Του Ευαγγέλου Σ. Στάθη
Ευχαριστώ
και δοξάζω τον Θεό που με αξίωσε να μάθω γράμματα, για να γράφω τις αναμνήσεις,
τα όνειρα, τους καημούς, τους πόθους και τους αναστεναγμούς μου. Τα διαβάσματα
και τα γραψίματά μου, όσα διάβασα και έγραψα, ήταν χαρούμενα και ευτυχισμένα.
Όμως όσα έγραψα δεν τα έγραψα με μελάνι, αλλά με ιδρώτα, εσωτερικό και
εξωτερικό. Με ιδρώτα και με δάκρυα. Και με μεράκι, πολύ μεράκι. Κανένας δε με
βοήθησε, ούτε μικρός ούτε μεγάλος. Είχα
μια πίκρα γι’ αυτό, μια πίκρα αλλά κι ένα πείσμα μαζί. Αυτά με πείσμωσαν, αυτά με ώθησαν να κάνω ό,τι
έκανα, να γίνω ό,τι έγινα.
Πολλές
φορές με πιάνει ένα μεράκι, μια επιθυμία, ένας πόθος και ένα πάθος, και κάθομαι
και γράφω ό,τι έρχεται στο νου μου, έτσι, χωρίς τάξη και χωρίς καλά - καλά να
ξέρω αν θέλω να πω τίποτε σπουδαίο, σαν εκείνα που γράφουν οι σπουδαίοι. Ας
γράψω λοιπόν κι εγώ τα δικά μου κι ας είναι και αδιάφορα για τους άλλους. Εξ’
άλλου, υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που θέλουν
να ακούνε τέτοια πράγματα που τά ’χουν για αδιάφορα και για χασομέρικα οι
σοβαροί οι άνθρωποι. Ε, ας κάνουν αυτοί
τη δουλειά τους και γω τη δικιά μου. Εκείνοι το χαβά τους και ’γω το δικό μου.
Ας μην πάρουνε αυτοί χαμπάρι πως υπάρχει ήλιος, φεγγάρι, φύση, ζώα, άνθρωποι,
πως υπάρχει ο ίδιος ο εαυτός τους. Αυτοί μέρα νύχτα καταγίνονται πώς να κάνουν
λεφτά, πώς να καλοπεράσουν. Καταγίνονται με επιχειρήσεις για να πλουτίσουν,
παίζουν χαρτιά για να σκοτώσουν την ώρα, λένε μασλάτια και μαραπάδες και άλλα
τέτοια άσχετα και ανούσια. «Αυτά είναι ο εαυτός μας. Αυτά είναι οι δουλειές
μας, λένε, όχι αυτά που λες εσύ. Παιδιά είμαστε, λένε, να παιδιαρίζουμε ή
άνθρωποι της κοινωνίας σοβαροί, σπουδαγμένοι και επιχειρηματίες; Θα αφήσουμε
αυτά, για να βρούμε, λέει, τάχα τον εαυτό μας; Μη χειρότερα! Αυτά είναι ο εαυτός
μας; Τι να κάνω αν προσβάλανε την τιμή μου, να μη σκοτώσω; Δείρανε το παιδί
μου, να μην εκδικηθώ; Αυτά δεν είναι ο εαυτός μας; Αν δεν είναι αυτά, τι άλλο
είναι;»
Καθόμουνα έξω στη φύση, σε μια πέτρα
ακουμπισμένος, και τα σκεφτόμουνα όλα
αυτά. Καθόμουνα ώρες και τα σκεφτόμουνα.
Και
έτσι λοιπόν πιάνω να γράψω τίποτε παλιές ιστορίες. Έτσι παθαίνω τώρα στα
γεράματα. Θέλω να γράφω ό,τι περασμένο θυμάμαι και ό,τι μού φέρνει μια
νοσταλγική διάθεση.
Η εξιστόρηση
και η αφήγηση που σχεδιάζω να κάνω αρχίζει από τότε που ένιωσα τον εαυτό
μου. Η ιστορία μου αυτή, αγαπητέ μου αναγνώστη, είναι πονεμένη και πικραμένη.
Θα την καταλάβεις, αν είσαι και συ πονεμένος και πικραμένος.
Τα
γράμματα εγώ τα έμαθα πολύ δύσκολα, πολύ μυθιστορηματικά, θα έλεγα. Στο
Δημοτικό πήγα στα 5 ετών. Πήγαινα κοντά σε έναν μεγαλύτερο ξάδερφό μου. Και ο
δάσκαλος, αφού είδε ότι τα «έπαιρνα τα γράμματα», με προβίβασε και μένα. Να
φανταστείς ότι στο Μαθητολόγιο της Α΄ Τάξης Δημοτικού δεν είμαι πουθενά
γραμμένος. Απλώς ο δάσκαλος ρώτησε τον πατέρα μου «αυτόν τον δικό σου τι να τον
κάνω; Τα παίρνει τα γράμματα». «Τι ξέρω ’γω, δάσκαλε; Κανόνισε μόνος σου, εσύ
ξέρεις», απάντησε ο πατέρας μου.
Όταν
τελείωσα το Δημοτικό Σχολείο Βαλτινού, ο πατέρας μου δεν με άφησε να «δώσω εξετάσεις»
στο Γυμνάσιο, γιατί έπρεπε, λέει, να μείνω στο χωριό να δουλεύω. Γιατί ήμασταν
μεγάλη οικογένεια. Ήμασταν έξι αδέρφια, 3 κορίτσια και τρία παιδιά (αγόρια), οι
δυο γονείς και η ανήμπορη και γριά γιαγιά, 9 νομάτοι όλοι - όλοι. Μεγάλη
«φαμπλιά».
Εδώ
θα μιλήσω λίγο για τη γιαγιά μου. Ήταν η γιαγιά η Αγγέλω, η γνωστή σε όλο το
χωριό αλλά και στα διπλανά χωριά.
Η
Αγγέλω ήταν πρακτική μαμμή, αλλά και με πολλές γνώσεις, πείρα και εμπειρία
σχετικά με διάφορες παθήσεις, με γιατροσόφια και πρακτική θεραπεία αυτών των
παθήσεων, με ξόρκια και με μαντική.
Η
γιαγιά μου δεν παραδεχόταν σχεδόν καμιά αρρώστια. Όλες τις εξηγούσε με τον δικό
της τρόπο και τις απέδιδε όλες σε κάτι. Αυτό είναι από μάτι, έλεγε, αυτό είναι
από ξέστριμμα, εκείνο από κρεατόκομμα, έλεγε με σιγουριά και βεβαιότητα.
«Εχς κριθαράκι στο μάτι; θα το γαυγίσεις και θα φύγει. Εχς λούγκα; Θα τη σταυρώσεις τρεις φορές στο σταυροδρόμι και θα περάσει».
Το
σπίτι μας είχε μετατραπεί σε ιατρείο. Όσοι δεν εύρισκαν απ’ αλλού ηλιάτσι,
έρχονταν στη μανιά.
«Καλησπέρα
Αγγέλω» – «Καλώς την Γιώργαινα»
«Καλησπέρα,
θειά» – «Καλησπέρα, γιε μ’. Έλα, κάτσε, τι θελτς;»
«Έχω
τούτο, έχω κείνο, θέλω τούτο, θέλω κείνο, έλεγαν ο κόσμος κι αράδιαζαν ο
καθένας τα παθήματά τ, ό,τι είχε ο καθένας». Κι η μανιά έκανε αμέσως τη
διάγνωση...
Αρκετό
μνημόσυνο έκανα για τη γιαγιά μου, ας γυρίσω πάλι στην ιστορία μου. Η΄ μάλλον θα
σταματήσω εδώ την εξιστόρηση και θα επανέλθω στη συνέχεια, λίαν συντόμως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου