Ο Σαρλ
Πιερ Μπωντλαίρ, ήταν Γάλλος ποιητής, ένας από τους σημαντικότερους
της γαλλικής, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στο Παρίσι,
9 Απριλίου 1821 και πέθανε 31 Αυγούστου 1867.
Ο
Μπωντλαίρ σήμερα αναγνωρίζεται ως σημαντικός ποιητής της γαλλικής και της
παγκόσμιας λογοτεχνίας, και συγκαταλέγεται μεταξύ των κλασικών.
Σε
ολόκληρο το έργο του ο Μπωντλαίρ προσπάθησε να ενυφάνει την ομορφιά με
την κακία, τη βία με την ηδονή καθώς και να καταδείξει
τη μεταξύ τους σχέση.
Παρουσιάζουμε
παρακάτω ένα από τα ποιήματά του, «Το άλμπατρος», σε τρεις διαφορετικές
μεταφράσεις.
1.
Άλμπατρος
Συχνά
για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.
Και
μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ' αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ' αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.
Πώς
κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.
Τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.
Ίδιος
με τούτο ο Ποιητής τ' αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.
Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας
2.
Το άλμπατρος
Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε,
πιάνουνε τ΄ άλμπατρος – πουλιά της θάλασσας τρανά-
που ράθυμα, σαν σύντροφοι του ταξιδιού, ακολουθάνε
το πλοίο που μες στα βάραθρα γλιστράει, τα πικρά.
Μα μόλις σκλαβωμένα εκεί στην κουπαστή τα δέσουν,
οι βασιλιάδες τ΄ ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πια,
τ΄ άσπρα μεγάλα τους φτερά τ΄ αφήνουνε να πέσουν
και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνονται κουπιά.
Αυτά που ΄ναι τόσο όμορφα, τα σύννεφα όταν σκίζουν,
πως είναι τώρα κωμικά κι άσχημα και δειλά!
Άλλοι με πίπες αναφτές τα ράμφη τους κεντρίζουν,
κι άλλοι πηδάνε σαν κουτσοί, κοροϊδευτικά.
Μ΄ αυτούς τους νεφοπρίγκιπες κι ο Ποιητής πώς μοιάζει!
Δεν σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά
μα ξένος μες στον κόσμο αυτόν που γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει απ΄ τα γιγάντια του φτερά σαν περπατά.
Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε,
πιάνουνε τ΄ άλμπατρος – πουλιά της θάλασσας τρανά-
που ράθυμα, σαν σύντροφοι του ταξιδιού, ακολουθάνε
το πλοίο που μες στα βάραθρα γλιστράει, τα πικρά.
Μα μόλις σκλαβωμένα εκεί στην κουπαστή τα δέσουν,
οι βασιλιάδες τ΄ ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πια,
τ΄ άσπρα μεγάλα τους φτερά τ΄ αφήνουνε να πέσουν
και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνονται κουπιά.
Αυτά που ΄ναι τόσο όμορφα, τα σύννεφα όταν σκίζουν,
πως είναι τώρα κωμικά κι άσχημα και δειλά!
Άλλοι με πίπες αναφτές τα ράμφη τους κεντρίζουν,
κι άλλοι πηδάνε σαν κουτσοί, κοροϊδευτικά.
Μ΄ αυτούς τους νεφοπρίγκιπες κι ο Ποιητής πώς μοιάζει!
Δεν σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά
μα ξένος μες στον κόσμο αυτόν που γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει απ΄ τα γιγάντια του φτερά σαν περπατά.
Μετάφραση: Γ. Σημηριώτης
3.
Αλμπατρός
Συχνά, για να διασκεδάσουν, του πληρώματος οι άνθρωποι
Πιάνουν αλμπατρός, τεράστια πουλιά των θαλασσών,
Που ακολουθούν, του ταξιδιού νωχελικοί σύντροφοι,
Το καράβι που γλιστρά πάνω στα τρίσβαθα τα πικρά.
Μόλις πάνω στις σανίδες τους ακουμπήσουν,
Τότε οι βασιλιάδες αυτοί του αιθέρα, αδέξιοι και ντροπαλοί,
Αφήνουν τα μεγάλα λευκά τους φτερά
Να σέρνονται σαν κουπιά στο πλάι τους τραγικά.
Ο φτερωτός ταξιδιώτης, πόσο είναι άχαρος και χαλαρός!
Εκείνος, πριν λίγο ωραίος, πόσο είναι κωμικός και άσχημος!
Ο ένας το ράμφος του πειράζει με μια πίπα,
Ο άλλος μιμείται, κουτσαίνοντας το σακάτη που πετούσε!
Ο Ποιητής είν' όμοιος με τον πρίγκηπα των πυκνών νεφελών
Που συντροφεύει τη θύελλα και τον τοξότη κοροϊδεύει·
Εξορισμένος πάνω στη γη στη μέση των γιουχαϊσμών,
Τα φτερά του, φτερά γίγαντα τον εμποδίζουν να βαδίζει.
Μετάφραση: Δέσπω Καρούσου
Συχνά, για να διασκεδάσουν, του πληρώματος οι άνθρωποι
Πιάνουν αλμπατρός, τεράστια πουλιά των θαλασσών,
Που ακολουθούν, του ταξιδιού νωχελικοί σύντροφοι,
Το καράβι που γλιστρά πάνω στα τρίσβαθα τα πικρά.
Μόλις πάνω στις σανίδες τους ακουμπήσουν,
Τότε οι βασιλιάδες αυτοί του αιθέρα, αδέξιοι και ντροπαλοί,
Αφήνουν τα μεγάλα λευκά τους φτερά
Να σέρνονται σαν κουπιά στο πλάι τους τραγικά.
Ο φτερωτός ταξιδιώτης, πόσο είναι άχαρος και χαλαρός!
Εκείνος, πριν λίγο ωραίος, πόσο είναι κωμικός και άσχημος!
Ο ένας το ράμφος του πειράζει με μια πίπα,
Ο άλλος μιμείται, κουτσαίνοντας το σακάτη που πετούσε!
Ο Ποιητής είν' όμοιος με τον πρίγκηπα των πυκνών νεφελών
Που συντροφεύει τη θύελλα και τον τοξότη κοροϊδεύει·
Εξορισμένος πάνω στη γη στη μέση των γιουχαϊσμών,
Τα φτερά του, φτερά γίγαντα τον εμποδίζουν να βαδίζει.
Μετάφραση: Δέσπω Καρούσου
Η
Ζωή του
Ο
πατέρας του Μπωντλαίρ ήταν άνθρωπος μορφωμένος, αφοσιωμένος στα ιδανικά
του Διαφωτισμού και ερασιτέχνης ζωγράφος. Με τον θάνατό του
το 1827 άφησε στον Σαρλ πλούσια πνευματική κληρονομιά. Έναν χρόνο
αργότερα, η μητέρα του παντρεύτηκε τον Συνταγματάρχη Οπίκ, πράξη που ο
Μπωντλαίρ ποτέ δεν της συγχώρεσε. Ο Οπίκ ενσάρκωνε για τον Μπωντλαίρ όλα όσα
στέκονταν ανάμεσα σε αυτόν και σε ό,τι αγαπούσε: τη μητέρα του, την ποίηση, το
όνειρο, μία ζωή χωρίς δυστυχή περιστατικά. Επιστρέφοντας από το Λύκειο το 1839,
ο Μπωντλαίρ αποφασίζει να ζήσει τη ζωή του ενάντια στις παραδοσιακές αστικές
αξίες που ενσαρκώνει η μητέρα του και ο πατριός του. Αποπειράται να ταξιδέψει
ως τις Ινδίες, αλλά τελικά αποτυχαίνει. Το ταξίδι αυτό, ωστόσο, πρόκειται
να ερεθίσει την φαντασία και την έμπνευσή του (αγάπη για την θάλασσα, οράματα
τόπων εξωτικών).
Μετά
την επιστροφή του στο Παρίσι συνδέεται με τη Ζαν Ντυβάλ (Jeanne
Duval), μια νεαρή μιγάδα, η οποία θα τον μυήσει στις ηδονές, αλλά και στις
πληγές του πάθους. Δανδής και χρεωμένος, τίθεται υπό δικαστική επιτήρηση
το 1842 και διάγει άθλιο βίο. Αρχίζει να συνθέτει πληθώρα ποιημάτων για τη
συλλογή «Τα Άνθη του Κακού». Ως κριτικός τέχνης και δημοσιογράφος μάχεται τις
μεγαλόστομες μορφές του Ρομαντισμού. Το 1848 συμμετέχει στην
επανάσταση των οδοφραγμάτων και λέγεται ότι παροτρύνει τους επαναστάτες να
πυροβολήσουν τον πατριό του, Οπίκ. Αργότερα, συμμερίζεται την απέχθεια
των Γκυστάβ Φλωμπέρ και Ουγκώ για την κυβέρνηση του Ναπολέοντος
Γ΄. Τα Άνθη του Κακούεκδίδονται το 1857 και στην συνέχεια καταδικάζονται
μερικώς «για προσβολή των δημοσίων και των καλών ηθών». Η επόμενη έκδοση
του 1861 είναι εμπλουτισμένη, αναδομημένη αλλά και ακρωτηριασμένη
κατά έξι ποιήματα (Les bijoux, Le Léthé, À celle qui est trop gaie, Lesbos, Femmes
damnées (το πρώτο ποίημα της συλλογής), Les métamorphoses du vampire),
την δημοσίευση των οποίων απαγόρευσε ο δικαστής Πινάρ. Κατόπιν, ο ποιητής
φεύγει για το Βέλγιο και εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες, όπου
συγγράφει ένα φυλλάδιο για το Βέλγιο, το οποίο και θεωρεί καρικατούρα της
γαλλικής αστικής τάξης. Επίσης, συναντά εκεί τον Φελισιέν Ροπ, ο οποίος θα
εικονογραφήσει τα Άνθη.
Πεθαίνει
στο Παρίσι από πάρεση και αφασία το 1867. Ενταφιάζεται στο Κοιμητήριο
του Μονπαρνάς (6ο τμήμα), στον ίδιο τάφο με τον πατριό και την μητέρα
του. Η τρίτη έκδοση των «Ανθέων» (1868) δεν θα βρει τον Μπωντλαίρ εν ζωή. Μετά
τον θάνατό του, η λογοτεχνική του κληρονομιά δημοπρατήθηκε και τελικά
αγοράστηκε από τον εκδότη Μισέλ Λεβί για 750 φράγκα. Η δικαστική απόφαση
του 1857 δεν ανακλήθηκε πριν από το 1949, οπότε και έγινε
αποκατάσταση του πλήρους έργου του Μπωντλαίρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου