Του
Χάρη Αγγελή
Οι
μνήμες από τη ζωή στο χωριό, με πήγαν στην πρώτη μέρα της σχολικής μου
εμπειρίας. Θυμάμαι με νοσταλγία το πατρικό μου σπίτι. Εκεί ζούσα κι εγώ. Ήμουν
το πρώτο παιδί της οικογένειας με τα πέντε παιδιά. Κοιμόμουν στην άκρη της
στρωματσάδας και πρόσεχα να μην ξεσκεπαστούν τη νύχτα τα μικρά μου αδέρφια.
Κουβάλαγα νερό και πήγαινα στο χωράφι. Ήμουν έτοιμος για να πάω στην πρώτη
δημοτικού και ήμουν το καμάρι της οικογένειας.
Πολύ
χαίρονταν οι μεγάλοι, οι γονείς, που θα μάθαινε γράμματα το πρώτο τους παιδί.
Εγώ όμως τα έβλεπα και τα άκουγα αυτά και σφίγγονταν η καρδιά μου, γιατί κανένα
από τα μεγαλύτερα παιδιά της γειτονιάς δεν ήθελε να πάει σχολείο.
Ο
δάσκαλος ήταν πολύ αυστηρός, είχε μια βίτσα από κρανιά και χτυπούσε τα παιδιά
στις παλάμες. Η σάκα μου όμως ήταν έτοιμη από ένα χρόνο πριν. Την είχε φτιάξει
η μάνα μου στον αργαλειό. Πώς να πω τώρα «φοβάμαι το δάσκαλο και δεν θέλω να
πάω σχολείο» εγώ που ήμουν «μεγάλος» και με καμάρωνε η οικογένεια.
Εκείνη
τη μέρα μόλις χάραξε, πήγα στο παράθυρο, τράβηξα λοξά το κουρτινάκι, έκατσα στα
γόνατα, δάγκωνα το μανίκι από το πουκάμισο και κοίταζα το δρόμο σκεφτικός.
Περίμενα να φανούν τα άλλα παιδιά για να πάω μαζί τους. Όλα γύρω μου φαίνονταν
θολωμένα. Οι κότες τσιμπούσαν τα χορτάρια με το ζόρι, το σκυλί κουλουριασμένο
κοιμότανε στο δρόμο, το γκάρισμα του γαιδάρου ήταν βραχνιασμένο, τα φύλλα στα
δέντρα ασάλευτα και τα σύννεφα στην ανατολή δεν άφηναν τον ήλιο να φανεί.
Πόσο
ήθελα να φύγω στα χωράφια, αλλά τι θα λέγανε οι μεγάλοι, τι θα πούνε οι μικροί…
Έπιασα τη σάκα την πέρασα στο κεφάλι μου και στο δεξί μου χέρι από το σχοινί
και αυτή κρέμονταν ως το κώλο. Στα βλέμματα των μικρών αδερφών μου έβλεπα την περηφάνια τους και
ένοιωθα τη συμπαράσταση, καταλαβαίνοντας
ότι κάτι μεγάλο θα κάνω, χωρίς να το θέλω, αλλά δεν μπορούσαν να
βοηθήσουν.
Οι
φωνές των παιδιών από τη γειτονιά με έβγαλαν στο μπαλκόνι.
Ξυπόλυτος,
με γαλάζιο βρακί, σκούρο γκρι πουκάμισο με μαύρο κολάρο, κουρεμένος από την
προηγούμενη Κυριακή, με το ψαλίδι που κούρευε ο πατέρας το Πάσχα τα αρνιά, ακολούθησα την παρέα φοβισμένος κι άκουγα τη μάνα που έβγαινε λαχανιασμένη από το στάβλο
με το καρδάρι στα χέρια, να φωνάζει στους μεγάλους «Προσέξτε και το Χάρη».
Τον
κουρνιαχτό στο δρόμο τον ένοιωθα κρύο στις πατούσες. Η σκρόφα της Γιάννους
δεμένη κάτω από τη συκιά τραβούσε την αλυσίδα και έσκουζε γιατί ήθελε να φάει.
Ο τσούπος πετούσε από παλούκι σε παλούκι, κάθονταν για λίγο έκανε τσούπ- τσουπ
και μόλις πλησιάζαμε εμείς τα παιδιά έφευγε παραπέρα. Ήξερα καλά που ακριβώς έχει το λημέρι του.
Δυο μέρες τώρα έστηνα την παγίδα μου στα παλούκια που είχαν τις περισσότερες
κουτσιλιές, αλλά ο τσούπος δύσκολα πιάνεται.
«Σφηνώνει
ο σκάνταλος» μου έλεγε ο φίλος μου ο Νάσιος, που την έφτιαξε, «και όταν κάθεται
επάνω ο τσούπος δεν πιάνεται στην παγίδα».
Μούρχονταν
να σκύψω να πάρω μια πέτρα και να τον σημαδέψω, αλλά ήξερα από τους
μεγαλύτερους ότι ο δάσκαλος δεν επέτρεπε να σκοτώνουν τα πουλιά.
Ο
δρόμος κόντυνε και το σχολείο φάνηκε. Η αγωνία μου μεγάλωνε.
Τα
παιδιά λέγανε καλημέρα σ’ όσους συναντούσαν στο δρόμο και κουβέντιαζαν για τη σκύλα
του Καραθάνου, που όταν ήταν λυμένη χιμούσε πάνω στον κόσμο και τους δάγκωνε.
Έξω
από το σχολείο ήταν πολλά παιδιά μαζεμένα. Λέγανε για το αναγνωστικό, για την
αριθμητική, για το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, για τα φίδια που είδαν το
καλοκαίρι, για τα πουλιά που έπιασαν, για τα ξενύχτια στα πρόβατα, για τα
καρπούζια που έκλεψαν, για τα σταφύλια που θα τρυγήσουν, για το που θα ψαρέψουν
μετά το σχολείο, πως θα αγοράσουν μπάλα…
Ξαφνικά
άκουσα να φωνάζει ένα παιδί «Έρχεται ο δάσκαλος».
Στο
βάθος της δημοσιάς φαίνονταν ένας άντρας με τραγιάσκα, καβάλα στο ποδήλατο.
Όταν έφτασε κοντά χαμογέλασε. Ήταν μεγάλος σαν τον πατέρα μου. Κατέβηκε από το
ποδήλατο έβγαλε το πιαστράκι που είχε χαμηλά στο παντελόνι για να μην λερώνεται
από την αλυσίδα και είπε και αυτός «καλημέρα».
Άνοιξε
την καγκελόπορτα και έπιασε κουβέντα με τα παιδιά. Βέργα δεν είχε που έλεγαν οι
μεγάλοι και φαίνονταν καλός.
Το
σχολείο ήταν γεμάτο παράθυρα και τα πεύκα μύριζαν όπως και στην εκκλησία. Η
αυλή είχε πολλές πετρούλες κι από κάτω έβγαιναν μικρές αγριάδες. Το κουδούνι
χτύπησε και όλα τα παιδιά έτρεξαν προς την πόρτα. Εγώ πήγαινα πίσω από τον Νάσιο
που ήταν Τετάρτη τάξη.
Η
πρώτη τάξη από εδώ φώναξε ο δάσκαλος. Μετά την προσευχή τα παιδιά όρμησαν με
φωνές και σπρωξίματα στην αίθουσα. Η αίθουσα είχε πολλά πράσινα ξύλινα θρανία
στη γραμμή, έναν μαύρο πίνακα κι από
πάνω του κρέμονταν ένας χάρτης της Ελλάδος, που τον έλεγαν γεωφυσικό. Απέναντι
κρέμονταν ένας άλλος που έδειχνε λουλούδια κεράσια, σταφύλια, καρπούζια,
χιόνια, λαμπάδες, ένα κουτσό άνθρωπο και έναν ήλιο που γελούσε με δάκρυα. Τα
παιδιά φώναζαν πολύ, μάλωναν για τα θρανία, τραγουδούσαν και μόλις μπήκε ο
δάσκαλος σώπασαν και σηκώθηκαν όρθια. Πάλι ο δάσκαλος ήταν γελαστός και
κουβέντιαζε με τους μεγαλύτερους και είπε στα μικρά παιδιά να αγοράσουν ένα
τετράδιο και ένα μολύβι.
Στο
γυρισμό πάλι τα παιδιά έλεγαν καλημέρα σε όσους συναντούσαν στο δρόμο και αυτοί
τους απαντούσαν. Μερικοί έλεγαν και καλή πρόοδο.
Ο
παππούς ο Παντελής από τη γειτονιά μας είχε ριγμένο το σακάκι του στους ώμους,
τα χέρια πίσω, έπαιζε το κομπολόι με τις μεγάλες πορτοκαλιές χάντρες και
περπατούσε αργά αργά στο δρόμο.
«Καλημέρα»,
απαντάει στα παιδιά και μετά σταματάει και λέει, «Βρε κι ο Χάρης εδώ. Που είναι
η καλημέρα βρε, Χάρη, πείνασες και την έφαγες. Αχ βρε κερατένιε χα, χα, χα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου