Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Λέξεις του τόπου μας, από το Γλωσσάρι Ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής. ΝΙ



Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου
Συνεχίζοντας την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Ν και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική σειρά:

 ναίγκας  εριστική απάντηση σε κάποιον που μας λέει «ναι» και δε θέλουμε να συμφωνήσουμε: ούλου ναι κι ναι είσι· ναίγκας κι ξηρός σ’ να σι μάσει
νάτουσεά  αντων. δεικτ.: νάτουσεά νάτηνεά νάτουεά·  πληθ. νάτοισεά νάτισεά νάταεά· νάτος εδώ, νάτος δα: νάτουσεά η ήλιους, βγήκι (ανέτειλε) – νάτηνεά η μάνα – νάτουεά του ντουντούτ (το αυτοκινητάκι, παιχνιδάκι μωρού) – νάταεά τα κουρίτσια, μπαίν στου χουρό (μπαίνουν στο χωρό)
νέτους  επίθ. η νέτους η νέτην του νέτου 1) για βάρος ο καθαρός, ο σκέτος: η τινικές παίρει  δικαπέντι κιλά, νέτου βάρους δικατρία 2) άδειος, ταπί: τά’χασα ούλα στα χαρτχιά κι έμεινα νέτους 3) μόνος: τουν έφυγι η γναίκα τ’ κι τουν άφσι νέτουν
νηχός  η αρσ. ουσ.  ο ήχος, ο αχός
νια   αριθμητικό επίθ. και αόριστη αντων.  ένας μίνια και νια ένα : νια φουρά κι έναν κιρό – νια γναίκα
νιανιά  του ουδ. ουσ.  το φαγητό στη γλώσσα των νηπίων
νίβου  ρ. μεταβ. αόρ. ένιψα   νίβουμι, νίφκα, νιμμένους· πλένω το πρόσωπο και τα χέρια μου με νερό: νίβει  τα πόδγια τς η γάτα, θα χιουνίσει  όξου (λαϊκή δοξασία)· μεταφ. κινδυνεύω να…: αν μας πχιάσουν να κλέβουμι, νίφκαμαν (χαθήκαμε, κινδυνεύουμε)
νίλα  η ουσ. θηλ.  βλ. λ. ανίλα
νιουγάμπρια  τα και τα νιόγαμπρα  ουδ. ουσ.  ο άντρας και η γυναίκα που έχουν παντρευτεί πρόσφατα, οι νιόπαντροι: να σκουθούν (σηκωθούν) τα νιουγάμπρια για χουρό – τήρα πώς στέκουντι, σα νιουγάμπρια (σκωπτικά για παππούδες)
νιράγγουρου  ουδ. ουσ.  το αγγουράκι
νιραγόι  του ουδ. ουσ.  αυλάκι, στο οποίο συγκεντρώνεται νερό για το πότισμα των κηπευτικών ή όπου συγκεντρώνονται τα βρόχινα νερά για να μη νεροκρατάει (πλημμυρίζει) το χωράφι
νιρουκαίουμι  ρ. αόρ. νιρουκάηκα· διψάω πάρα πολύ, σκάω από δίψα: νιρουκάηκαμι στου χουράφι θιρίζουντα ούλη μέρα κι πού νιρό
νιρουμπαμπλέκι  του ουδ. ουσ. είδος υδρόβιου πουλιού, η μπεκάτσα
νιρουσυρμή  η θηλ. ουσ.  η νεροσυρμή· αυλάκι που σχηματίζεται από τα νερά της βροχής
νιρουφίδα  η θηλ. ουσ. φίδι που ζει μέσα στο νερό, νερόφιδο
νισάφι   επίρρ. έλεος, επιτέλους, αρκετά: νισάφι  πια, σι βαρέτχα
νιφραμνιά  η θηλ. ουσ.  η νεφραμιά· εκλεκτό κομμάτι σφαγμένου ζώου, χοιρινού κυρίως, γύρω από τα νεφρά· το κρέας του είναι πολύ νόστιμο
νο μ’ – νόμτι  και νουμείτι· δο μ’ = δος μου – δώστε μου: νο μ’ φουτχιά, ανέβα παραπάν’ (από παιδικό παυχνίδι) – να τη μαυράδα μ’, νο μ’ την ασπράδα σ’ (καλωσόρισμα του πελαργού από μικρά παιδιά) – νόμτι  μι κι μένα λίγου ψουμί
νότη  η θηλ. ουσ.  η υγρασία, η νοτεράδα: θέλουν νότη  τα φασούλια για να φυτρώσουν καλά
νούλα  η θηλ. ουσ. ως επίρρ.  καντίποτε, μηδέν: νούλα μι την νούλα τα πήρι η γκαραγκιόζης ούλα
νουμάτω  και νουματαίω  αρσ. ουσ.  άτομα, πρόσωπα, άνθρωποι· τα ονόματα (μιας οικογένειας, μιας ομάδας κ.λ.π.) : ήταν δεν ήταν κανα δικαρεά νουμάτω  στη νηκκλησία σήμιρα – στου καφινείου κάθουνταν κανα τριανταρεά νουμάτω – ήμασταν δέκα νουμάτω φαμπλιά (φαμελιά)
νουμίτς  η αρσ. ουσ. το μέρος του ενδύματος, ιδίως του φουστανιού, από το στήθος ως τον ώμο
νουντάς  η αρσ. ουσ.  ο οντάς, μεγάλο δωμάτιο
νουρά η θηλ. ουσ. 1) η ουρά των ζώων  2) μεταφ. στις φράσεις αυτός ακουλλάει  νουρά σι σκλι κουλουβό (είναι κουτσομπόλης) – ε, κόψι μι την ουρά τουλάχιστου (φράση σε παζάρια για να στρογγυλοποιηθεί το ποσό, π.χ. το ποσό 1100 να γίνει 1000)
νουτίζου  ρ. μεταβ. και αμετ.  αόρ. νότσα· νουτίζουμι νουτίσκα νουτζμένους· νοτίζω· υγραίνω, υγραίνομαι, μουσκεύω: νότσ’του πρώτα του χουράφι  κι ύστρα σπείρ’του – νότσα ολόκληρος τώραεά απ’ τουν ιδρώτα
νταβάνι  του ουδ. ουσ.  το ταβάνι, η οροφή
νταβανουπίρουνου  του ουδ. ουσ. το ταβανοπέρονο· μεγάλο καρφί που το χρησιμοποιούσαν στα μαδέρια του ταβανιού· μεταφ. στη φράση έκουβα νταβανουπίρουνα ούλη  τη νύχτα ψες (κρύωνα πολύ και χτυπούσαν τα δόντια μου σαν μεγάλα καρφιά)
νταβαντούρι  του ουδ. ουσ.  θόρυβος, σύγχυση, μεγάλη φασαρία: έγινι μιγάλου νταβαντούρι  σι λέω – τι νταβαντούρι  είνι συτό π’ ακούω  πάλι;
νταβάς  η αρσ. ουσ.  ο ταβάς 1) στρογγυλό ταψί με χερούλια, χάλκινο συνήθως· έψηνε φαγητό και στην πυροστιά και στη γάστρα: άμα θελτς κόκουτα μι ρύζι, στουν νταβά να τουν φκιάεις  2) εραστής, μαστροπός
νταβραντίζου ρ. μεταβ. και αμετ. αόρ. νταβράντσα· νταβραντίζουμι νταβραντζμένους: δυναμώνω, είμαι γεμάτος ζωτικότητα: ούλου φαΐ κι κατσιό είνι, γι’αυτό τουν γλεπς έτσι  νταβραντζμένουν
νταγκλαράς  η αρσ. ουσ. και θηλ. η νταγκλαρού· ψηλός, ογκώδης και άχαρος, μαγκλαράς: γκουτζιάμ νταγκλαράς, πάει  κι βάρισι ένα νιάνιαρου
νταεαντάω    ρ. και  νταϊαντίζου  αόρ. νταεάντσα· νταγιαντάω και νταγιαντίζω· υπομένω, αντέχω, βαστώ (ακόμα): νταεάντα λίγου ακόμα κι θα σι ξεαπουστάσου ιγώ – λέμι να νταεαντίσουμι λίγου ως του καλουκαίρι
νταής  η αρσ. ουσ.  πολύ σπάνια νταήτσα και νταηλού (για το θηλικό)· γενναίος, παλληκάρι, λεβέντης, λεβεντονιός 2) ψευτοπαλληκαράς: θα μας κάνει κι τουν νταή κιόλας αυτός η κουντουστούπς
νταϊάκι  του ουδ. ουσ. 1) οτιδήποτε λειτουργεί ως στήριγμα: π.χ. ένας στύλος, στον οποίο στηρίζεται η σκεπή μιας ποιμενικής καλύβας, η φορτωτήρα στην οποία στηρίζεται το σαμάρι του ζώου ώσπου να φορτωθεί, κ. λ. π. 2) το αποκούμπι, η απαντοχή κάποιου: είχι νταϊάκι  τουν άντρα τς·  τώρα τουν έχασι κι απόμκι ξικρέμαστην η καημένη
νταϊλιάνα  η θηλ. ουσ. και νταηλιάνα· γυναίκα εύσωμη και ωραία, αντρογυναίκα, λεβεντογυναίκα. Η νταϊλιάνα αντιπροσωπεύει τον τύπο της όμορφης και λυγερόκορμης γυναίκας, κυρίως της καραγκούνας, του θεσσαλικού κάμπου (Καρδίτσας και Τρικάλων). Ύμνο στη γυναίκα αυτήν αποτελεί το τραγούδι «Νταϊλιάνα», το οποίο είναι από τα δημοφιλέστερα δημοτικά χορευτικά τραγούδια (τσάμικος) των καραγκούνικων: αχ, δε μπόρεσα, μαρή Νταϊλιάνα μου, δε μπόρεσα να βρω καμνιά σαν τη δική σου την ομορφιά…
νταλάκα  η θηλ. ουσ. η κοιλιά (η πρησμένη συνήθως)
νταλακιάρς   επίθ. η νταλακιάρς η νταλακιάρα του νταλακιάρκου· αυτός που έχει πρησμένη την κοιλιά από διάφορες ασθένειες (κυρίως από ελονοσία) – στη φράση φέγ’απού δω, νταλακιάρκου (φοβέρα σε μικρό παιδάκι, χαϊδευτικά) 
νταμάρι  του ουδ. ουσ. 1) λατομείο, φλέβα πετρώματος  2) καταγωγή, ράτσα, σόι: αυτός είνι απού καλό νταμάρι , όχι  σαν τουν άλλουν, του χαζουντάμαρου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας