Ἦταν
μπακίρι τὸ φεγγάρι, ἀδέξιο καὶ βαρύ, κι ἔψαχνε τόπο νὰ σταθεῖ στὴν πόρτα μου. Ἄς
ἔμπαινε. Ἀπὸ τὸ μονοπάτι τῆς αὐλῆς ἔφτανε ὁ ἄνεμος μὲ ὅλους τοὺς πένθιμους
ψιθυρισμούς του. Ἀναγαλλιάζαν τὰ μυριστικὰ κι ἔκτοτε πάλευε ἡ σιωπή, φοβούμενη
τὸ ρόπτρο. Ποιὸς νὰ τὸ ἔλεγε; Ἐγὼ παραδομένος τοῦ ὕπνου ὅλα μὰ ὅλα τὰ ἔβλεπα. Ἀπ’
τὸ καρφὶ τοῦ τοίχου ξεκινοῦσε τὸ ἁπλωμένο δίχτυ, στάζοντας τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ.
Ἔφτανε στὴ μουριὰ καὶ πάλι πίσω γύριζε τυφλὸ νὰ μ’ ἀγκαλιάσει. Ὦ τί ἰλὺς βυθοῦ
τὸ πολυθύλακο κι ὅλο μοιρολογώντας νὰ παλεύει. Ὤς τὸ πρωὶ ἀποστήθισα ὅλα τὰ ἔνρινα
τῶν καβουριῶν κι ὅλους τοὺς βόγκους τῶν πνιγμένων.
Του
Ηλία Κεφάλα, απὸ τὴν συλλογή του ΤΑ
ΜΝΗΣΤΡΑ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ, 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου