«Ωραίο» κλίμα για να μεγαλώνει ένας νέος, να ξέρει δηλαδή, ότι θα είναι χρήσιμος μέχρι τα 40 του. Δουλειές του ποδαριού, έρωτες του ποδαριού, σπίτια πρόχειρα, έπιπλα μίας χρήσεως, ρούχα πολύχρωμα, πλαστικά φαγητά, κάποια ταξίδια και κάποιες εκδρομές και ύστερα στο εξπρές της ανυπαρξίας, για το αιώνιο ταξίδι.
Κάθε
βήμα μέσα στην πραγματικότητα ακυρώνει τις υποσχέσεις. Σε άλλες εποχές δεν θα
προλάβαινε να φτάσει τα 25 του, θα ’χε γίνει ανώνυμος ήρωας, ένας άγνωστος
στρατιώτης στα πεδία των μαχών.
Πάλι
καλά σήμερα που του δίνουνε τη δυνατότητα να φτάσει στην ηλικία των 40. Τι να
τα κάνει τα υπόλοιπα χρόνια; Μετά τα 40 αρχίζει η κάμψη, οι αρρώστιες και τα γηρατειά.
Ποιος τη θέλει τέτοια ζωή; Μετά τα 40 γίνεσαι βάρος στην πατρίδα. Που να
βρεθούν τα χρήματα να σου πληρώσει τη σύνταξη; Που να βρεθούν τα χρήματα να σου
εξασφαλίσει φάρμακα; Καλύτερα να λείπεις από αυτή την κόλαση, καλύτερα ο κύκλος
σου να κλείσει στα 40.
Για
να πετύχεις το στόχο σου φτιάχτηκε αυτός ο καινούργιος κόσμος, των πρόχειρων
ανθρώπων. Καμία δέσμευση, όλα free. Ούτε δικαιώματα, ούτε απαιτήσεις, ούτε
ασφάλειες, ούτε συγκεκριμένα ωράρια, ούτε σταθερή εργασία. Όποτε αισθανθούν πως
σ’ έχουν ανάγκη, θα σε φωνάζουν να δουλεύεις. Μία ζωή απολυμένος, σκουπιδάκι
στον αέρα, ώσπου να σε κάνουν τα καταραστείς την ώρα και τη στιγμή που
γεννήθηκες. Ώσπου να σε κάνουν να στραφείς ενάντια στον εαυτό σου και να
θελήσεις να τον σβήσεις με ουσίες και άλλα χημικά, γιατί πλέον δεν θα μπορείς
να αντέξεις το βάρος της φτωχή σου ύπαρξης. Θα σε αναγκάσουν να κοιμηθείς πάνω
στη βρώμικη κουβέρτα της φθοράς σου. Αυτά όλα τα πιάνει με το ένστικτό του ο
νέος μαθητής, που μόλις ξεκινάει για τη ζωή, τα φορτώνεται χωρίς να το επιζητά
και μαυρίζει ο τόπος γύρω.
Του
Γιώργου Μανιώτη