Του
Χάρη Αγγελή
Το
χωριό μου, θυμάμαι, ήταν απλωμένο στον κάμπο και είχε καμιά εκατοστή σπίτια, χτισμένα από
πλιθιά, εκτός από το σχολείο και την εκκλησία που ήταν πέτρινα. Μερικά ήταν διώροφα,
με ξύλινη σκάλα από μέσα όπως του Μήτσιου Καραθανάση. Δίπλα είχαν
τα μαγειριά. Οι αχυρώνες, που ήταν στάβλοι για τα ζώα και αποθήκες για τις
ζωοτροφές το χειμώνα, βρίσκονταν παραδίπλα με τη ρούγα μπροστά ώστε να δένουν τα ζωντανά τους καλοκαιρινούς μήνες σε μικρά παλούκια που τα είχαν μπηγμένα στο χώμα.
Η
τουλούμπα είχε μπροστά της μια σκάφη (σκαφίδα) που μάζευε το νερό για να πίνουν
τα ζωντανά και να πλένουν οι νοικοκυρές τα στράνια (ρούχα) και τα αγγειά.
Τα
κεντρικά σπίτια του χωριού είχαν κι απόπατο σε μια απόμακρη γωνιά του
οικοπέδου. Ήταν ένας λάκκος σκεπασμένος με σανίδια και μια τρύπα στη μέση και
φραγμένος γύρω γύρω με χαρτοσακούλες από λιπάσματα και από πάνω για σκέπασμα
έναν παλιό τσίγκο. Τα ακριανά σπίτια δεν είχαν κι οι χωριανοί έκαναν την ανάγκη
τους το καλοκαίρι στα χαντάκια και το χειμώνα στις αστρέχες.
Οι
δρόμοι είχαν πολλές λακκούβες που το καλοκαίρι βούλωναν από τον κουρνιαχτό που
δημιουργούσαν τα κάρα και τα ζωντανά με το πέρα δώθε. Ενώ το χειμώνα
πλημμύριζαν από τις βροχές και γέμιζαν λάσπη και μπάρες.
Ο
καλύτερος δρόμος ήταν η δημοσιά γιατί ήταν χαλικοστρωμένος αφού περνούσε το
λεωφορείο και τα κάρα από τα άλλα χωριά. Την άνοιξη στένευαν κάπως γιατί
μεγάλωναν τα βάτια και φύτρωναν πολλά βούζια στις άκρες
Κοντά
στη δημοσιά ήταν το σχολείο με μεγάλα πεύκα στην αυλή, τα δυο καφενεία που ένα
είχαν στέκι οι μεγάλοι κι ένα οι μικροί, το αρτεσιανό που έβγαζε νερό χειμώνα
καλοκαίρι, ο μεγάλος πλάτανος που στον ίσκιο του «τραβούσαν» τις αγελάδες οι
χωριανοί για τεχνική γονιμοποίηση και στην είσοδο του χωριού ο βλάχικος μύλος.
Η εκκλησία ήταν στον γυφτομαχαλά. Στο πίσω μέρος είχε ένα δάσος από φτελιάδια,
ασπρόλευκες, ακακίες και μικρούς μέλιγους. Μπροστά ήταν τα πεύκα και τα
κυπαρίσια και πιο μπροστά κάτι μέλιγοι μεγάλοι, τεράστιοι, χοντροί και
πανύψηλοι. Είχαν παχύ ίσκιο και δροσιά το καλοκαίρι. Εκεί, τον Μάιο μήνα,
κούρευαν τα πρόβατα οι τσομπαναραίοι κι ο Σαμαράς που έρχονταν από ένα ορεινό
χωριό, μπάλωνε τα σαμάρια για τα γαιδούρια. Προς το ιερό ήταν το νεκροταφείο με
τα μνήματα και προς τη δύση το καμίνι που έφτιαχνε τα ινία και τα αλέτρια.
Τα
καρποφόρα δέντρα που φύτρωναν στο χωριό ήταν συκιές, κορομηλιές, σκαμνιές,
κυδωνιές, βυσινιές, δαμασκηνιές, αχλαδιές, λίγες κερασιές και φιρικιές και
ελάχιστες καρυδιές, γιατί λέγανε πως όποιος φύτευε καρυδιές πέθαινε. Είχε
επίσης λεύκες, ασπρόλευκες, ιτιές, πλατάνια, φρουξυλιές, ακακίες, φτελιάδες και
πολλά βάτια.