Του
Ευαγγέλου Στάθη (φιλολόγου)
Το
λεκτικό υλικό, γλωσσολαογραφικό κυρίως, του τόπου μας, αποτελεί βιωματική
εμπειρία από την επικοινωνία με τους κατοίκους του χωριού μας. Γι’ αυτό
φροντίσαμε, μαζί με τον γιό μου Κώστα, να το καταγράψουμε αυθεντικό, έτσι όπως
το αντλήσαμε από τις ανεξάντλητες πηγές των παππούδων και γιαγιάδων, γέρων και
γριών, όλων, μικρών και μεγάλων. Η εργασία αυτή αποτέλεσε το υλικό της έκδοσης του
βιβλίου μας, με τίτλο:
«Γλωσσάρι ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής».
Η
γλώσσα αυτή, είναι αυτή που μιλιόταν παλιότερα αλλά και σήμερα ακόμη στα χωριά
των Τρικάλων. Επειδή όμως δεν παρουσιάζει πολλές και πολύ μεγάλες διαφορές από
εκείνη που μιλιέται και στην υπόλοιπη Θεσσαλία γενικότερα, μπορεί κανείς να πει
ότι η γλώσσα αυτή δίνει εικόνα όλης της σύγχρονης θεσσαλικής διαλέκτου.
Από
το βιβλίο μας αυτό λοιπόν, γίνεται μια επιλογή λέξεων και παρουσιάζονται παρακάτω
με αλφαβητική σειρά:
αβρουχιάζου ρ. μεταβ.
παθητ. αβρουχιάζουμι αόρ. αβρουχιάσκα 1) στήνω τα βρόχια: χαραούλα τ’άστσι (=
τα έστησε) τ’αβρόχια 2) πιάνω, συλλαμβάνω κάποιον δια της βίας, με άγριο, με
απειλητικό σκοπό: σαν τουν αβρουχιάζει κι τουν ρίχει κάτ’, πάρι κι τούτην, πάρι
κι ’κείνην 3) ανταμώνω κάποιον με άγριες διαθέσεις: δε θα σεαβρουχιάσου πθινά;
θα δείς!
αγγιλκάτους επίθ. η
αγγιλκάτους η αγγιλκάτην τ’ αγγιλκάτου· ο ντελικάτος, ο λεπτός και ευαίσθητος
στην κατασκευή: αγγιλκάτου φυτό, δεν αντέχει στη ζέστα κι στου κρύου 2) ο
φιλάσθενος, ο ευαίσθητος, ο ευπαθής: δε γκουτάει να βγει όξου, ίσια κρυώνει,
τόσου αγγιλκάτους είνι.
αγκούσα η θηλ. ουσ. και
γκούσα 1) δυσκολία αναπνοής, δύσπνοια: έφαγι έφαγι κι ύστερα τουν έπχιασι
αγκούσα 2) αρρώστια προβάτου, γνωστή και ως βρογχοκήλη: την έπχιασι αγκούσα την
προυβατίνα κι γκουσουμανάει 3) το στομάχι των πουλιών, η «μάμα»
αγλέουρας η αρσ. ουσ. 1)
υπερβολική ποσότητα φαγητού ή ποτού· τρώω μέχρι σκασμού: έφαγι τουν αγλέουρα τ’
2) είδος δηλητηριώδους φυτού
άγνιστους επίθ. η
άγνιστους η άγνιστην τ’ άγνιστου 1) λέγεται το μαλλί που δε γνέστηκε 2) στη
φράση τ’ άγνιστα, τ’ αΰφαντα στην τέμπλα κριμασμένα (λέγεται σε περιπτώσεις που
θεωρούμε κάτι ως γινωμένο, ενώ αργεί ή είναι δύσκολο να γίνει· κάτι σαν την
παροιμία «ακόμα δεν τον είδαμε…»)
αγραπώνου ρ. μεταβ. 1)
πιάνω κάτι βίαια και γρήγορα, τσακώνω: έκανι να φύγει αλλά τουν αγράπουσαν οι
άλλοι 2) αρπάζω, κλέβω: τ’ αγράπουσι του πουρτουφόλι κι γίνκι (έγινε) άφαντους
3) επί πόνου: μεαγραπώνει ένας πόνους ιδώεα στην πλάτη, τι να σι που! 4) μέσ.
αγραπώνουμι αόρ. αγραπώτχα μετοχ. αγραπουμένους· αρπάζομαι από κάπου ή από
κάποιον για να κρατηθώ ή για να μην πέσω: θα πνίγουνταν στου πουτάμι αν δεν
αγραπώνουνταν απού κάτι κλαργιά – σκιάτχη (σκιάχτηκε =φοβήθηκε) του κούτσικου
κι αγραπώτχη απ’ του λιμό μ’ (λαιμό μου)
αγροικάου ρ. αμετ. και
μεταβ. αόρ. αγροίξα 1) καταλαβαίνω, κατανοώ: έλιγαν έλιγαν οι άλλοι κιαυτός
ντιπ δεν αγροικούσι 2) θυμούμαι: ήταν μικρός, δεν τουν αγροίξι τουν παππού τ’
αδγειάζου ρ. αμετάβ. και
μεταβ. 1) ευκαιρώ: δεν άδγειασάμαν πουτέ μι τς δλειές
απ’ έχουμι δεν αδγειάζου σήμερα σεαμπρουστά άμα (ξ)εαδγειάσου, θα ’ρθού
2) αφαιρώ, αδειάζω: τ’ άδγειασι ούλου του νιρό 3) μένω έρημος: πέθανι η
παππούς κι άδγειασι του σπίτι – άδγειασι η δρόμους, ούδι ψυχή δεν απιρνάει όξου
αδίκαστρους επίθ. το θηλ. η
αδίκαστρην· λέγεται μόνο στη φράση η αδίκαστρην η κότα· αυτή που έχει διπλό και
παχύ λειρί πάνω από το ράμφος της
αδιρφουμοίρι του ουδ ουσ. το
αδερφομοίρι· το αδερφομοιράδι, το μερίδιο κάθε αδερφού από το μοίρασμα της
πατρικής περιουσίας.
άζιφτους επίθ. η
άζιφτους η άζιφτην τ’ άζιφτου· ο άζευτος, για ζώα καματερά αυτός που είναι
μικρός, που δεν έχει μπει ακόμα στο ζυγό: άζιφτην δαμάλα, άζιφτου πλαράκι
(πουλαράκι).
αήσκιουτους επίθ. η
αήσκιουτους η αήσκιουτην τ’ αήσκιουτου 1) για τόπο αυτός που δεν έχει ήσκιο,
σκιά: θέρζαμαν σ’ ένα χουράφι που ήταν ντιπ, αήσκιουτου (δεν είχε δέντρο για
σκιά) 2) μεταφ. για άνθρωπο αυτός που δεν έχει καλή εμφάνιση ή που είναι
ασυνήθιστος: αυτήν νιά χαρά γναίκα είνι, αυτόν που πήρι είνι ντιπ αήσκιουτους
ακειάφστους (και αθχειάφστους)
επίθ. η ακειάφστους η ακειάφστην τ’ ακειάφστου· για αμπέλι και για άλλα φυτά
που δε ραντίστηκαν με κειάφι (=θειάφι): τ’ άφσι (άφησε) ντιπ ακει άφστου τ’
αμπέλι κι θέλει να φάει κι σταφύλια!
ακέργιους επίθ. η ακέργιους
η ακέργια τ’ ακέργιου· ο ακέραιος, ο ολόκληρος: αμ, κι του σκλι χουρτάτου κι
την πίτα ακέργια, δε γίνιτι – άρχισι να τς λέει ακέργις τς κουβέντις του κούτσικ
ου
ακουρμαίνουμι ρ. μεταβ. αόρ.
ακουρμάσκα· τεντώνω το αυτί μου για να ακούσω καλά, αφουγκράζομαι
αλάνταβους επίθ. η
αλάνταβους η αλάνταβην τ’αλάνταβου· αδέξιος, απρόσεχτος, απερίσκεπτος, άνθρωπος
με άτακτες κινήσεις, άνθρωπος που κάνει ζημιές
αλάργα επίρρ. μακριά·
συγκριτ. βαθμός αλαργότερα
αλάρουτους επίθ. η
αλάρουτους η αλάρουτην τ’αλάρουτου· ο αλάρωτος, αυτός που δεν έχει λαρώσει, δεν
έχει γαληνέψει
αλιμούρα η θηλ. ουσ. μια
αναξέλιγκτη κατάσταση, στην οποία επικρατεί στριμωξίδι και αρπαγή, όπου αρπάζει
κανείς ό,τι βρει κι ό,τι προφτάσει αλισιά η θηλ. ουσ. η αλεσιά, η ποσότητα
σταριού ή άλλου δημητριακού που μπορεί να αλεστεί σε μια δόση (50 – 60 οκάδες
περίπου): δεν πήγι ντιπ καλά του χουράφι φέτου ούτι νια αλισιά στιάρι δεν
έβγαλι.
αλτσέκι του ουδ. ουσ.
δοχείο τσίγγινο (σπάνια ξύλινο) ως μονάδα μέτρησης δημητριακών (και οσπρίων)·
ισοδυναμούσε με δυο κουβέλια (κάθε κουβέλι ζύγιζε 12 οκάδες)
αμαλαϊά η θηλ. ουσ. 1)
λέγεται για βοσκότοπο που δε βοσκήθηκε και είναι πλούσιος σε χόρτα, σε σανό:
βρήκι γιρή αμαλαϊά! μέρις βουσκούσαν τα πρόβατά τ’ ικεί μέσα 2) λέγονταν μεταφ.
για «ερωτικό» γλέντι: είχαν αμαλαϊά ούλη τη νύχτα ψε (εψές) του βράδυ (λέγονταν
για τους νιόπαντρους την πρώτη νύχτα του γάμου)
αμαρκάλτστους επίθ η
αμρκάλτστους η αμαρκάλτστην τ’ αμαρκάλτστου· λέγεται για ζώο θηλυκό ή για
κοπάδι που δε μαρκαλίστηκε, δε βατεύτηκε (για αναπαραγωγή): δεν τα τάιασι καλά
τα πρόβατά τ’ κι τουν έμειναν αμαρκάλτστα τα μψα (= τα μισά)
αμουνούχτους επίθ. η
αμουνούχτους η αμουνούχτην τ΄αμουνούχτου· λέγεται για τα αρσεν. ζώα: αυτός που
δε μουνουχίστηκε, δεν ευνουχίστηκε (βλ. λ. μουνουχάου)
άμπουγμα του ουδ. ουσ. η
σπρωξιά, η αγκωνιά, το σκούντημα
αμπουδάω ρ. μεταβ. αόρ.
αμπότσα· παθητ. αόρ. αμπουδήτχα: ρίτχη να τουν βαρέσει, αλλά τουν αμπότσαν οι
άλλοι
αμπουλιάζου ρ. παθ. αόρ.
αμπουλιάσκα 1) προσαρμόζω το αμπόλι σε φυτό ή δέντρο, η διαδικασία του
αμπολιάσματος 2) προσθέτω, αβγατίζω ύφασμα
ανταμκός επίθ. η
ανταμκός η ανταμκεά τ’ανταμκό· αυτός που είναι κοινός με κάποιον άλλον, που τον
έχουμε μαζί, ο μεσιακός, ο συναιτερικός: τά’χουν ανταμκά τα χουράφχια – ανταμκό
βόδι (καματερό) – τ’ ανταμκό του βόδι του τρώει λύκους (παροιμία)
ανταργιάζου ρ. μεταβ. και
αμετάβ. παθητ. ανταργιάζουμι αόρ. ανταργιάσκα μετοχ.
ανταργιασμένους· προκαλώ αντάρα, καλύπτομαι από αντάρα: αντάργιασι η Κόζιακας,
θα βρέξει πάλι. Στη φράση τ’ ανταργιάζει του τσιγάρου (καπνίζει πολύ). Στη
φράση ιγώ ανταργιάσκα κείνη την ώρα (οργίστηκα πολύ ή ξαφνιάστηκα)
αντζάφι επίρρ. νισάφι·
αρκετά, επί τέλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου