Ο παραδοσιακός γάμος στο Βαλτινό ήταν πλουσιότατος σε εθιμοτυπικές και συμβολικές πράξεις, και καθιστούσε ιδιαίτερα γραφική την τελετή του. Ένα από τα έθιμα ήταν και το έθιμο του φλάμπουρου. Πρόκειται για ένα είδος σημαίας (λαβάρου), που κατασκεύαζαν οι συγγενείς κι οι φίλοι του γαμπρού πριν από την έναρξη της τελετής του γάμου. Ήταν η σημαία, το λάβαρο του γάμου και της χαράς. Το κοντάρι ήταν καμωμένο από σκληρό ξύλο κρανιάς, για συμβολικούς λόγους, έτσι ώστε να είναι γεροί ο γαμπρός και η νύφη. Στο πάνω μέρος έφερε σταυρό και στολίζονταν με λουλούδια. Στον σταυρό καρφώνονταν τρία μήλα ή ρόδια. Αξίζει να αναφερθεί ότι από την αρχαιότητα το μήλο και το ρόδι συμβόλιζαν τον έρωτα και τη γονιμότητα.
Η σημαία γίνονταν από άσπρο καλό πανί, στο οποίο κεντούσαν τον Άη Γιώργη με μια μεταξωτή κλωστή. Το κεντημένο πανί το έδεναν επάνω στο κοντάρι και έτσι το φλάμπουρο παραδίδονταν σε έναν λεβεντόκορμο νέο συγγενή του γαμπρού, ο οποίος υπερηφανευόταν για αυτή την τιμή που του έκανε ο γαμπρός.
Ο
φλαμπουριάρης λοιπόν, πήγαινε πρώτος στο
σπίτι της νύφης και όταν έφτανε το υπόλοιπο συμπεθεριό, το έστηνε στη στέγη του
σπιτιού και το έπαιρνε όταν ο γαμπρός έπαιρνε τη νύφη από το σπίτι. Στο γλέντι ο μπράτιμος φλαμπουριάρης άνοιγε πρώτος το χορό και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι, οι οποίοι χόρευαν όλοι γύρω από το φλάμπουρο. Στο τέλος του χορού η νύφη πετούσε τα μήλα στους καλεσμένους.
Στο Βαλτινό έχει
διασωθεί μια αφήγηση για το έθιμο του Φλάμπουρου, από τον αείμνηστο συγχωριανό μας Στέφανο Ψύχο, την οποία παρουσιάζουμε
ατόφια, χωρίς να αλλάξουμε ή να διορθώσουμε κάτι, διατηρώντας έτσι την
ιδιωματική προφορά και την αυθεντικότητα της γλώσσας του τόπου μας.
Ένας
μπράτιμος από το Βαλτινό Θυμάται:
«Λοιπόν θα σι
που όταν παντρεύονταν η θειά μ΄ η Πανάϊου που πάει στη Μεγάρχη, η αδελφή του
Μήτσιου Κατσιούλη.
Λοιπόν ιγώ είμαν
πιτσιρικάς, ίσα με δέκα ετών. Ο πατέρας μ' ήταν πιθαμένους, το 1926. Λοιπόν,
ένας αξάδελφους δικός μ', ήταν απ' τη Μεγάρχη. Κρατούσι φλάμπουρο, ο Γάτους ο
Γιώργος κ’ είχει του φλάμπουρου αυτός. Του
λέου τουν αξάδελφου μ’, «πέστουν να μι του δώσει ιμένα του φλάμπουρου», γιατί
εκάναμι εξαγωρά τότι με του φλάμπουρου. Του παίρνου του φλάμπουρου απ' λες, κι
ανιβαίνου αψλά στου σπίτι του Κατσιουλέϊκου.
Όταν έγιναν τα
στέφανα, στεφάνωνε ο Τζερτζενές ο παππούς. Τα γένια ο Τζερτζενές τάχει
κοσιάνες, δυο κοσιάνες,… τυλιγμένα τα μαλλιά πίσω… λοιπόν, φουστανέλα
μελινίσια, κάλτσα, τσαρούχι τρίχινου, παλικάρι πως το λεν! Αυτόν είχει
κουμπάρου.
Τέλειουσαν τα
στέφανα να πούμι, γιατί τότι τα΄ έπαιρναν του κόσμου στα σπίτια κι τσ΄ φίλευαν.
Μι λέει,
«φέρει του
φλάμπουρου εδώ ρε»
«Δώς μου πέντε
δεκάρες» λέου ιγώ, ήταν πολλές τότε.
Μπα! τίποτα, σ'
απάν ιγώ στον καβαλάρη αψλά, με του φλάμπουρου.
Μι λέει ο
ξαδελφός μ' «Ά ρε κατέβα κάτ'…, ά ρε δώστου να φύγουμι».
«Ρίξτα του λέου»… Χα, χα, και πείρα μι φένιτι δυο δεκάρες! Χα, χα».
Το Φλάμπουρο
-Ράψτε
το φλάμπουρο καλά γιατί θα πάει στον μαχαλά
μην
το χαλάσουν τα κλαριά και μας μιλήσει η πεθερά.
Και
εσύ βρε φλαμπουριάρη μου Θεός να σε φυλάξει
να
σε παντρέψει η μάνα σου να σε χαρεί το σπίτι.
Βασιλικό
μου φλάμπουρο. μαντήλι λουλουδάτο,
τι
κάθεσαι, τι καρτερείς και δεν κινάς φεσσάτο;
-Το
φλαμπουριάρη καρτερώ να μπει να με χορέψει
που μ’ έχει ράψει σταυρωτό με τρεις κλωστές μετάξι.
Δημοτικό
τραγούδι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου