Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου
Συνεχίζοντας
την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον
τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι
ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή
λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Ι και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική
σειρά:
ι κάθε άτονο
ε στην αρχή ή στη μέση ή στο
τέλος της λέξης στη θεσσαλική διάλεκτο μετατρέπεται σε ι: ισύ – ιγώ – ιτούτους
– ιδώ – ικεί – ιφόσον (εφόσον) – ιφτά
(εφτά) – ιψέ – ιφτυχία (ευτυχία) –
ιφχαριστώ (ευχαριστώ) – Ιβρώπη (Ευρώπη) – ιπίτηδις – έρχιτι – χιριτήματα –
ιννιάμιρα – ιστάνουμι – τρώιτι – πιρίμινι
ια μόριο
να, ιδού: ια η παππούς, έρχιτι –
ια τα πιδάκια στου σχουλείου – τι να κάνου, ια κάθουμι 2) ως επιφών. με μια σκωπτική, ειρωνική,
κάπως διάθεση: ια η Κώτσιους πώς στέκιτι
ντιρικουμένους! – ια η παππούς πώς πιρπατάει χαύδα χαύδα
Ιάτους αντων. ιάτην ιάτου· νάτος - η - ο
Ιβαγγέλιου του ουδ. ουσ. το Ευαγγέλιο
ιβλουγία η θηλ. ουσ. η ευλογία
ίγγλα η θηλ. ουσ. ζώνη, λωρίδα που στερεώνει το
σαμάρι στο ζώο
ιδγιάζου ρ. μεταβ. αόρ. ίδγιασα· περνώ το νήμα πέρα
δώθε κάτω σε παλούκια πριν το κάνω στημόνι και το περάσω από τα μιτάρια και το
χτένι
ίδγιασμα του ουδ. ουσ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα
του ιδγιάζω
ιδγιάστρα βλ. λ. δγιάστρα
ίδρουτας η αρσ. ουσ. και ουδ. του ίδρουτου· ο ιδρώτας:
μ’ έκουψι κρύους ίδρουτας απ’ του φόβου μ’ τώραεά – σφούγγα (σφούγγισε) λίγου
τα ίδρουτα σ’
ιδώεα επίρρ. και ιδώεαεάς· εδώ, εδώ δα: ιδώεα θα
πλαεάσου απόψι – ιδώεαεάς γίνουνταν κανιάβολα (κάποτε) του σιργιάνι
ικείεα επίρρ. και ικείεαεά(ς)· εκεί δα
ικείνουσεά αντων ικείνουσεά ικείνηνεά ικείνουεά· εκείνος
δα
ικείνους αντων. δεικτ. ικείνους ικείνην ικείνου·
εκείνος
ιπρουπέρσι επίρρ.
πρόπερσι
ιπρουχτέ επίρρ.
προχθές
ιπρουψέ επίρρ. προψές
ιρμάδα η θηλ. ουσ. 1) η έρμη, η ταλαίπωρη, η
κακομοίρα: αυτός μι κουρόϊδιψι κι γω η
ιρμάδα μ’ πού να πάρου χαμπάρι! 2) έφυγαν
τα πιδγιά τς, έχασι κι τουν άντρα τς κι έμεινι μαναχιά τς η ιρμάδα 3) σε
φράση όπου θέλουμε να δείξουμε οργή για κάτι: παρουσιάσκι μπρουστά μ’ νια αλπού, κάνου να τη βαρέσου, πώς ξαφανίσκι η
ιρμάδα;
ίσια ίσια επίρρ. αντίθετα απ’αυτό που λες): αυτό είπα γω; ίσια ίσια ιγώ είπα τα’αντίθιτου
ισιάδι ουδ. ουσ. το ισιάδι, η ισιάδα· τόπος ίσιος, ομαλός
ίσιους επιθ. η ίσιους η ίσια του ίσιου· ίσος, ευθύς,
ομαλός – ίδιος, όμοιος
ίσκνα η θηλ. ουσ. 1)
είδος μύκητα που προσβάλλει τα δέντρα· τον ξέραιναν παλιότερα και τον
χρησιμοποιούσαν στο τσακμάκι για ύλη προσανάμματος
ιστάνουμι ρ. παρατ. ιστάνουμαν αόρ. ιστάνθκα·
αισθάνομαι, νιώθω: αυτός είνι ντιπ
αδγιάντρουπους, δεν ιστάνιτι ντιπ ντρουπή – ικείνη την ώρα δεν ιστάνθκα τίπουτι, ύστρα άρχισα να
πουνάω
ιτεά η θηλ. ουσ.
η ιτιά
ιτούτουσεά αντων. δεικτ.
ιτούτουσεά ιτούτηνεά ιτούτουεά· ετούτος, τούτος δα πληθ.
ιτούταεά
ιτούτους αντων. δεικτ. ιτούτους ιτούτην
ιτούτο· ετούτος
ίτσι του ουδ. ουσ. πληθ. τα ίτσια· είδος
λουλουδιού των λιβαδιών: πάρτι τουν τουν
μπέμπη, σύρτι τουν στα ίτσια κι στα λουλουδίτσια (από παιδικό νανούρισμα) –
καλώς μας ήρθι η Λάζαρης
μι ίτσια μι τραντάφυλλα, μι δγυο
χειρές λουλούδια (από κάλαντα Λαζάρου)
ιφκέλιου του ουδ. ουσ. το ευχέλαιο
ιφκή η θηλ. ουσ.
η ευχή: βρε πώς τα λες ,’π να σι πάρει
η ’φκη να σι πάρει – ιφκή ’π τουν θεο ήταν κι αυτήν, να μην πάθς
τίπουτις
ιφκιρία η θηλ. ουσ. η ευκαιρία
ιφκιώμι ρ. παρατ. ιφκιώμαν αόρ. ιφκήτχα: τς ιφκιώνταν ούλοι να ζήσουν, καλά στέφανα, τς ιφκήτχα κι γω μι
τη σειρά μ’
ιφκοίλια η θηλ. ουσ. η ευκοίλια
ιχλύς και ιχλής αρσ. ουσ. έτσι έλεγαν κάποιον που
γνώριζε με πρακτικούς τρόπους να θεραπεύει εξαρθρωμένα ή με κάταγμα χέρια ή
πόδια
ιψέ επίρρ. εψές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου