Του γερασμένου πλάτανου, τον πόνο εγώ τον ξέρω
καθότι εκεί στον τόπο μου, μιλούσε μ' έναν γέρο
και του 'λεγε «την άχρωμη ζωή δεν υποφέρω».
Χωρίς να θέλω άκουσα και ντράπικα στ' αλήθεια
γιατί αυτά που έλεγε δεν ήταν παραμύθια,
ήταν κουβέντες στιβαρές που έκαιγαν τα στήθια.
-Αναλογίζομαι, έλεγε γεμάτος περηφάνια,
πόσοι και πόσοι πέρασαν με δάφνινα στεφάνια
κι άπ' τη θωριά τους, έλαμψε η γη και τα ουράνια.
Στον ίσκιο μου σταμάτησαν, ξαπόστασαν και πάλι
το δρόμο συνεχίσανε, σπουδαίοι και μεγάλοι,
άνθρωποι που το πνεύμα τους είχ' ομορφιά και κάλλη.
και του 'λεγε «την άχρωμη ζωή δεν υποφέρω».
Χωρίς να θέλω άκουσα και ντράπικα στ' αλήθεια
γιατί αυτά που έλεγε δεν ήταν παραμύθια,
ήταν κουβέντες στιβαρές που έκαιγαν τα στήθια.
-Αναλογίζομαι, έλεγε γεμάτος περηφάνια,
πόσοι και πόσοι πέρασαν με δάφνινα στεφάνια
κι άπ' τη θωριά τους, έλαμψε η γη και τα ουράνια.
Στον ίσκιο μου σταμάτησαν, ξαπόστασαν και πάλι
το δρόμο συνεχίσανε, σπουδαίοι και μεγάλοι,
άνθρωποι που το πνεύμα τους είχ' ομορφιά και κάλλη.
Εδώ, παλιά, παιάνιζαν οι αοιδοί τη λύρα,
στον ίσκιο μου συντάχθηκε και των θεών η μοίρα.
Εδώ το γάμο τέλεσαν ο Δίας με την Ήρα.
Ο Όμηρος εμπνέονταν εδώ τα ποιήματά του
κι ο Αριστοφάνης έγραφε εδώ τη σάτιρά του,
καθένας με τους στοχασμούς και με τη λεβεντιά του.
Εδώ κοντά καθότανε, ο Πλάτων, ο Σωκράτης,
ο Σόλων κι ο Αλέξανδρος, ο Μέγας στρατηλάτης,
καθένας με τη δύναμη του νου, κι αριστοκράτης.
Εδώ εβροντοφώναξε, «Μολών λαβέ» με θάρρος,
«Ελευθερία ή θάνατος», ο Έλληνας φαντάρος
κι είχε αξία ο θάνατος κι ανδραγαθούσε ο Χάρος.
Ο Παλαμάς την έμπνευση, εδώ αναζητούσε,
ο Μακρυγιάννης έγραφε και γλυκοτραγουδούσε
κι ο Χατζιδάκις, μελωδός, τον έρωτα υμνούσε.
Εδώ πιο κάτω είν' η πηγή, της γνώσης, της σοφίας,
μα ήρθαν δύσκολοι καιροί, λόγω της λειψυδρίας
και γύρω αγκάθια φύτρωσαν, παντού, της αηδίας.
και ήρθαν δύσκολοι καιροί και στερημένα χρόνια
κι η μοναξιά μου μάρανε, τα φύλλα και τα κλώνια
κι απόμεινε η Άνοιξη, χωρίς τα χελιδόνια.
Μονόδρομος η πρόοδος, με όπισθεν πορεία.
Τώρα μονάχα τ' άγρια, της Κίρκης τα θηρία
περνάνε και μου γνέφουνε, απ' την ανυπαρξία.
Τώρα ο τόπος γέμισε με στείρους εραστές,
με αγοραίους ήρωες και μάσκες πλαστικές
και γίνανε εμπόρευμα, οι ποιητές του χθες.
Του γερασμένου πλάτανου, τον πόνο εγώ τον ξέρω
καθότι εκεί στον τόπο μου, μιλούσε μ' έναν γέρο
και του 'λεγε: «την άχρωμη, ζωή, δεν υποφέρω».
κι ο γέρος που τον άκουγε, περίλυπος στην άκρη
κι ατένιζε το βλέμμα του στης γης όλα τα μάκρη,
προσπάθησε, μα μάταια, να κρύψει κάποιο δάκρυ.
Ο Όμηρος εμπνέονταν εδώ τα ποιήματά του
κι ο Αριστοφάνης έγραφε εδώ τη σάτιρά του,
καθένας με τους στοχασμούς και με τη λεβεντιά του.
Εδώ κοντά καθότανε, ο Πλάτων, ο Σωκράτης,
ο Σόλων κι ο Αλέξανδρος, ο Μέγας στρατηλάτης,
καθένας με τη δύναμη του νου, κι αριστοκράτης.
Εδώ εβροντοφώναξε, «Μολών λαβέ» με θάρρος,
«Ελευθερία ή θάνατος», ο Έλληνας φαντάρος
κι είχε αξία ο θάνατος κι ανδραγαθούσε ο Χάρος.
Ο Παλαμάς την έμπνευση, εδώ αναζητούσε,
ο Μακρυγιάννης έγραφε και γλυκοτραγουδούσε
κι ο Χατζιδάκις, μελωδός, τον έρωτα υμνούσε.
Εδώ πιο κάτω είν' η πηγή, της γνώσης, της σοφίας,
μα ήρθαν δύσκολοι καιροί, λόγω της λειψυδρίας
και γύρω αγκάθια φύτρωσαν, παντού, της αηδίας.
και ήρθαν δύσκολοι καιροί και στερημένα χρόνια
κι η μοναξιά μου μάρανε, τα φύλλα και τα κλώνια
κι απόμεινε η Άνοιξη, χωρίς τα χελιδόνια.
Μονόδρομος η πρόοδος, με όπισθεν πορεία.
Τώρα μονάχα τ' άγρια, της Κίρκης τα θηρία
περνάνε και μου γνέφουνε, απ' την ανυπαρξία.
Τώρα ο τόπος γέμισε με στείρους εραστές,
με αγοραίους ήρωες και μάσκες πλαστικές
και γίνανε εμπόρευμα, οι ποιητές του χθες.
Του γερασμένου πλάτανου, τον πόνο εγώ τον ξέρω
καθότι εκεί στον τόπο μου, μιλούσε μ' έναν γέρο
και του 'λεγε: «την άχρωμη, ζωή, δεν υποφέρω».
κι ο γέρος που τον άκουγε, περίλυπος στην άκρη
κι ατένιζε το βλέμμα του στης γης όλα τα μάκρη,
προσπάθησε, μα μάταια, να κρύψει κάποιο δάκρυ.
Δ.Τ.