Την
κουρασμένη ψυχή του αγρότη και του κτηνοτρόφου που χείμαζε τέσσερις ολόκληρους
μήνες ήρθε να την ανακουφίσει η Άνοιξη. Πρώτος μήνας της Άνοιξης ο Φεβρουάριος,
ο Φλεβάρης. Με το μήνα Φλεβάρη ή με το πρώτο δεκαήμερο του Μάρτη συμπίπτουν οι Αποκριές
και το Καρναβάλι τους που αποτελούν τις πρώτες ανοιξιάτικες γιορταστικές
εκδηλώσεις.
Οι Αποκριές
Η Αποκριές
έχουν και χριστιανικό και ειδωλολατρικό χαρακτήρα. Ως προς την νηστεία, για
παράδειγμα είναι γιορτή χριστιανική, ενώ ως προς τις μεταμφιέσεις και τα
μασκαρέματα είναι ειδωλολατρική. Η γιορτή αυτή με τη διασκέδαση, τις συνεστιάσεις,
τα πλούσια τραπέζια και τα φιλέματα, τονώνει τους συγγενικούς και φιλικούς
δεσμούς των κατοίκων του χωριού.
Το
αποκριάτικο τραπέζι, η τάβλα, στρωμένη με το μεσάλι της, ήταν «καταή» από τον
γιόμα ως το βράδυ, την ώρα του ύπνου. Ήταν γεμάτη από όλα τα καλούδια και από
όλα τα αγαθά, αβραμιαία αγαθά, σωστός παράδεισος!
Και
τι δεν είχε πάνω: τηγανισμένα ψάρια, ποταμίσια ή αγορασμένα, τηγανισμένα
μπακαλιάρα, κότα βραστή ή με ρύζι (τη θέλει και την κότα το έθιμο της Αποκριάς).
Ελιές, τυριά, μαρκάτη (γιαούρτι) πίτα γαλατόπιτα ή αυγοτόπιτα, αυγά βραστά,
στραγάλια και γλυκίσματα, ποικίλα γλυκίσματα, λαγκίτες, δίπλες, καταΐφι,
παντεσπάνι, κουραμπιέδες, χαλβάς μαλακός και χαλβάς σαμένιος, πορτοκάλια και μήλα,
φιρίκια και κρασί, κρασί ντόπιο, κόκκινο ή ρετσίνα. Έχει κανένα σημερινό
αποκριάτικο τραπέζι τόσα και τέτοια φαγητά; Το πολύ να έχει κρέας στο φούρνο (στην
ηλεκτρική κουζίνα δηλαδή!), καμιά σαλάτα και κάνα γλυκό. Κι αν έχει απ’ αυτά τα
ξενόφερτα φαγητά, μουσακά, σνίτσελ, παστίτσιο, ακόμα χειρότερα.
Στις
αρραβωνιασμένες νύφες, ή και στις νιόπαντρες ακόμα, ο γαμπρός πήγαινε ένα
μεγάλο ψάρι. Το πήγαινε ένας δικός του άνθρωπος την παραμονή από βραδύς και τη
μέρα της Αποκριάς μαζεύονταν οι συμπέθεροι του γαμπρού και της νύφης και το
έτρωγαν όλοι μαζί.
Τα
βαφτιστήρια - κουμπαρούδια τα λέγαμε στο χωριό- ντυμένα καλά και καθαρά,
πήγαιναν στο νονό ή στη νονά τους. Πήγαιναν, έβαζαν μετάνοιες, φιλούσαν το χέρι
του νονού, ζητούσαν συγχώρεση και κάθονταν στο στρωμένο τραπέζι, όπου έτρωγαν
ότι και όσο ήθελε η ψυχή τους. Το θυμάμαι πάντα αυτό το τραπέζι στο σπίτι των
νονών μου. Θυμάμαι τον νονό και την νονά σοβαρούς, σεβάσμια πρόσωπα και οι δύο,
αλλά πολύ φιλόξενοι, καταδεκτικοί και στοργικοί. Θυμάμαι λοιπόν πως από κείνο
το τραπέζι μου άρεσε πολύ η γιαούρτη, κι η νονά, σαν να το καταλάβαινε, μου
γέμιζε σχεδόν το πιάτο με γιαούρτη, πηχτή γιαούρτη, φαίνονταν μια μια οι
κουταλιές. Τίποτε άλλο δεν ήθελα. Και τώρα ακόμα, όταν θυμάμαι τους νονούς μου,
θυμάμαι μαζί την καλοσύνη τους αλλά και την γιαούρτη. Ύστερα τα κουμπαρούδια
φιλούσαν τα χέρια των νονών τους πάλι, έπαιρναν ένα πορτοκάλι λίγα χρήματα (δίφραγκο,
τάληρο, δεκάρικο το πολύ) κι έφευγαν.
Και ο
κουμπάρος ο παντρεμένος με την κουμπάρα και τα μικρά τα καινούργια κουμπαράκια
επισκέπτονταν όλοι μαζί τους νονούς. Φιλούσαν όλοι το χέρι του νονού και
έτρωγαν στο στρωμένο τραπέζι. «Στη
νιόπαντρη κουμπάρα η νονά έδινε ένα πιάτο με πηρούνι και κουτάλι και μία άσπρη
πλάδα ζωντανή. Πηρούνι για να κάνει παιδί, κουτάλι για να κάνει κορίτσι και
πλάδα για να κάνει τόσα παιδιά όσα θα κάνει εκείνη. Το άσπρο χρώμα της πλάδας
για να ασπρίσουν να γεράσουν». Το ίδιο ακριβώς και για τον ίδιο σκοπό
έκαναν και τα εγγόνια που επισκέπτονταν το σπίτι του παππού και της γιαγιάς.
Την ίδια μέρα έκαναν τις επισκέψεις και τα νιόπαντρα κορίτσια, ιδίως εκείνα που
παντρεύτηκαν μακριά από το χωριό. Πήγαιναν στο σπίτι των γονιών τους, τους
φιλούσαν τα χέρια, έκαναν μετάνοιες, ζητούσαν συγχώρεση και κάθονταν στο
τραπέζι.
Του
Ευαγγέλου Σ. Στάθη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου