Μοναχικός
πανύψηλος πλάτανος, καταμεσής στον κάμπο των αισθήσεων. Δροσερό αεράκι
τρεμοπαίζει τα φύλλα του. Ο ίσκιος του ιστορεί τραγούδια των προγόνων. «Στην αγκαλιά μου γέννησε μια μάνα το παιδί
της και ήμουν τότε έφηβο κλαρί. Έμεινε δυό μέρες στο κορμί μου. Αγαπηθήκαμε.
Ύστερα έφυγε δακρυσμένη. Έτσι ποτίστηκα, έτσι μεγάλωνα. Και με το κλάμα του
παιδιού ψήλωσα».
Κάθε μεσημέρι, όταν με καίει ο ήλιος ακουμπάω πάνω του. Κι αυτός μου λέει ιστορίες. Από ανθρώπους περαστικούς, από διαβατάρικα πουλιά, από ζώα και θηρία. Κάποτε γίνεται τρυφερός, μου μιλάει για χαραυγές και ηλιοβασιλέματα, για ξάστερες νύχτες και για μεγάλους έρωτες.
Συνήθως δεν του μιλάω. Απολαμβάνω τον ίσκιο του. Τι να πεις μ' έναν πλάτανο;
Μια μέρα του είπα και τη δικιά μου ιστορία. Σαν των απλών ανθρώπων τις ιστορίες.
Κάποιες φορές τον βαριέμαι. Σήμερα τον φώναξα. Άσε μας ρε πλάτανε! Με τις ιστορίες των άλλων θα ζούμε.
Μετά τον προσκύνησα κι έφυγα.
Κάθε μεσημέρι, όταν με καίει ο ήλιος ακουμπάω πάνω του. Κι αυτός μου λέει ιστορίες. Από ανθρώπους περαστικούς, από διαβατάρικα πουλιά, από ζώα και θηρία. Κάποτε γίνεται τρυφερός, μου μιλάει για χαραυγές και ηλιοβασιλέματα, για ξάστερες νύχτες και για μεγάλους έρωτες.
Συνήθως δεν του μιλάω. Απολαμβάνω τον ίσκιο του. Τι να πεις μ' έναν πλάτανο;
Μια μέρα του είπα και τη δικιά μου ιστορία. Σαν των απλών ανθρώπων τις ιστορίες.
Κάποιες φορές τον βαριέμαι. Σήμερα τον φώναξα. Άσε μας ρε πλάτανε! Με τις ιστορίες των άλλων θα ζούμε.
Μετά τον προσκύνησα κι έφυγα.
Του
Κώστα Κοτρώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου