Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Δυο φορές ντροπή - Διήγημα του Χρήστου Γκίμτσα

 

Έλεγαν πως ήταν ένα ζωηρό παιδί από γεννησιμιού του, ο Στράτος. Έτσι τον βάφτισαν. Και όταν μεγάλωσε και πήγε σχολείο, ξεπέρασε το «ζωηρό» και έγινε άτακτο.
Κάθε τόσο η δασκάλα φώναζε την μάνα του για να της πει πως κάτι έπρεπε να κάνει, γιατί το παιδί δεν πειθαρχούσε με τίποτα.
Προσπάθησε λοιπόν η φουκαριάρα η μάνα να αφοσιωθεί περισσότερο μαζί του, αλλά αυτό δεν ήταν εύκολο.
Το πρωί στην δουλειά -δημοτική υπάλληλος ήταν- και το απόγευμα να τα προλάβει όλα στο σπίτι. Βλέπεις είχε μείνει νωρίς χήρα, και όλα περνούσαν από το χέρι της.
Όλοι έλεγαν πως στο παιδί έλειπε ο πατέρας του, και αυτός ήταν αυτός ο λόγος που έγινε ανυπάκουος. Μπορεί…
Είχε και μία αδελφή, τρία χρόνια μεγαλύτερη του, που ποτέ όμως δεν είχε βάλει το σπίτι σε μπελάδες. Και δεν ήταν μόνο ήσυχη, αλλά προσπαθούσε το καημένο το κορίτσι να βοηθήσει την μάνα όσο μπορούσε.
-Δεν βλέπεις την αδελφή σου! Εσύ πως βγήκες έτσι; ήταν η μόνιμη παρατήρηση που συνοδεύονταν από το ανάλογο τράβηγμα του αυτιού.
Όταν πήγε στο γυμνάσιο, τα πράγματα χειροτέρεψαν.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που γύριζε σακατεμένος από το σχολείο, και άλλες τόσες, που έστελνε στο σπίτι , κάποιον συμμαθητή του, επίσης σακατεμένο.
Και από γράμματα, άστα. Με το ζόρι τον έσπρωχναν οι καθηγητές από τάξη σε τάξη, θες γιατί λυπόταν την φουκαριάρα την μάνα του, θες γιατί ήθελαν να τον διώξουν μια ώρα αρχύτερα και να ησυχάσουν απ’ αυτόν.
Τον μόνο σύμμαχο που είχε ο Στράτος, ήταν ο θείος του ο Αντώνης , ο αδελφός της μάνας του. Ο Τόνης όπως ήταν γνωστός στην πιάτσα.
-Καλά κάνει το παιδί και είναι ζωηρό! Το θέλεις να γίνει πρόβατο σαν κάποια άλλα; Ο Στράτος έχει τσαγανό. Τέτοια παιδιά πάνε μπροστά και όχι εκείνα που είναι δεμένα στο βρακί της μάνας τους!.
Τέτοια έλεγε στην αδελφή του και την «έβαζε στον ύπνο».
Η μάνα του Στράτου είχε λίγο μυαλό παραπάνω από τον Τόνη, τέλειωσε μία οικονομική σχολή και στο τέλος βολεύτηκε διοικητική υπάλληλος στο δημαρχείο. Και όσο ζούσε ο μακαρίτης ο άντρας της, όλα πήγαιναν καλά. Μέχρι που τον έχασε σε τροχαίο.
Ο αδελφός της όμως, είχε άλλη άποψη για την ζωή. Ασχολήθηκε με τα πατρικά χωράφια και εδώ που τα λέμε, πήγε καλά ιδίως με τα θερμοκήπια και τα πρώιμα που έβγαζε.
Ήταν και γλεντζές όμως ο Τόνης και το σκορπούσε το χρήμα.
Κάποια μπουζουξίδικα και κάποια απόμερα μπαρ, τα είχε χρυσώσει, μαζί με τα «κορίτσια» που δούλευαν σ’ αυτά.


Είχε να λέει η πιάτσα για τον θείο του Στράτου!
Έκανε λοιπόν υπομονή η μάνα να τελειώσει κουτσά, στραβά το σχολείο ο γιος της, και να πήγαινε στρατιώτης αφού δεν είχε μυαλό για γράμματα, με την ελπίδα πως στον στρατό θα έπηζε το μυαλό του, και θα έστρωνε.
Τα πράγματα όμως στράβωσαν περισσότερο στην τελευταία τάξη.
Δεν ήταν μόνο τα τσιγάρα που έβρισκε στην τσέπη του -από καιρό ήξερε ότι κάπνιζε- ήταν και το «χόρτο» που βρήκε μια μέρα στο μπουφάν του, μαζί με το τσιγαρόχαρτο για το στρίψιμο.
Άλλες φασαρίες άρχισαν. Ήταν η πρώτη φορά που τον είπε αλήτη και πως θα τον έδιωχνε από το σπίτι, άμα συνέχιζε.
Έλα όμως που μπήκε στην μέση ο θείος που ανέλαβε να τακτοποιήσει το θέμα και ο ανεψιός του ορκίστηκε πως δεν θα ξανακάνει μπάφο.
-Έτσι για πλάκα, είχε καπνίσει μερικές φορές, απολογήθηκε.
Καλοκαίρι ήταν, μόλις είχε αποφοιτήσει το σχολείο, και περίμενε να πάει στρατιώτης.
Εκείνη την εποχή κάλεσαν την μάνα του στο αστυνομικό τμήμα.
Είχαν τσιμπήσει τον λεβέντη της σε ένα μαθητικό στέκι να μοιράζει χόρτο.
Έκλαψε, παρακάλεσε, παιδί ήταν, αλλά ο εισαγγελέας τον έστειλε στο ακροατήριο.
Τρεις μήνες φυλακή με τριετή αναστολή.
Η φουκαριάρα, δεν τόλμησε να πάει στο δικαστήριο , τέτοια ήταν η ντροπή της!
Και στη δουλειά δεν πήγε. Πήρε δέκα μέρες αναρρωτική για να γλυτώσει από τα σχόλια.
Έβαλε μόνο τον αδελφό της να του βρει δικηγόρο και να πάει μάρτυρας να πει πόσο καλό παιδί ήταν ο ανεψιός του και πόσο μετάνιωσε για αυτό που έκανε.
Και σιγά μην έστρωνε ο Στράτος στον στρατό.
Τώρα που την έβρισκε την πρέζα εκεί μέσα, αυτός και η ψυχή του ήξερε.
Τον τσίμπησαν μια, δυο φορές αλλά γλύτωσε το στρατοδικείο, γιατί ο διοικητής του, βρέθηκε πατριώτης από τα μέρη τους, και παλιός γνώριμος του μακαρίτη του πατέρα του.
Ωστόσο, δεν την έβγαλε καθαρή εκεί μέσα. Τους τσαμπουκάδες στο στρατό, τους ξεχρέωσε με τέσσερις μήνες φυλακή.
Στο σπίτι η μάνα του, με το ζόρι τον δέχτηκε. Είχε βλέπεις και κόρη της παντρειάς που μόλις είχε τελειώσει ένα Τ.Ε.Ι. λογιστικής και έψαχνε για δουλειά. Και χρειαζόταν το κορίτσι ένα καλό όνομα στην αγορά και όχι ένα αδελφό πρεζόνι.
Τον περιμάζεψε όμως ο θείος που τα του συγχωρούσε όλα, τον χαρτζιλίκωνε και τον καμάρωνε.
-Γιατί έτσι πρέπει να είναι ο άνθρωπος, τσαμπουκάς και ανυπότακτος και με γούστα, έστω και παράνομα. Όπως αυτός. Τυχαία ήταν ο Τόνης με το όνομα, στην πιάτσα;
-Θα σε πάρω εγώ στη δουλειά στο κτήμα, του έλεγε. Μέχρι τότε κοίτα να το γλεντήσεις και να ξεστραβωθείς από τον στρατό.
Και άρχισε να τον κουβαλάει μαζί, στα στέκια του και τα ξενύχτια του.
Κάποια βραδιά σε ένα μπαρ ανάμεσα σε δυο, τρία ποτά, έσκυψε το κεφάλι ο θείος και του ψιθύρισε στο αυτί.
-Στράτο, μπορώ να σου έχω εμπιστοσύνη;
Τι κουβέντα ήταν αυτή! Και βέβαια! Τάφος! Άκου λέει!
-Λοιπόν αύριο θα πάμε στο κτήμα, θέλω να σου δείξω κάτι και να πιάσεις δουλειά.
-Ρε μπάρμπα, δεν είμαι εγώ για ζαρζαβατικά και τέτοια! του απάντησε μισομεθυσμένος.
-Για άλλη δουλειά μιλάμε. Δεν σε θέλω για τα μποστάνια.
Την άλλη μέρα τον πήγε σε μία άκρη του κτήματος, δίπλα σε μια ρεματιά. Εκεί του έδειξε το απομονωμένο θερμοκήπιο.
Έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
-Πόσα φυτά έχεις εδώ μέσα; ρώτησε ξαφνιασμένος.
-Όσα ζητάει η πιάτσα. Και είναι πρώτο πράγμα.
-Και εγώ τι θα κάνω; Θα έρχομαι να ποτίζω τα χασίσια;
-Όχι. Αυτό είναι δουλειά δική μου και του Αλβανού, του Μπερί. Εσύ θα αναλάβεις την διανομή κατά πως θα σου πω. Τα ζαρζαβατικά που βγαίνουν στο υπόλοιπο κτήμα, είναι και βιτρίνα. Αφήνουν καλά λεφτά, δεν λέω, αλλά τα καλύτερα βγαίνουν από δω μέσα.
-Και που θα το πασάρουμε το πράγμα; Χρειάζονται βαποράκια…
-Στράτο, τι νομίζεις πως κάνω στα ξενυχτάδικα που γυρνάω… Για να πηδάω τις πουτάνες πάω; Αυτή την δουλειά θέλω να την αναλάβεις εσύ. Είσαι ο μόνος που εμπιστεύομαι. Θα παίρνεις το τζιπάκι και θα κάνεις διανομή σε μερικά σίγουρα στέκια. Εκεί μέσα που γίνεται και η κατανάλωση, κατάλαβες; Εμένα δεν με παίρνει άλλο να κάνω αυτή δουλειά .Παραγνωρίστηκα και είναι επικίνδυνο. Θα αναλάβεις εσύ λοιπόν. Για λίγο καιρό και με ασφάλεια, μέχρι να κάνουμε γερή κονόμα, και να επενδύσουμε αλλού. Έχω υπόψη μου κάτι σχέδια για τυποποίηση στα κηπευτικά, μόνο που χρειάζεται κεφάλαιο.
-Και τον Αλβανό, δεν τον φοβάσαι μήπως και καρφώσει;
-Τι να φοβηθώ, τον έχω καλοταϊσμένο. Ύστερα μέσα στο κόλπο είναι. Θα καρφώσει τον εαυτό του;
Έτσι λοιπόν άρχισε η ιστορία της διανομής στα στέκια που του είχε υποδείξει ο θείος ο Τόνης, και οι τσέπες του Στράτου χόρτασαν γερό χαρτζιλίκι.
-Μόνο μην ξοδεύεις πολλά και γίνεις στόχος στην μπατσαρία, τον συμβούλεψε ο θείος.
Και έτσι έκανε.
Έλα όμως που η αστυνομία, ήξερε την δουλειά της και δεν άργησε να τον υποψιαστεί. Γι’ αυτό έριξε δίπλα του την Ρομίνα. Ουκρανή ήταν και επιδέξια χαφιές.
Καλό κομμάτι η Ρομίνα και στο μπαρ που σύχναζε ο Στράτος έκανε πιάτσα.
Τον διπλάρωσε, και στην αρχή του είπε τι όμορφο αγόρι ήταν. Στην συνέχεια πως ήταν το πιο λεβεντόπαιδο που έμπαινε στο μαγαζί και στο τέλος πως τον είχε ερωτευτεί!
Ένα βράδυ λοιπόν, ύστερα από ένα ολονύχτιο σεξ, τον ξεψάχνισε, και μάλιστα την στιγμή που το κεφάλι του ήταν γεμάτο από ουίσκι και μαστούρα.
Στο δικαστήριο κάθισαν αυτός ο Τόνης και ο Αλβανός.
Η μάνα του ούτε που πάτησε στην δίκη. Ήταν η δεύτερη φορά που ντράπηκε τόσο πολύ.
Η μόνη που παραβρέθηκε ήταν η Ρομίνα. Σαν μάρτυρας κατηγορίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας