Του
Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου
Όταν
ο ήλιος ανατέλλει, οι χρυσές αχτίδες του «χτυπάν» πρώτα στο όμορφο κι αγέρωχο
Κόζιακα (υψ. 1901μ.) και από εκεί αντανακλούν στο χωριό μας. Όταν την άνοιξη
ιδίως, φυσάει ένα ελαφρύ βοριαδάκι και ο ορίζοντας καθαρίζει, τότε ο Κόζιακας
είναι χάρμα οφθαλμών. Σου δίνεται η εντύπωση πως διακρίνεις ένα λαγό να πηδάει
ή ένα ζαρκάδι να τρέχει. Όταν πάλι το βραδάκι ο ήλιος βασιλεύει, ο ίσκιος του
βουνού πέφτει στο χωριό, απλώνοντας μια γλυκιά μελαγχολία, το καλοκαίρι γιατί
τέλειωσε μια όμορφη μέρα και το χειμώνα γιατί αρχίζει μια ατέλειωτη νύχτα.
Τα
ποικιλόμορφα, πανύψηλα και αιωνόβια δέντρα, η πλούσια σε θάμνους βλάστηση, η
ποικιλόχρωμη χλόη δίνουν διάφορους χρωματισμούς στο βουνό, ανάλογα με τις εποχές
του έτους: σκουρόμαυρο το χειμώνα από τα γυμνά δέντρα, περίπου κιτρινοπράσινο την άνοιξη από τη γύρη των κωνοφόρων δέντρων
και της καστανιάς, καταπράσινο το καλοκαίρι, κοκκινωπό και πορτοκαλοκκόνινο το
φθινόπωρο από τα φύλλα της καστανιάς πάλι.
Τα
θεόρατα έλατα φαίνονται από κάτω σαν δόντια ενός μεγάλου συνεχόμενου πριονιού ή
σαν κεντίδα σε μια δαντέλλα που αποτελεί την κορυφογραμμή του Κόζιακα. Μια
κορυφογραμμή που κόβει τον ορίζοντα εκεί τόσο απότομα, ώστε να κινεί την
περιέργεια των μικρών που ρωτούν: «τι
είναι πίσω από κει;» και οι εξυπνότεροι να απαντούν: «Εκεί είναι η Τύρνα και το Λαντζ και πέεερα,
πιο μακριά, είναι τα Γιάννενα εκεί παν τα αεροπλάνα που περνάν από δω».
Αλλά και των μεγαλυτέρων η φαντασία εξάπτεται και καλπάζει, όταν κοιτάν συνεχώς
τον Κόζιακα, και δημιουργεί χίλια δυο σχήματα, εικόνες και σχέδια που
σχηματίζουν τα δέντρα και οι βράχοι του.
Για παράδειγμα, κάποιες νεροσυρμές σε
ένα σημείο διάβρωσαν έτσι τα πετρώματα, που δημιούργησαν, στη φαντασία, ένα
σχήμα σαν ένα τεράστιο κεφαλαίο Ψ. Σε άλλα σημεία δημιούργησαν βαθιές χαράδρες
που από μακριά φαντάζουν σαν τις βαθιές αυλακιές στο πρόσωπο ενός γέρου.
Αρκετά
σκόρπια χωριά στολίζουν και ομορφαίνουν το βουνό και του δίνουν ζωή. Από το
Δούσικο και τα Λεσιανά ως την Κορομηλιά κάνουν μια γραμμή περίπου ζικ ζακ, «κεντώντας»
έτσι το σκουροπράσινο φόντο του. Πιο πολύ όμως φαίνονται τα χωριά Λεπενίτσα,
Κόρη, Ξυλοπάροικο, Γοργογύρι, Πρόδρομος, Γενέσι. Ελάχιστα φαίνονται
το Ανταλλάξιμο και η Αγία Παρασκευή.
Αυτά
τα βλέπεις έτσι φάτσα απέναντί σου. Όλα αυτά τα χωριά, πέρα πέρα τη μέρα
φαίνονται «σαν κοπάδι προβάτων που βόσκουν», ενώ τη νύχτα φέγγουν «σαν αστέρια» ή «σαν καντήλια αναμμένα». Έτσι τα προσόμοιαζαν οι παλιότεροι.
Πολύ το αγάπησα αυτό το βουνό, φαντάζομαι το ίδιο να ισχύει και για όλους τους κατοίκους του χωριού μου. Αποτέλεσε σ’ όλη μου τη ζωή που έζησα στο χωριό (μέχρι τα 25 μου περίπου) σημείο αναφοράς: Εκεί χτυπούσαν πρώτα οι αχτίδες του ανατέλλοντος ηλίου, εκεί έδυε ο βασιλιάς της ημέρας. Αυτό μας έλεγε αν θα βρέξει. Οι παλιακοί έλεγαν: «άμα ιδείς τον Κόζιακα να απολάει στύλια και ποδάρια πέρα, κατά την κορομηλιά, να περιμένεις βροχή». Και δεν έπεφταν έξω. Αυτό μας «έλεγε» πάλι πότε θα καλοκαιρέψει: «όσο ο Κόζιακας θα έχει έστω και μια χούφτα χιόνι, μην περιμένεις άνοιξη και μη γελαστείς και βάλεις ντομάτες στο κήπο, θα τις κάψει το κρύο». Κι είχαν δίκαιο. Το καλοκαίρι, όταν ο ήλιος ανέβαινε λίγο ψηλά (καμιά αξυάλη και κάτι), άμα κοιτούσες το βουνό, το κάμμα «έπαιζε» και έλεγες: «Ωρέ, τι λαμπάδα θα κάνει πάλι σήμερα», «θ΄ ανάψουν τα τσιουγκάνια στο Τόσκεσι», «θα καεί το πελεκούδι». Όταν πάλι έβρεχε με ήλιο, αν είχες πίσω σου τον ήλιο και κοίταζες το βουνό, έβλεπες ένα τεράστιο ουράνιο τόξο να μπήγει τις δυο άκρες του μέσα στις ράχες του, «χαμπλά χαμπλά», και έλεγες τότε 2-3 φορές: «δόξα τα μαλλιά! δόξα τα μαλλιά! δόξα τα μαλλιά!
Δώρο θεού αυτό το βουνό για το χωριό μας, δώρο θεού για την ομορφιά, τη μεγαλοπρέπεια και τον «ήσκιο» του. Τα άλλα τα χωριά στην καρακαμπίλα είναι «ντιπ ξεήσκιωτα» χωρίς βουνό.
Πολύ το αγάπησα αυτό το βουνό, φαντάζομαι το ίδιο να ισχύει και για όλους τους κατοίκους του χωριού μου. Αποτέλεσε σ’ όλη μου τη ζωή που έζησα στο χωριό (μέχρι τα 25 μου περίπου) σημείο αναφοράς: Εκεί χτυπούσαν πρώτα οι αχτίδες του ανατέλλοντος ηλίου, εκεί έδυε ο βασιλιάς της ημέρας. Αυτό μας έλεγε αν θα βρέξει. Οι παλιακοί έλεγαν: «άμα ιδείς τον Κόζιακα να απολάει στύλια και ποδάρια πέρα, κατά την κορομηλιά, να περιμένεις βροχή». Και δεν έπεφταν έξω. Αυτό μας «έλεγε» πάλι πότε θα καλοκαιρέψει: «όσο ο Κόζιακας θα έχει έστω και μια χούφτα χιόνι, μην περιμένεις άνοιξη και μη γελαστείς και βάλεις ντομάτες στο κήπο, θα τις κάψει το κρύο». Κι είχαν δίκαιο. Το καλοκαίρι, όταν ο ήλιος ανέβαινε λίγο ψηλά (καμιά αξυάλη και κάτι), άμα κοιτούσες το βουνό, το κάμμα «έπαιζε» και έλεγες: «Ωρέ, τι λαμπάδα θα κάνει πάλι σήμερα», «θ΄ ανάψουν τα τσιουγκάνια στο Τόσκεσι», «θα καεί το πελεκούδι». Όταν πάλι έβρεχε με ήλιο, αν είχες πίσω σου τον ήλιο και κοίταζες το βουνό, έβλεπες ένα τεράστιο ουράνιο τόξο να μπήγει τις δυο άκρες του μέσα στις ράχες του, «χαμπλά χαμπλά», και έλεγες τότε 2-3 φορές: «δόξα τα μαλλιά! δόξα τα μαλλιά! δόξα τα μαλλιά!
Δώρο θεού αυτό το βουνό για το χωριό μας, δώρο θεού για την ομορφιά, τη μεγαλοπρέπεια και τον «ήσκιο» του. Τα άλλα τα χωριά στην καρακαμπίλα είναι «ντιπ ξεήσκιωτα» χωρίς βουνό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου