρα ιεροσυλίας στην πράξη τους και μια απροσδιόριστη, γενική αίσθηση ενοχής στο όλο εγχείρημα της κλοπής των παρατημένων πραγμάτων, ήταν το θέαμα του μωρού. Ένα μωράκι, που θα είχε δεν θα είχε κλείσει τον πρώτο χρόνο της άμοιρης ζωής του, ήταν γαντζωμένο πάνω στο ανοιχτό στήθος της νεκρής και βύζαινε.
Σκούντηξε ο ένας τον άλλον, η τρίχα τους ανορθώθηκε από τον έξαλλο τρόμο, αλλά δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα πόδια τους από τη γη. Ξαναγύρισαν πάλι τα μάτια τους, που είχαν διασταλεί, προς το εσωτερικό του σπιτιού και κοίταξαν με φρίκη. Η φωτιά στη σκαμμένη παραστιά είχε μια πένθιμη ανταύγεια, γιατί μόλις θα είχε σβήσει. Λίγο ακόμα και θα έπεφταν πάνω στο τελευταίο ψυχομάχημα της άγνωστης πεθαμένης. Το μωρό ρουθούνιζε πεισμωμένο, γιατί δεν έβρισκε γάλα και ήταν έτοιμο να ξεσπάσει σε κλάμα. Αντί για το μωρό, όμως έβαλαν ξαφνικά τα κλάματα ο Πέτρος με τον Ανδρέα, ξεχνώντας εντελώς ότι η παιδική τους ηλικία ήταν, ήδη, σε διαδικασία φυγής και ότι μέσα  τους, αργά –αργά, στοίχειωνε ο άνδρας. Έκλαιγαν γοερά, σαν να έφταιγαν οι ίδιοι για ό,τι έβλεπαν και για ό,τι γινόταν εκεί μπροστά τους.
Ξαφνικά το έβαλαν στα πόδια και έφυγαν σπαράζοντας δυνατά. Ούτε κατάλαβαν πότε βγήκαν από το Παλιωχώρι και πότε μπήκαν μέσα στον λόφο με τις παλιουριές, που ορθωνόταν ανάμεσα στο απομονωμένο χωριό και το δικό τους. Εκεί σταμάτησαν να πάρουν μια ανάσα και να συνέλθουν, αλλά το κλάμα και τα αναφιλητά τους δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ο ήλιος κόντευε πια να βασιλέψει και οι πρώτες σκιές του σούρουπου άρχισαν να πέφτουν. Πέρα μακριά ακούγονταν τα κουδούνια των κοπαδιών που γύριζαν στα γρέκια τους Αλυχτίσματα σκυλιών και μουγκανητά αγελάδων έπηζαν σ’ ένα απροσδιόριστο μίγμα ήχων μέσα στο σούρουπο.
Ήταν σταματημένοι κοντά-κοντά ο ένας στον άλλον, σχεδόν αγκαλιασμένοι και το κλάμα τους, χωρίς να έχει νικήσει το φόβο και όλες τις εντυπώσεις που προηγήθηκαν, άρχισε να καταλαγιάζει. Είχαν σκυμμένα τα κεφάλια τους και το θολό βλέμμα τους καρφωμένο στο νοτερό έδαφος του φθινοπώρου. Μικρά κυκλάμινα άναβαν τις πορφυρές τους φωταψίες ανάμεσα στις χαμόριζες των θάμνων, σχηματίζοντας εστίες εκλεπτυσμένης ομορφιάς, αλλά εντελώς αδιάφορης και περιττής στην τραγική στιγμή που ζούσαν τα δυο παιδιά. Κι εκεί που έλεγαν πάλι, με σκέψεις ταυτόχρονες και ασύνειδες, να συνεχίσουν το τρέξιμο προς τα σπίτια τους, ένοιωσαν ένα άγριο χέρι να τους αρπάζει και τους δυο από τα κοκκινισμένα αυτιά τους.

Πρώτα έφαγαν δυο βαριές κατραπακιές και ύστερα σήκωσαν τα μάτια τους και είδαν μπροστά τους  τον δάσκαλο. Λαχτάρισαν, αλλά ταυτόχρονα ένιωσαν όλο το μένος από το πρωινό ξύλο και τη μεσημεριανή τιμωρία να τους φουντώνει το μυαλό. Έσφιξαν τις γροθιές τους στις τσέπες τους και ετοιμάστηκαν να αμυνθούν, ενώ ταυτόχρονα με τα εξεταστικά τους μάτια παρατηρούσαν τον δυνάστη τους.
Ο δάσκαλος όρθωνε το ανάστημά του βλοσυρός και εκδικητικός στο έπακρο. Στον ώμο του είχε περασμένο έναν κυνηγητικό γκρα, αλλά αντί για σκοτωμένα πουλιά, στο χέρι του κρατούσε ένα καλαθάκι γεμάτο αυγά.
«Νομίζεται ότι δεν είδα που πήγατε;» τους έκανε απειλητικά και κουνούσε το ελεύθερο χέρι του μπροστά στα μάτια τους. «Φανταστήκατε ότι θα μου ξεφεύγατε, παλιοκερατάδες;» και αρπάζοντάς τους από τα αυτιά ταρακούναγε τα κεφάλια τους, μια του ενός και μια του άλλου.
Ο Πέτρος βόγκηξε από τον πόνο και πάνω στην απελπισία του σήκωσε το χέρι του και χούφτωσε το χέρι του δασκάλου μαζί με το αυτί του. «Άσε με, αναθεματισμένε» ξεφώνιζε και το κλάμα τον πείρε πάλι από κάτω. «Άσε με, θα σε σκοτώσω» φώναξε πνιχτά και ξέσπασε σ’ ένα παρατεταμένο και παρακαλεστικό κλάμα.
«Θα σας μαρτυρήσω» απείλησε ο δάσκαλος, «σε όλους θα το πω που πήγατε και θα σας ξεκοιλιάσω μπροστά στην εκκλησία. Θα σας αφανίσω» μούγκριζε και προσπαθούσε να απαλλαγεί από το χέρι του Πέτρου, που είχε γαντζωθεί στο δικό του και σχεδόν κρεμόταν ολόκληρος επάνω του. Στην πάλη και στα σπρωξίματα πέρα-δώθε έπεσε το καλάθι και τα αυγά σκορπίστηκαν, σχηματίζοντας μια κίτρινη λάσπη ολόγυρα. Ο γκρας ξεπιάστηκε από τον ώμο του και έπεσε κι αυτός κάτω.
Ο δάσκαλος αφήνιασε. Αλλά αφήνιασε μαζί κι ο Ανδρέας, ο οποίος, όσην ώρα έβλεπε το πάλεμα του Πέτρου με τον δάσκαλο, άρχισε να φαντάζεται ότι ο μοναδικός φταίχτης για ό,τι συνέβη αυτό το φαρμακερό απόγευμα δεν ήταν άλλος παρά αυτός, ο αιώνιος τιμωρός τους, ο καταραμένος δάσκαλος και το σχολείο του. Όρμησε λοιπόν πάνω του με μια απροσδόκητη ορμή, σχεδόν με λύσσα, που έκανε τη δύναμή του να φαίνεται πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στην πραγματικότητα ήταν.
Ο δάσκαλος τα έχασε και μπροστά στην ξαφνική εφόρμηση δεν μπόρεσε να αντισταθεί και σωριάστηκε φαρδύς-πλατύς  στο χώμα. Πήγε αμέσως να σηκωθεί, αλλά ο Πέτρος, ορμώμενος κι αυτός από το άχτι του ξύλου που είχε φάει τόσα χρόνια, αλλά και του τρόπου με τον οποίο τους αντιμετώπιζε κάθε φορά ο δάσκαλος, πετάχτηκε επάνω του, τον πέτυχε στο μισοσήκωμα και τον ξανάριξε κάτω, προλαβαίνοντας να καθίσει επάνω του και να τον σφίξει ανάμεσα στα πόδια του. Έτσι καθισμένος επάνω του άρχισε να του ρίχνει στα τυφλά όσα χαστούκια μπορούσε, ενώ ο Αντρέας, στριφογυρίζοντας σαν σβούρα γύρω από το σύμπλεγμά τους, κλωτσούσε δυνατά από όπου μπορούσε τον πεσμένο ανάσκελα τιμωρό τους. Τα αυγά είχαν γίνει μια πηχτή μύξα στις τσέπες τους.
Ο μεγάλος άντρας γρήγορα έχασε τις δυνάμεις και το κουράγιο του. Άρχισε να παρακαλάει και να ικετεύει.
«Αφήστε με παιδιά, δεν θα σας ξαναδείρω, αφήστε με, δεν θα σας μαρτυρήσω πουθενά».
Ο Αντρέας το ξανακλώτσησε στα πλευρά, φωνάζοντας
«Εσύ, παλιοψεύτη, από πού μάζεψες τα αυγά; Θαρρείς ότι δεν καταλαβαίνουμε; Εσύ θα μας μαρτυρήσεις ή εμείς;»
Και η πάλη συνεχίστηκε πιο άγρια από πριν, χτυπώντας και κλωτσώντας ο καθένας όπως μπορούσε. Κάποια στιγμή ο δάσκαλος κατάφερε να πετάξει από πάνω του τον Πέτρο και φώναξε χαιρέκακα, τρέχοντας προς τον πεσμένο όπλο: «τώρα, σκατόπαιδα, θα αφήσετε τα κοκαλάκια σας εδώ».
Δεν πρόλαβε όμως. Πιο γρήγορος ο Αντρέας του έβαλε μια τρικλοποδιά και ο δάσκαλος ξαναέπεσε φαρδύς στο χώμα. Ο Πέτρος έτρεξε και άρπαξε από κάτω το όπλο. Γύρισε την κάνη προς τον πεσμένο άντρα.
«Ποιος θα αφήσει εδώ τα κόκαλά του, βρομιάρη;»
Ο δάσκαλος εκλιπαρούσε: «μη, μη είναι γεμάτο!» Εις μάτην όμως. Το όπλο άφησε έναν βαθύ βρυχηθμό και ξέρασε όλη την απελπισία του στο στήθος του δασκάλου. Η τουφεκιά αντήχησε πολύ μακριά, μέχρι τα αντικρινά βουνά. Ύστερα από λίγο ξαναγύρισε αδύνατη και υπόκωφη πίσω.

Τα παιδιά για μια στιγμή κοιτάχθηκαν άφωνα. Ο τρόμος δεν είχε τελειωμό αυτό το απόγευμα. Ύστερα πέταξαν το όπλο στους θάμνους, παράτησαν τον σκοτωμένο και το έβαλαν στα πόδια. Γρήγορα χάθηκαν μέσα στα σοκάκια του χωριού και δεν ξαναμίλησαν ποτέ για το γεγονός αυτό. Ο σκοτωμένος τάισε με το σαρκίο του τα πεινασμένα τσακάλια και τα αδέσποτα σκυλιά. Όταν βρήκαν, ύστερα από χρόνια, τον σκελετό του, δεν αναρωτήθηκε κανένας σε ποιον, τάχα, να ανήκε. Τα χρόνια ήταν δύσκολα και οι άνθρωποι χάνονταν πολύ εύκολα. Το Παλιοχώρι συνέχισε να είναι απόμερο και καταραμένο μέρος. Τα σπίτια του έπεσαν με τα χρόνια και σήμερα δεν βρίσκουμε παρά σωρούς από πέτρες και κεραμίδια. Και κόκαλα βέβαια. Κόκαλα πολλά.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας