Όλου
του κόσμου τα καλά, ότι κι αν αποκτήσω,
το σπίτι, που είναι στο χωριό, δε θα το λησμονήσω.
το σπίτι, που είναι στο χωριό, δε θα το λησμονήσω.
Είναι
οι πόρτες του κλειστές και τα παράθυρά του…
Που είναι ο νοικοκύρης του και η νοικοκυρά του;
Που είναι ο νοικοκύρης του και η νοικοκυρά του;
Και δεν
ακούγεται λαλιά
όπως
τα χρόνια τα παλιά,
που `χε τ’ αφεντικά του,
που `χε τα μεγαλεία του
που `χε τ’ αφεντικά του,
που `χε τα μεγαλεία του
κι
όλα τα καλά του.
Το
σπίτι μου το πατρικό
όταν
το βλέπω σφαλιστό,
ματώνει η καρδιά μου,
ματώνει η καρδιά μου,
γιατί
κρατάει σφαλιστά
εκεί
τα παιδικά μου,
τα
χρόνια τα αλλοτινά
τα πρώτα όνειρά μου.
Θεέ μου
και να ’ρχόντανε τα χρόνια πάλι πίσω
την
μάνα, τον πατέρα μου και πάλι ν’ αντικρίσω!
Να
πάω μες το μαγειρειό, ν’ ανάψω το φανάρι
να πάρω τσίπουρο, κρασί μέσα απ’ το κελάρι
να πιώ, να πιώ, να ζαλιστώ να βυθιστώ στο κλάμα,
με τους καημούς και τις χαρές να μετρηθώ αντάμα.
να πάρω τσίπουρο, κρασί μέσα απ’ το κελάρι
να πιώ, να πιώ, να ζαλιστώ να βυθιστώ στο κλάμα,
με τους καημούς και τις χαρές να μετρηθώ αντάμα.
Μια
μέρα, μια Παρασκευή, να πιω και να μεθύσω
και
με αυτούς που αγάπησα μαζί τους να γλεντήσω.
Να
ξεθυμάνει ο πόνος μου και λίγο να ξεχάσω,
στον καναπέ της μάνας μου να πέσω να πλαγιάσω.
στον καναπέ της μάνας μου να πέσω να πλαγιάσω.
Μια μέρα, μια Παρασκευή, να πιω και να μεθύσω
και με αυτούς που αγάπησα μαζί τους να γλεντήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου