Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Με τη γλώσσα του τόπου μας


Αφηγήσεις, εξιστορήσεις, καταθέσεις βιωμάτων και εμπειριών από ανθρώπους που διατηρούσαν το γλωσσικό μας ιδίωμα ατόφιο, όπως ακριβώς το παρέλαβαν από τους προγόνους μας.
Την παρακάτω αφήγηση μας έκανε ο κ. Νίκος Απόχας, την οποία παρουσιάζουμε ατόφια, χωρίς να αλλάξουμε ή να διορθώσουμε κάτι, διατηρώντας έτσι την ιδιωματική προφορά και την αυθεντικότητα της γλώσσας του τόπου μας.

Τότε τς' κουμπίνες δ'λεύαμαν: τέσσιρις τσιουβαλάδες κι δυο δέτες έξι, ο παραλήπτης εφτά κι ένας μι του τραχτέρι οχτώ.
Είχαμι κι του Στέργιου Ρούση μάγειρα κι έβραζι τα αυγά στου ταψί.
Ερχόμασταν κάνα βολά να φάμι, απ'λες, κολατσιό, τ' αυγά τά'χι στου ταψί, κι τ΄αυγά ήφιρναν τρώυρα μες στου ταψί. Έβαζι τ΄ αυγά στου ταψί κι έπαιζι του κουμπουλόι, τρακ, τρακ, τρακ, τρακ. Τα αυγά έφιρναν γύρα μες στου ταψί.
Τον βλέπει η Κατίνα, απ' λες,
«Ε, ρε Στέργιου, λέει, άσωτες κατσαρόλες έχ'ς, στο ταψί τά 'βαλες τα αυγά να βράσουν»;
«Να χουρεύουν»…, λέει ου Στέργιους. Χα! Χα!

Μια άλλη φορά, πάμι να φάμι. Ο Στέργιους δεν είχι κατεβάσει τα φασόλια ακόμα απ' τη κατσαρόλα, κουβέντιαζι μι τς' γναίκις εκεί στο χωριό, ήταν κοντά στα σπίτια εκεί. Τα φασόλια τά 'ψηνι ακόμα, ψ'λά στου πιτρουγκάζι έβραζαν. Πάμι κάνα βολά… τι να φάμι… Έκατσάμι να φάμι εκεί, τι να φάμι, του φαί έψηνι…

Πάμι μια φορά στο Καρποχώρι. Έπιασε μια βροχή και βλιάζει του τραχτέρι.

Ξεφόρτωστα τώρα, απ' λες. Εβδομήντα τσιουβάλια, ογδόντα από πάν'.
Διπλιά πλατουφόρμα. Να βγει του τραχτέρι κι να τα ξαναφορτώσει πάλι… Κι να βρέχει... Καθόρι!
Να πιάντζ' του τσιουβάλι κι μόλις να του πιάντζ,' να του σ'κώντζ', να λέει ο άλλος. «Α! α! α! Αστου». Πιάνουνταν τα δάχλα εδώ. Δεν μπουρούσις να του σ'κώσεις απάν'. Εδώ τα δάχλα είχαν πιάσει ρόζια.


Το σήκωμα ήταν το πιο δύσκολου. Εξήντα κιλά εμείς, ενενήντα κιλά του τσιουβάλι. Αϊντε τώρα σήκουστου, να του πάρς να του πας κι να ανέβ'ς απ' λες αψλά απ' του μπόντου κι να του βάλς ντάνα.
«Α, ρε Χρήστου», τον έλεγα τον Κατσιούλη, «Α! ρε, δεν μπορείς να του σκώεις, έλα να σκώσουμι εμείς τον έλεγα κι να πας εσύ στουν πόντου».
Μόλις έφτανι στα μισά απ' του πόντου πάινι μι του τσιουβάλι κάτ', πάφ!
Σαράντα, πενήντα στρέμματα χωράφι, έβγαζι διακόσια τσιουβάλια. Κι να βλέπς όπως είνι η πουταμιά οι πέτρις. Να βλέπς τα τσιουβάλια μέσα!!!
Άϊ κουβάλατα τώρα! Να μπαίνις, απ' λες, κι να σι πιάνει πυρετός κι να κάνει ζέστα!!! Νερό δεν υπήρχε κρύο.


Δλεύαμι απ' του πρωί μέχρι που ήβλιπι η κουμπίνα. Αλώντζη, ύστερα έφευγε, πάϊνι στουν καταυλισμό. Ειμείς δλεύαμι μέχρι τς' δέκα η ώρα τη νύχτα. Άναβι του τραχτέρι τα φώτα κι έπιρνις με τη σειρά τα τσιουβάλια. Το βράδυ όντας τελειώνις, έστρωνις ουντ' ικεί κάτ' κάνα δυό τσιουβάλια, έπιρνις και κάνα κουβέρτα απου πάν' και να έχς κι τα κνούπια, να βαρείς αράδα, τάκ τακ να μη σ΄αφήνουν να κοιμθείς του βράδυ. Πολύ κνούπι εκεί κάτ' ρε παιδί μου! Πω! Πω! Πω! Πολύ κνούπι!
Με τη κουμπίνα του Δήμου πήγα κι στη Σιάτιστα. Εκεί να πααίνει του τραχτέρι, να ανεβαίνει έτσι!!! κι ύστερα να βλέπς την κατηφόρα!!!
Τον έλεγα τον Πάτσιου, «Κάτσι να κατέβου κάτ' εγώ κι τράβα του εσύ».
Ήταν ένα μέρος εκεί, είχι μια πλατέα. Πλατέα… ά, αφαλός ήταν.
«Α τα κατεβάσουμι εδώ κι α τα κουβαλήσουμε με τα γουμάρια να τα πααίν' στα σπίτια», τον έλεγα εγώ. «Όχι, θα κατιβούμι κάτ', έλεγε ου Πάτσιους.
«Πού να κατέβς α ρα»! του λέου. «Εδώ είνι γκρεμός, πού να κατέβς. Θες να σκουτουθούμι», του λέου.
Σαν κάνει κάτ' το τραχτέρι, απ' λες, οι ρόδες έβγαζαν φωτιά απου πίσου με τα φρένα που πατούσι. Πιτάτχαν εκεί από μέσα απ' τα σπίτια απ'λες.
«Βρε πού πααίντς, βρε που πααίντς, τον έλεγαν, θα σκουτουθείτι».
Α, ρε παιδί μ΄, ανίλα!!!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας