Ο Χειμώνας
Πολλά και τσουχτερά τα κρύα τα παλιά τα χρόνια. Κρύα με χιόνια, με παγωνιές, με πάχνες και βροχές. Ο βοριάς τότε μούγκριζε, μπατσίζοντας ακόμα και του γενάτου το πρόσωπο. Μούγκριζε και μετακινούσε τα κεραμίδια στη στέγη κι άφηνε τ’ αστέρια να φέγγουν από κάτω. Είναι αυτός ο αέρας που, όταν φυσάει, λυσσομανάει και φρενιάζει σαν θεριό. Τα αρνάκια τότε, τα καημένα, παγώνουν στο μαντρί και κουβαριάζονται δίπλα στη μάνα τους. Στο δρόμο δεν σταυρώνεις ψυχή.
Οι αέρηδες μπουρίνιαζαν μάνι - μάνι κι
έρχονταν δεμάτια - δεμάτια κατά πάνω σου και βαρούσαν λοξά τους τοίχους των
σπιτιών και χάνονταν πέρα χαμηλά στα χωράφια. Ο βοριάς χτυπιόταν με το νοτιά
και σφύριζε παλαβά, σειώντας συθέμελα τα κτίρια. Κι οι άνθρωποι, οι περαστικοί,
σφίγγανε πάνω τους τα ρούχα, πιάνοντάς τα σταυρωτά απ’ τις φτερούγες.
Αλίμονο
σε κείνον που είναι έξω, κι ας είναι και βασιλιάς, και χαρά σε κείνον που είναι
μέσα, κι ας είναι και γύφτος. Αυτός με δυο καρβουνάκια θαραπαύεται, ο
άλλος βαρεί δόντι. Τέτοιοι ήταν οι
χειμώνες τότε ή έτσι τους έβλεπαν ο κόσμος, που ήταν αναγκασμένοι να μένουν όξω
περισσότερο απ’ ό,τι σήμερα.
Με
τις βαρυχειμωνιές το πρωί γίνονταν κόκκαλο όλα. Τα νερά παγώνανε. Στις στέγες
σπαθιά τα κρούσταλλα, ενώ όξω στην ύπαιθρο κουδουνίζανε στους θάμνους, άμα τα
ακουμπούσες λιγάκι, και στα δέντρα κρέμονταν σαν πολυέλεοι. Οι μπάρες γυαλί.
Στις τουλούμπες ήθελες να ανάψεις μεγάλη, μπαρμπανούτα τη φωτιά για να
ξεκινήσεις τα νερά τους. Έπαιρνες τόσο άχυρο -όσο χωράει στο στήθος σου, άμα
σταυρώσεις τα χέρια σου- και τα άφηνες στη βάση της σωλήνας. Το άναβες και
χόρευε η φλόγα, γλείφοντας τη σωλήνα, και τότε το νερό κινούσε. Θέαμα κι αυτό στις ρούγες σ’ όλες τις γειτονιές! Κι αν αυτό γινόταν και λίγο χαραούλα,
ε, τότε κατέβηκαν τα αστέρια κι
ακούμπησαν στη γη!
Πάμε πάλι μέσα. Έχεις δυο κούτσουρα στο
μπουχαρή, ένα ξύλο κουντουράκι στη σόμπα, δυο κάρβουνα στο μαγκάλι, πάει καλά,
αλλιώς η πλάτη σου χορεύει και το δόντι σου βαράει. Κι όμως κι έτσι το
πολεμούσες εύκολα το αγριοκαίρι. Ρίξε ξύλα στη φωτιά, πιες λίγο κρασάκι, πάρε
κι έναν υπνάκο, ζουριασμένος εκεί στην ακρούλα, δίπλα στο μπουχαρή, δίπλα στη
γάτα που ξεροτανιέται, που ρουχνίζει ή λούζεται κι αυτή. Κυρίως το αγριοκαίρι
το πολεμούσες με το κέφι. Είχαν κέφι τότε ο κόσμος. Τους χειμώνες στις βεγγιέρες και στα ξενύχτια με
τα παραμύθια, τους μαραπάδες και τα μασλάτια, το ξεχνάς το κρύο κι η φτώχεια
παγαδιάζει την ψυχή σου και την παρηγορεί.
Έτσι
ήτανε τότε οι χειμώνες, βαρυχειμωνιές γερές. Το αγριοβόρι φυσούσε σαν μολύβι.
Τα δέντρα και τα σπαρτά καίγονταν απ’ το φύσημα. Κι όμως δεν τα φοβότανε αυτά
τα ζούδια ο κόσμος τότε, γιατί ήταν μαθημένοι από μικροί. Και τα Χριστούγεννα
και την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα το ίδιο. Οι γιορτές αυτές ήταν δεμένες
περισσότερο με τις συνηθισμένες χαρές του κόσμου, με τον χειμώνα και το χιόνι
και με το ζεστό το τζάκι μέσα. Γιορτές Χριστουγέννων και χιόνι πάνε πάντα μαζί.
Κι αν καμιά φορά δεν έριχνε χιόνι ή η ατμόσφαιρα
ήταν θυμωμένη, οι βοριάδες πάλι με χιονόνερο και με αστραπές αγρίευαν και
λυσσομανούσαν.
Μέρες
πριν τα Χριστούγεννα ο καιρός ήταν, σχεδόν πάντοτε, ήσυχος. Δεν αγρίευε ακόμα,
μα την παραμονή τα κατσούφιαζε. Τα σύννεφα μολυβιάζανε και το χιονόνερο έπεφτε
βελονιαστό. Το κρύο τάντανο κι ο αέρας σαν νά ’τανε κρύα φωτιά έκαιγε τα
πάντα. Και τα παιδιά τη δουλειά τους.
Σμάρια - σμάρια συνέχιζαν τα κάλαντά τους από γειτονιά σε γειτονιά κι από
μαχαλά σε μαχαλά. «Άγιους Βασίλης έρχιτι, Γινάρης ξημιρώνει…». Οι μυτούλες τους
κατακόκκινες, τα χεράκια τους κοκκαλιασμένα, ίσα-ίσα που μπορούσαν να κρατάν τα
κουδούνια, τον τορβά στον ώμο για τα καλούδια, και ένα ξύλο στο χέρι για να
κυνηγάνε τα σκυλιά που χύνονταν κατά πάνω τους, όταν άκουγαν τα κουδούνια να
χτυπάν.
Απ’
το πρωί ο καιρός ήταν συλλογισμένος αλλά δεν φυσούσε καθόλου. Ο ουρανός ήταν
χαλκωματένιος και σιγά - σιγά κατά το βοριά γινόταν πίσσα, έτοιμος για βροχή ή
για χιονόνερο. Μέσα η φωτιά κουβέντιαζε στα τζάκια, ενώ στις σόμπες
τριζοβολούσε. Ραχάτι γερό! Κι η γάτα στο δικό της το χαβά, ξαπλαριά,
ρουθούνισμα και λούσιμο. Τα τζάμια θαμπά. Κι απ’ όξω έβλεπες σαν ήσκιους τους
ανθρώπους να διαβαίνουν βιαστικοί - βιαστικοί. Αλλά κόσμος χαρούμενος, γεμάτος
κέφι, όχι κατσούφηδες και σκυθρωποί, όπως σήμερα.
Τις
νύχτες η λάμπα - μια λάμπα τσιμπλιασμένη - μια άναβε μια έσβηνε, έτσι όπως
έμπαινε ο χιονιάς απ’ τα σπασμένα τζάμια. Το φιτίλι της ίσα - ίσα που
ακουμπούσε στο πετρέλαιο. Το μαυρισμένο και σπασμένο απ’ το ένα μάγουλο
λαμπόγυαλο το κολλούσαν οι νοικοκυρές με στρατσόχαρτο και προζύμι. Σκέψου το
φως που έβγαζε αυτή η λάμπα! Κι ο βοριάς το βιολί του. Από τέτοια πόρτα και
τέτοια παράθυρα έμπαινε σούδα και μια σιγοέσβηνε, μια σιγοάναβε τη λάμπα.
Όξω ο μανιασμένος βοριάς, κρύος μολύβι, ούρλιαζε, μπατσίζοντας
τα πρόσωπα, και αναμάλλιαζε τα πάντα, τα χαμόκλαδα, τα σπαρτά, όλα. Τα
κουβάριαζε, τα κομπόδενε, τα σήκωνε στον αέρα, τα στροβίλιζε. Κι ο ουρανός; κι
ο ουρανός μαύρος και μολυβένιος κι
αυτός. Και σε λίγο έρχονταν και βούιζε ο χιονιάς παγωμένος. Στους δρόμους ψυχή!
ερημιά παντού.
Ματσούκια
γερά οι χειμώνες τότε. Και τώρα, δε λέω, αλλά τώρα δεν μένουμε εκτεθειμένοι στη
φύση όσο τότε. Ύστερα, τώρα έχουμε όλα τα κομφόρ, καλοριφέρ, κλιματιστικά και
άλλα θερμαντικά μέσα. Μήπως άλλαξαν κι οι άνθρωποι και δεν κρυώνουν τώρα τόσο ή
δεν το νιώθουν το κρύο απ’ τα προβλήματα κι’ απ’ τα σεκλέτια τα πολλά; δεν
ξέρω, λέω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου