Του
Χάρη Αγγελή
Θυμάμαι
παλιά, ένα πουλάκι με σκούρα γκρίζα φτερά από πάνω και άσπρα καφέ από κάτω, που
καθόταν στο παλούκι κι έκανε τσουπ, τσουπ ανοιγοκλείνοντας ταυτόχρονα τα φτερά
του. Έρχονταν στο χωριό τέλος Αυγούστου και δεν άφηνε μύγα και κουνούπι.
Φτερούγιζε ψηλά, άρπαζε το έντομο και κάθονταν πάλι στο ίδιο σημείο. Τσουπ,
τσουπ και τα μάτια του πάνω κάτω, δεξιά αριστερά να ελέγχει τους εχθρούς.
Φανέρωνε όμως το λημέρι του το φουκαριάρικο. Γέμιζε κουτσιλιές το παλούκι κι
άσπριζε ο τόπος. Στο διπλανό οικόπεδο έβλεπες άλλον τσούπο. Φαίνεται πως είχαν
κι αυτά τα χωράφια τους. Καμιά φορά μάλωναν για την ίδια μύγα που ήταν στο
σύνορο.
«Τι σου είναι η ζωή!» σκεφτόμασταν εμείς τα παιδιά τότε. «Χαντάκια δεν σκάβουν, τα
τσούπια, βάτια δεν φυτεύουν κι όμως σύνορα έχουν. Σαν
τους ανθρώπους και τα τσούπια. Μακελεύονταν για το φαΐ. Δε βαριέσαι κουνούπια
τρώνε και καλά κάνουν. Παχαίνουν κιόλας και γίνονται νόστιμα στο τηγάνι».
Πανέξυπνα
αυτά τα πουλιά, δεν κάνουν τίποτα χωρίς ψάξιμο. Γυρίζουν το κεφάλι πλάγια και
το ένα μάτι βλέπει τη μύγα, στον ουρανό και το άλλο τον εχθρό στη γη.
Τετραπέρατα! Επιβίωσαν, ποιος ξέρει πόσα εκατομμύρια χρόνια; Ξεκινούν από την
Αφρική και δεν χάνονται στο δρόμο. Ξέρουν να κάνουν τα πάντα που χρειάζονται
για να ζήσουν. Ούτε σχολείο πάνε, ούτε
σπίτια κτίζουν, ζουν μόνα τους. Ο θεός φροντίζει για όλα κι όλα είναι για τον
άνθρωπο.
Στήναμε
λοιπόν τις παγίδες εμείς τα παιδιά και περιμέναμε. Μόλις ο τσούπος έβλεπε ότι
κάτι άλλαξε στο «σπίτι» του, γίνονταν πιο προσεχτικός. Στην αρχή άλλαζε λημέρι.
Κυνηγώντας τον όμως εμείς από παντού τον αναγκάζαμε κατά κάποιο τρόπο να
καθίσει στο λημέρι του. Αυτός ο μάγκας, πάλι πρόσεχε. Μια φορά, δυο, τρεις και
μετά τσουπ, πάνω στο σκάνταλο! Πότε ξεσκανδάλιζε την παγίδα και πότε πιάνονταν.
Όταν πιάνονταν ικανοποιούμασταν εμείς ως κυνηγοί. Από τη μια φαινόμασταν εξυπνότεροι
γιατί πετυχαίναμε το στόχο μας, από την άλλη θα τρώγαμε και κρέας.
Ο
τσούπος έφερνε και τις βροχές. Τα πρωτοβρόχια έφερναν το σχολείο. Σφίγγονταν οι
καρδιές των παιδιών.
«Άχρηστο πράμα αυτό το σχολείο». έλεγαν. «Πρωί κι απόγευμα όλη μέρα να μαθαίναμε γράμματα. Τι τα θέλουν οι άνθρωποι τα γράμματα; Δεν βλέπουν τα ζώα, τα πουλιά; Δεν μαθαίνουν τίποτα από αυτά;
«Άχρηστο πράμα αυτό το σχολείο». έλεγαν. «Πρωί κι απόγευμα όλη μέρα να μαθαίναμε γράμματα. Τι τα θέλουν οι άνθρωποι τα γράμματα; Δεν βλέπουν τα ζώα, τα πουλιά; Δεν μαθαίνουν τίποτα από αυτά;
Δεν
παραδειγματίζονται από την αφοπλιστική ειλικρίνειά τους!
Τρώνε
μέχρι να χορτάσουν, δεν τρώνε για να σκάσουν. Μαλώνουν από πραγματικές ανάγκες,
όπως για το φαί, το ζευγάρωμα, τα σπίτια τους.
Δεν
λένε ψέματα ποτέ! Ενώ οι άνθρωποι ζουν μέσα στο ψέμα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου