Του
Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου
Συνεχίζοντας
την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον
τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι
ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή
λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα (Υ) και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική
σειρά:
υνί του ουδ. ους.
1) το κοφτερό εξάρτημα του αλετριού που οργώνει το χώμα 2) στις φράσ. βρήκι η νύφη του υνί κατ’ απ’
την πόρτα (παροιμ. για κάτι πολύ εύκολο και σίγουρο) – χάλασι του υνί να φκιάσει
βιλόνι
ύπιργα τα ουδ. ουσ.
τα σύνεργα· κάθε αντικείμενο ή εξάρτημα για τη διευκόλυνση της ζωής του ανθρώπου: καλά είνι η άνθρουπους να τά’χει ούλα τα
ύπιργα σπίτι τ’
υπουγραμμός η αρσ. ουσ.
στη φράση τύπος και υπογραμμός (για άνθρωπο που αποτελεί υπόδειγμα στη
συμπεριφορά του)
υπουκύβου ρ. αμετ. αόρ. υπούκυψα· υποκύπτω, υποχωρώ: ό,τι
κι να τουν πεις, μα καλέ μ’ μα ’χαμνέ μ’, τίπουτι αυτός, πουτέ δεν υπουκύβει
– έιπι είπι, μι πήρι τ’αυτχιά μ’, στου
τέλους υπούκυψα κι ’γω, τι νά’ κανα;
ύστιρου του ουδ. ουσ.
το ύστερο· ο πλακούντας του εμβρύου που βγαίνει από τη μητέρα μετά τον
τοκετό
ύστρα και ύστρας επίρρ.
ύστερα μετά, κατόπιν: ας πλαεάσουμι τώρα κι ύστρα γλέπουμι τι
κάνουμι
υφάδι του ουδ. ουσ. το νήμα που διαπλέκεται με το στημόνι και
υφαίνεται στον αργαλειό: γνέθου του υφάδι
– έβαψα του υφάδι
ύφαμα του ουδ. ουσ.
το ύφασμα που υφάνθηκε στον αργαλειό: αυτό του γνέμα τό’χου για ύφαμα κι αυτό για πλέξιμο – έκανις τόσου
ύφαμα σήμιρα; μπράβο!
ύψουμα του ουδ. ουσ. ειδική σύντομη ιεροτελεστία κατά
την οποία ο ιερέας αγιάζει τον άρτο (κομμάτι αρτοκλασίας)· ο άρτος αυτός
τοποθετείται στην κορυφή ενός πιάτου ή ενός δίσκου γεμάτου με βρασμένο και
ζαχαρωμένο σιτάρι, πάνω στο οποίο μπήχνεται ένα αναμμένο κερί. Η τελετή αυτή
γίνεται κατά την ονομαστική γιορτή κάποιου ή κατά τη γιορτή του αγίου της
ενορίας: σκώνου του ύψουμα στη νηκκλησιά
– πχοιος σήκουσι του ύψουμα απ’ τουν Άγιου σήμιρα που γιουρτάζει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου