Όταν
οι άνθρωποι εγκαταλείπουν κάποιους δρόμους, τότε τους καταλαμβάνει αμέσως το
χορτάρι. Πυκνή πρόθυμη χλόη σκεπάζει τις αυλακιές και τα ίχνη των πελμάτων.
Όμως εγώ επιμένω. Περνώ και ξαναπερνώ από τους χορταριασμένους δρόμους και
σκέφτομαι τις αιτίες που οι άνθρωποι εγκαταλείπουν αυτούς τους χώρους στην τύχη
και την ερημιά τους. Σε ποια «εξωχώρα» πλέον καταγράφουν την παρουσία τους;
Περνώ και ξαναπερνώ. Η εξωχώρα, όμως, βρίσκεται κι εδώ. Ένας απόηχος, μια
καταλαγιασμένη μαγεία, ένα ψιθύρισμα λίγο πριν γίνει καθαρή φωνή. Επειδή βάζω
στο μυαλό μου ‒ντάλα μεσημέρι‒ την πιθανότητα να εμφανιστεί η συνοδεία του Πάνα
ή εκείνη του Διονύσου πίσω από τα δέντρα και τους πυκνούς θάμνους κι έτσι να
δώσει ξαφνική ζωή στο κοιμισμένο τοπίο. Και με τη σκέψη αυτή εξορκίζω την
άνευρη πλήξη του μεσημεριού, αυτήν τη χαλαρωτική άφεση κάθε έγνοιας, την ατονία
υπό την αόριστη μελαγχολία των χαμηλών νεφώσεων. Πάντα η βιοτική κόπωση μας
ωθεί με τον τρόπο της να βρούμε καταφύγιο στην περιοχή του ονείρου. Και,
ονειροπολώντας έτσι, προχωρώ μέσα στη φωτεινή μέρα.
Του
Ηλία Κεφάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου