Το συνηθίζαμε με την παρέα μου, τον Βαγγέλη και τον Τάκη,
κάθε τόσο να βρισκόμαστε για φιλοσοφικές και κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις, μετά συνοδείας τσίπουρου και
μεζέδων.
Κλείνονταν το ραντεβού δια τηλεφωνικής επικοινωνίας και η
μάζωξη λάμβανε χώρα μετά μεγάλης διαθέσεως.
Έτσι, το μεσημέρι κάποιας Παρασκευής δώσαμε το ραντεβού σε
ένα από τα γνωστά μας στέκια.
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και γι’ αυτό αρχικά μας τράβηξε η
σκιερή αλέα της οδού Αμαλίας, παρακείμενη με την ροή του ποταμού Ληθαίου.
Φθάσαμε στην ώρα μας και αμέσως αφού καθίσαμε αφεθήκαμε να
μας τυλίξει η αύρα του ποταμού. Το θέαμα του Ληθαίου με τα πλατάνια ήταν ελκυστικό,
δεν μπορούσες να το αγνοήσεις, γιατί η πυκνή πρασινάδα δημιουργούσε έναν θόλο και άφηνε τον ήλιο να περνά μέσα από τις χαραμάδες των κλώνων και τους κορμούς των δέντρων.
Πριν καλά - καλά προλάβουν να έρθουν τα τσίπουρα και οι μεζέδες,
απορροφημένοι από την αναπάντεχη ατμόσφαιρα, την ησυχία και την γαλήνη του
τοπίου, είδαμε και συνειδητοποιήσαμε ξαφνικά κάτι το εκπληκτικό. Στα δεξιά μας,
παρατηρήσαμε ένα κλωνάρι από πλάτανο γερμένο να ακουμπά στα νερά του ποταμού.
Η εικόνα ήταν γοητευτική και ταυτόχρονα αναδύθηκε και ο τίτλος της: «Το φιλί της ευγνωμοσύνης». Η ευγνωμοσύνη του πλάτανου που γέρνει να φιλήσει τον ποταμό για το ζωογόνο νερό που του χαρίζει.
Η εικόνα ήταν γοητευτική και ταυτόχρονα αναδύθηκε και ο τίτλος της: «Το φιλί της ευγνωμοσύνης». Η ευγνωμοσύνη του πλάτανου που γέρνει να φιλήσει τον ποταμό για το ζωογόνο νερό που του χαρίζει.
Αμέσως βγάλαμε τα κινητά μας όλοι και απαθανατίσαμε «Το φιλί
της ευγνωμοσύνης».
Φυσικά, στη συνέχεια, το θέμα της συζήτησης στη παρέα ήταν για
την «σοφία της φύσης».
Δ.Τ.
Δ.Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου