Ο Παναγιώτης Δημ. Πέτρου γεννήθηκε το 1937 στο Βαλτινό. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με την παραδοσιακή μουσική ως οργανοπαίχτης και τραγουδιστής, σε γάμους και πανηγύρια. Όσοι τον γνωρίζουν εκτιμούν το πηγαίο ταλέντο του στην παραδοσιακή μουσική, αλλά και το αστείρευτο χιούμορ του, που τον χαρακτηρίζει.
Μια επίσκεψη στην οικία του, στάθηκε η αφορμή για μια συνέντευξη στην εφημερίδα μας, όπου ο Παναγιώτης Πέτρου θυμήθηκε και μας μίλησε για την ενασχόλησή του με την παραδοσιακή μουσική. Παραθέτουμε παρακάτω αυτούσιο τον περιγραφικό του λόγο:
Θυμάμαι
πως, με τη μουσική ξεκίνησα από πολύ μικρός. Δεν είχα βγάλει το δημοτικό
σχολείο. Ήταν η χρονιά που πέθανε η μάνα μου και ύστερα δεν ήθελα να μάθω
γράμματα, στοπ απ’ τα γράμματα και μ’ έστειλαν να μάθω βιολί.
Πήγα
λοιπόν στα Τρίκαλα, σ’ έναν δάσκαλο μουσικής που ήταν τότε, «Αντώναρο» τον
λέγανε, ήταν ο καλύτερος μουσικός στα Τρίκαλα τότε. Αυτός ήταν από τη Μικρά Ασία και
είχε έρθει εδώ στην Ελλάδα πρόσφυγας. Είχε ένα εργαστήριο κι έφτιαχνε μουσικά
όργανα, αλλά μάθαινε και μουσική σε όποιον ενδιαφερόταν. Ήταν όμως καλός
μουσικός δάσκαλος, ήξερε νότες στο πεντάγραμμο και μου έκανε θεωρία. Μου τα έγραφε αυτός
στο πεντάγραμμο και μ’ έλεγε: «πάρτα Παναγιώτη και μελέτα στο σπίτι». Αλλά εγώ δυσκολευόμουνα
με το πεντάγραμμο κι έμαθα το βιολί πρακτικά. Μετά πήγα και στον Μπιτέλη, μ’
έδειξε και αυτός διάφορα πράγματα και σιγά-σιγά άρχιζα κι έπαιζα στους γάμους
και στα πανηγύρια. Όταν άρχισα να βγάζω τα πρώτα χρήματα δεν ξαναπήγα στο
δάσκαλο. Έμαθα το βιολί περισσότερο πάνω στην πρακτική. Όμως τραγουδούσα καλά
και στους περισσότερους γάμους τραγουδούσα, παρά έπαιζα βιολί. Οι άλλοι
οργανοπαίκτες με προτιμούσαν περισσότερο για τραγουδιστή παρά για βιολιτζή.
Στους
γάμους πρωτόπαιξα με το Μήτσο Μαντέλα, τον Γκέλια Μπαντή, που έπαιζε βιολί από
το Γοργογύρι, τον Χαράλαμπο Μπαρούτα από το Πρίνος και κάποιον Μπαντή από τη Φωτάδα. Στη
συνέχεια έπαιξα με πάρα πολλούς οργανοπαίχτες. Έπαιξα με τον κλαρινίστα Αντώνη
Ζησόπουλο, από τη Φωτάδα, μάλιστα για τελευταία φόρα που έπαιξε κλαρίνο ο
Ζησόπουλος, παίξαμε μαζί στο Κεφαλόβρυσο. Έπαιξα επίσης με τον κλαρινίστα Σπύρο
Αρμάγο από το Μέλιγο, με τον Νίκο Καλαμπάκα, το Βασίλη Κοφινά από την Πηγή και ποιόν
να πρωτοθυμηθώ, έπαιξα με πάρα πολλούς άλλους. Με όποιον ταίριαζε τότε. Τα
κανονίζαμε φτιάχναμε την κομπανία και παίζαμε. Θυμάμαι, τότε έκανε κομπανίες ο Μήτσιος
Μαντέλας με τον Βαγγέλη Καλαμπάκα. Ο Μήτσος Μαντέλας όμως, ήταν καλύτερος στη
διαπραγμάτευση, είχε λέγειν, ήταν της πιάτσας. Άμα ερχόταν ο Μαντέλας στο σπίτι
σου, τελείωνε…, θα την έκλεινε τη δουλειά. Δεν υπήρχε περίπτωση να πεις «όχι, δεν
σε θέλω στο γάμο» στο Μαντέλα. Ενώ ο Βαγγέλης Καλαμπάκας δεν το παρά κυνηγούσε,
είχε και το καμίνι, ο άνθρωπος κι έβγαζε κι από εκεί λεφτά.
Όσον
αφορά τα τραγούδια που έλεγα, τα ήξερα όλα απέξω. Τα είχα όλα μέσα στο μυαλό μου.
Δεν υπήρχε χαρτί να διαβάζω τότε. 1000 τραγούδια, 2000 τραγούδια, όλα απέξω.
Έρχονταν μονάχα τους τα λόγια στο μυαλό μου. Την ώρα που ξεκινούσε η μουσική
και την άκουγα, έρχονταν τα λόγια κατευθείαν. Πολλά τραγούδια τα είχαμε με τη
σειρά, 10 -15 μαζί καλαματιανά ας πούμε, μετά άλλα τόσα συρτά. Αν θα με
ρωτήσεις τώρα να σου πω τα λόγια, δεν τα θυμάμαι. Αν αρχίσει το τραγούδι έρχονται
τα λόγια μόνα τους στο μυαλό μου όλα. Ούτε οξεία δεν παραλείπω, ούτε
περισπωμένη χάνω, που λένε. Κατάλαβες; Μόνο κάποια δεν μπορούσα να τα μάθω εύκολα. Όταν
τα μάθαινα, όμως, δεν τα ξέχναγα ποτέ. Είχα την κόρη μου, άκουγε στο ράδιο τα
τραγούδια, τα έγραφε και μετά τα έπαιρνα εγώ, τα διάβαζα, τα ξανά διάβαζα,
δυσκολευόμουν να τα μάθω…, αλλά όταν τα μάθαινα τελείωνε…, γράφονταν μέσα στο
μυαλό μου.
Βγάζαμε
καλά λεφτά τότε. Η χαρτούρα είχε πολλά λεφτά. Ύστερα έγινε το σύστημα με
συμφωνία. «Πόσα θέλεις Παναγιώτη, 1000 δραχμές; Πάρτα». Αφού μας πλήρωνε ο
νοικοκύρης, δεν έριχναν οι άνθρωποι τίποτα. Ήμασταν πληρωμένοι. Βέβαια δεν
απαγόρευε κανένας να κεράσεις, αν ήθελες. Κάποιοι που χόρευαν, πάνω στο κέφι,
έριχναν και το κέρασμά τους. Χόρευε για παράδειγμα το παιδί τους, το κορίτσι
τους, πάνω στη χαρά κερνούσαν. Κατάλαβες; Βγάζαμε και από κει κάτι.
Είχαμε
όμως και τα καλαμπούρια μας.
Θυμάμαι
μία φορά παίζαμε σε ένα γάμο, εκεί προς την Μπάγια και είχαμε τη νύφη έξω. Τότε
βγάζαμε πολλά λεφτά στη νύφη. Τη μέρα που γίνονταν η «Αγορούσα», έμπαινε όλο το
χωριό στο χορό. Πιάνονταν όλο το χωριό και χόρευαν όλοι από λίγο. Και μάσε
λεφτά, από κεράσματα.
Εκεί λοιπόν έπαιζε λαούτο ο Αποστόλης, ένα καλό παιδί, ο οποίος άρχισε να τραγουδάει έναν αμανέ που έλεγε: «είμαι φτωχός και τίμιος»… Πάω εγώ στο μικρόφωνο και λέω: «Στα τσάκια μας αν είσαι φτωχός και τίμιος εσύ».
Άρχισε να γελάει ο κόσμος, έγινε
χαμός, ξεστρίφτηκαν στα γέλια όλοι.
Α!
ωραίες εποχές!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου