Του Δημητρίου Μπούγα
Το ξεκίνημα του γαμβρού
Τον γαμβρό πριν ξεκινήσει από το σπίτι τον χαιρετούσαν με ασπασμό οι γονείς του και τον έστελναν «ώρα καλή» ενώ τα όργανα έπαιζαν διάφορα τραγούδια. Βγαίνοντας έξω από τη θύρα ο γαμβρός εγύριζε προς το σπίτι, προσκυνούσε προς αυτό και ξεκινούσε στο μέσον των βλάμηδων και των συγγενών του, ενώ τα ντουφέκια έπεφταν αδιάκοπα στον αέρα. Πριν φύγει από το σπίτι για τη νύφη ο γαμβρός έριχνε προς αυτό ένα ποτήρι κρασί και οι παρευρισκόμενοι τον ξεκινούσαν ρίχνοντας ρύζια και τραγουδούσαν τα κάτωθι τραγούδια είτε με το στόμα, είτε με τα όργανα:Να φέρεις ρούσα πέρδικα, μαυρομματούσα και ξανθή.
Πέντε χρόνους γκιζερούσα στα ψηλά βουνά
κι άλλους πέντε περπατούσα σ΄ ακροθαλασσιά.
Την αγάπη μ΄ αραθίζω, που να την ευρώ;
Σαν πααίνω και τη βρίσκω μέσα σε μπαχτσέ
με μαντήλια σκεπασμένη, με τριαντάφυλλα
το βασιλικό ποτίζει, τον αμάρανθο
κι έσκυψα να την φιλήσω, δε με δέχθηκε.
-Πού ήσουν ξένε μ΄ το χειμώνα, το χεινόπωρο
-Ξένος ήμουν ο καημένος ξενοδούλευα
κι όσα έπαιρνα ο μαύρος, σένα τάστελνα
σ΄ έστειλα γυαλί και χτένι να χτενίζεσαι.
Εβγάτε χώρες και χωριά να δείτε τον κύρ γαμπρό
το πώς τον έχ΄ η μάνα του,
στα κόκκινα, πράσινα, κι όλο στα νερογάλαζα.
Το τι κλωνάρι πράσινο σε κυπαρίσσι φουντωτό
εκεί πέρδικα στέκεται. Σκιάζομαι μάνα μ΄ σκιάζομαι
να μη με πάρ΄ ο μαυραετός, βγαίνομε κι απαλαίβομε
κι αν μας νικήσ΄ ο σταυραετός, άσπρα πολλά του δίνομε
την κόρη δεν την δίνομε.
Γαμπρέ μ΄ πρασινοφόρετε και γρίβα μ΄ καβαλάρη
κατέβ΄ απ΄ τ΄ άλογό σου κι έλα τριγύρω - γύρω
στης πεθεράς το σπίτι
να βρης μηλιάς κλωνάρι να δέσης τ΄ άλογό σου.
5. Ο πατέρας της νύφης τραγουδά το γαμπρό στο σπίτι
-Εσύ γαμπρέ κύρη γαμπρέ, τον αρραβώνα πόστειλες
την νύφη δεν της άρεσε.
-Ας καρτερέσει ως ταχειά, ως και την άλλη μέρα,
ως την απάνω Κυριακή να στείλωμε να φέρωμε.
Συμπέθερε μη μας αργείς, έχομε δρόμ΄ αλαργινό,
ποτάμια να περάσωμε, στέκουν τ΄ άλογα δεμένα
παλληκάρια αρματωμένα.
7. Στη νύφη λέγουν τούτο το τραγούδι για το συμπεθεριό
-Γιατί δεν τρώτε φίλοι μ΄ για δεν χαίρεστε
μήδα και το ψωμί μας δεν σας άρεσε;
Αφέντης έχει κι άλλο και τ΄ αλλάζομε.
-Γιατί δεν τρώτε φίλοι μ΄ για δεν χαίρεστε
μήδα και το φαί μας δεν σας άρεσε
Αφέντης έχει κι άλλο και τ΄ αλλάζομε.
Πουλί μου πλουμπισμένο κι άργυροστολισμένο
γυρεύεις να πετάξης για να πάνης σ΄ άλλο ανώγι
και σ΄ άλλα περιβόλια για να πιάσης ξένες μάνες.
και ξένες παραμάνες. Αν κάνης να γελάσης
θα σε περιγελάσουν. Αν κάνης να απορίσης
θα σε κατηγορήσουν.
Δυό νιούτσικ΄ αγαπιότανε σ΄ ένα μαχαλά
τα δυο συναπαντιόντανε και κουβέντιαζαν
-Για πάρε με αγόρι μου, για παράτα με.
-Ούτε σε παίρνω κόρη μου, ούτε σ΄απαρατώ
στα ξένα θε να πάνω να ξενιτευτώ
ούτε βουλή σε δίνω για να παντρευτής
θα κάνω τριάντα χρόνια και πίσω θα ερθώ.
Κι απάνω στα τριάντα ένα πίσω γύρισε
βρίσκει χαρές μεγάλες στεφανώματα
Τους δρόμους δεν γνωρίζει απ΄ τον κουρνιαχτό
τα σπίτια δεν γνωρίζει απ΄ τα φλάμπουρα
τις ρούγες δεν γνωρίζει από τα΄ άλογα
Την κόρη δεν γνωρίζει απ΄ τα κλάματα.
Άιντε τώρα χαιρετάτε και τη νύφη τραγουδάτε
κι άιντε νύφη μας να πάμε νύχτωσε και δεν προπάμε
χαιρέτα τον πατέρα σου, κι άιντε τώρα χαιρετάτε
και τη νύφη τυραννάτε. Άιντε νύφη μας να πάμε
Νύχτωσε και δεν προπάμε. Χαιρέτα τη μανούλα σου
κι άιντε τώρα χαιρετάτε, νύχτωσε και δεν προπάτε
χαιρέτα τα αδερφάκια σου κι άιντε νύφη μου να πάμε
νύχτωσε και δεν προπάμε, γιατί έπιασε ψιλή βροχή
και είν΄ η στράτα μακρινή. Θα βρέξεις τα μεταξωτά
θα σε μαλώσ΄ η πεθερά γιατί είν΄ τα έξοδα βαρειά.
Άιντε νύφη μου να πάμε, νύχτωσε και δεν προπάμε.
Βαστούν τα χιόνια τα βουνά,
βάστα πατέρα μ΄ την καρδιά όσο ν΄ αφήνω την υγειά.
Βαστούν τα χιόνια τα βουνά,
βάστα μανούλα μ΄ την καρδιά όσο ν΄ αφήκω την υγειά.
Βαστούν τα χιόνια τα βουνά,
βαστάτε αδέρφια την καρδιά όσο ν΄ αφήσω την υγειά,
να γείρω ράχες και βουνά.
12. Βγαίνοντας η νύφη από το σπίτι οι συμπέθεροι τραγουδούν
-Έβγα έβγ΄ ασημοκύρη και μηλιά λουλουδιασμένη.
-Δεν μ΄ αφήν΄ ο πόνος νάβγω από την γλυκειά μάνα.
-Έβγα έβγ΄ ασημοκύρη και μηλιά λουλουδιασμένη.
-Δεν μ΄ αφήν΄ ο πόνος νάβγω από τον γλυκό πατέρα.
-Έβγα έβγ΄ ασημοκύρη και μηλιά λουλουδιασμένη.
-Δεν μ΄ αφήν΄ ο πόνος νάβγω από τα γλυκά μ΄ αδέρφια.
Άσπρη κάτασπρη πέρδικα είχα στο μαχαλά μου
ένας ξένος παντάξενος ήρθε και μου την πήρε
ξεΐσκιωσε το σπίτι μας και ίσκιωσε το ξένο
ξεΐσκιωσε κι η γειτονιά και ίσκιωσεν η ξένη
ξεΐσκιωσε κι ο μαχαλάς και ίσκιωσεν ο ξένος.
Αυτού που θα πας νύφη μου καλά να τους τιμήσης
τον πεθερό σου που θα βρης καλά να τον τιμήσης
την πεθερά σου που θα βρης καλά να την τιμήσης
και τ΄ αντραδέρφια σ΄ που θα βρης καλά να τα τιμήσης.
Τη νύφη που σας δώσαμε καλά να την κυττάτε
σαν γλάστρα ΄που βασιλικό να μας την εφυλάτε.
Ώρα καλή σου νύφη μου και να καλοστρατήσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου